Κρίσιμη έννοια της περιόδου που διανύουμε είναι αυτή του «καθεστώτος έκτακτης ανάγκης». Του Δημήτρη Μπελαντή
Οι μνημονιακές πολιτικές από το 2010 μέχρι και σήμερα έχουν αποβεί ιδιαίτερα παθογενείς και επικίνδυνες για την έννομη και συνταγματική τάξη. Ο φιλελευθερισμός απειλεί σοβαρά την αστική δημοκρατία, όπως την έχουμε βιώσει από τη Μεταπολίτευση και εφεξής.
Πρώτα απ’ όλα, το κοινωνικό και συλλογικό-αγωνιστικό τμήμα του Συντάγματος έχει πληγεί και ανασταλεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η ουσιαστική κατάργηση της δεσμευτικότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων με την απώλεια της μετενέργειάς τους, η υποχρεωτική στροφή στις «επιχειρησιακές» και ατομικές συμβάσεις και η συρρίκνωση των αποδοχών αρκετά κάτω από τον κατώτατο μισθό της ΕΓΣΣΕ (μέχρι και 35% για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας) δηλώνουν μια βασική ανατροπή του ταξικού συσχετισμού δύναμης, ο οποίος χαρακτήριζε το Σύνταγμα του 1975.
Θυμίζουμε, εδώ, ότι το Σύνταγμα του 1975 εισήγαγε κάτω από την πίεση των μεταπολιτευτικών ταξικών αγώνων μια λογική κοινωνικού συμβολαίου (η οποία ολοκληρώθηκε ουσιαστικά με την πολιτική αλλαγή διακυβέρνησης του 1981), σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι μπορούσαν να πιέζουν και να συνδιαμορφώνουν την τιμή της εργατικής τους δύναμης μέσα από τα ελεύθερα συνδικάτα και τη σύμπηξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, γενόμενη αποδεκτή υποχρεωτικά από τους κρατικούς θεσμούς. Συμπλήρωση αυτού του τριγωνικού συμβιβασμού (εργαζόμενοι-εργοδότες και κράτος) ήταν και η καθιέρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001.
Προϋπόθεση αυτού του συμβιβασμού -όχι πάντως απολύτως συμβατή με τις συνθήκες του Μάαστριχτ, Άμστερνταμ κ.λπ.- ήταν η παραδοχή ότι σε εθνικό επίπεδο αυτό που κρίνει την τιμή της εργατικής δύναμης ήταν ένα ελεύθερο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων και άσκησης αγωνιστικών δικαιωμάτων εκ μέρους των εργαζομένων αλλά και των εργοδοτών.
Θεωρούμε, βεβαίως, ότι αυτός ο συμβιβασμός είχε αναβλητικό χαρακτήρα (με την έννοια που έχει δώσει ο Γερμανός πολιτειολόγος Καρλ Σμιτ), θα ίσχυε δηλαδή όσο η αστική τάξη δεν θα είχε ακόμη τις δυνάμεις και το κύρος για να τον ανατρέψει.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την επίκληση της έντασης της οικονομικής κρίσης, καθώς επιχειρείται να αφοπλισθούν συνολικά η εργατική τάξη και οι λοιποί εργαζόμενοι από τα δικαιώματά τους να συνδιαμορφώσουν το ύψος της τιμής της εργατικής δύναμης.
Η κρίσιμη έννοια για την περίοδο που διανύουμε είναι αυτή του «καθεστώτος έκτακτης ανάγκης». Ήδη το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφασή του στην υπόθεση του πρώτου Μνημονίου χρησιμοποίησε και ανοιχτά αυτήν την έννοια στο σκεπτικό της απόφασης αντιδιαστέλλοντας το δίκαιο στην «ανάγκη». Ας σημειωθεί εδώ ότι δεν είναι η πρώτη φορά που σε συνθήκες οξείας οικονομικής κρίσης το αστικό κράτος χρησιμοποιεί την έννοια της έκτακτης ανάγκης για να δικαιολογήσει έκτακτα αυταρχικά μέτρα – και ανεξάρτητα από κινδύνους για την κρατική ασφάλεια. Στην Αμερική του Νιου Ντιλ έγινε λόγος πρώτη φορά για μια «οικονομική κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (financial state of emergency) από τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ, ενώ σήμερα -όπως μας θυμίζουν οι Τζ. Αγκάμπεν και Σλ. Ζίζεκ- πρώτα η «τρομοκρατία» το 2001 και στη συνέχεια το βάθεμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης θεμελιώνουν τη μετάβαση σε ένα μεταδημοκρατικό καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» σε βάρος των λαϊκών αλλά και μεσαίων εν πολλοίς τάξεων και στρωμάτων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προχωρούν δυο διαδικασίες, οι οποίες δίνουν ένα έντονο χρώμα «εκφασισμού» στην οικοδόμηση του κράτους έκτακτης ανάγκης, όχι άσχετο και από την παρουσία κρυπτοαυταρχικών προσωπικοτήτων μέσα στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Το πρώτο και βασικότερο είναι η θεσμοποίηση ενός τύπου στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους παράνομους μετανάστες αλλά και όσους ζητούν πολιτικό άσυλο. Αξιοποιώντας ένα πραγματικό πρόβλημα ευρείας περιθωριοποίησης από το κράτος πλατειών ανθρώπινων μαζών και τις κοινωνικές αντιδράσεις που δημιουργεί, η πολιτική εξουσία αναβιώνει καθεστώτα αδιανόητα για μια αστική δημοκρατία, όπως την ξέραμε.
Πρόκειται για τη νομιμοποίηση της, για απεριόριστο χρονικό διάστημα, στέρησης της ελευθερίας ανθρώπων που δεν έχουν διαπράξει κανένα αδίκημα (παρεκτός από την οικονομικά εξαναγκαστική παράνομη μετανάστευση). Η αποδοχή ενός τέτοιου θεσμού ανοίγει το δρόμο για τον εγκλεισμό πέραν των «μολυσματικών» λαθρομεταναστών και άλλων αντικειμενικά επικίνδυνων για την κοινωνική… υγιεινή στοιχείων (αναρχικών, κομμουνιστών, ατόμων της ριζοσπαστικής Αριστεράς κ.λπ.). Η έννοια του «αντικειμενικού κινδύνου» ως λόγου περιορισμού του ατόμου και στέρησης της ελευθερίας του ανάγεται στην εθνικοσοσιαλιστική πρακτική της λεγόμενης «κράτησης προστασίας», η οποία ήταν και η νομική βάση των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η κράτηση προστασίας επικαιροποιήθηκε στα πρώτα χρόνια του 2000 με τους αντιτρομοκρατικούς νόμους των Μπους και Μπλερ και την βλέπουμε τώρα να εισάγεται και στην ελληνική έννομη τάξη.
Η δεύτερη σοβαρή επίθεση στα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα είναι οι σκέψεις (με πρωτοβουλία του δήμαρχου Αθηναίων, Γ. Καμίνη) για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τις διαδηλώσεις, το οποίο θα αντικαταστήσει πιθανόν τον ισχύοντα χουντικό νόμο με ένα ανοιχτά αυταρχικό νομοθέτημα.
Η ήδη συνταγματικά προβλεπόμενη δυνατότητα απαγόρευσης της διαδήλωσης από την αστυνομία, σε περίπτωση κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια, δεν είναι κάτι καινούργιο. Αυτό που είναι καινούριο είναι η περίφημη αντικειμενική ευθύνη του διοργανωτή (δανεισμένη από το γαλλικό νόμο «Αnticasseurs» του 1970 και το γερμανικό νόμο Περί διαδηλώσεων του 1953) για ζημίες που προκαλούνται κατά τη διαδήλωση, μετατρέποντας έτσι πολιτικές οργανώσεις κα αγωνιστές σε τριτεγγυητές της τάξης και σε ιδιότυπους ηθικούς αυτουργούς των τυχόν συγκρούσεων και επεισοδίων.
Ας θυμίσουμε, μάλιστα, ότι κατά σαφή παραβίαση του Συντάγματος, ο «οργανωτής» θα χρειάζεται να εξαγγέλει -εν είδει αδείας- τη διαδήλωση στις Αρχές, να καλεί εισαγγελέα κ.λπ., ακόμη και αν δεν υπάρχουν λόγοι διάλυσης της συνάθροισης κ.λπ. Καταλαβαίνουμε ότι σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις και πρακτικές (κουκουλονόμος του 2009 κ.λπ., ρίψη χημικών κ.λπ.) διαμορφώνεται ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την πραγματοποίηση των διαδηλώσεων, οι οποίες επιπλέον πρέπει να γίνονται στο ένα οδόστρωμα ή και στο πεζοδρόμιο, αν είναι ολιγάριθμες.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις προετοιμάζονται σε όλα τα επίπεδα για την ανάσχεση της κοινωνικής αναταραχής, την οποία και προετοιμάζουν τα ίδια τους τα μέτρα.
Πρώτα απ’ όλα, το κοινωνικό και συλλογικό-αγωνιστικό τμήμα του Συντάγματος έχει πληγεί και ανασταλεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η ουσιαστική κατάργηση της δεσμευτικότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων με την απώλεια της μετενέργειάς τους, η υποχρεωτική στροφή στις «επιχειρησιακές» και ατομικές συμβάσεις και η συρρίκνωση των αποδοχών αρκετά κάτω από τον κατώτατο μισθό της ΕΓΣΣΕ (μέχρι και 35% για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας) δηλώνουν μια βασική ανατροπή του ταξικού συσχετισμού δύναμης, ο οποίος χαρακτήριζε το Σύνταγμα του 1975.
Θυμίζουμε, εδώ, ότι το Σύνταγμα του 1975 εισήγαγε κάτω από την πίεση των μεταπολιτευτικών ταξικών αγώνων μια λογική κοινωνικού συμβολαίου (η οποία ολοκληρώθηκε ουσιαστικά με την πολιτική αλλαγή διακυβέρνησης του 1981), σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι μπορούσαν να πιέζουν και να συνδιαμορφώνουν την τιμή της εργατικής τους δύναμης μέσα από τα ελεύθερα συνδικάτα και τη σύμπηξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, γενόμενη αποδεκτή υποχρεωτικά από τους κρατικούς θεσμούς. Συμπλήρωση αυτού του τριγωνικού συμβιβασμού (εργαζόμενοι-εργοδότες και κράτος) ήταν και η καθιέρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001.
Προϋπόθεση αυτού του συμβιβασμού -όχι πάντως απολύτως συμβατή με τις συνθήκες του Μάαστριχτ, Άμστερνταμ κ.λπ.- ήταν η παραδοχή ότι σε εθνικό επίπεδο αυτό που κρίνει την τιμή της εργατικής δύναμης ήταν ένα ελεύθερο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων και άσκησης αγωνιστικών δικαιωμάτων εκ μέρους των εργαζομένων αλλά και των εργοδοτών.
Θεωρούμε, βεβαίως, ότι αυτός ο συμβιβασμός είχε αναβλητικό χαρακτήρα (με την έννοια που έχει δώσει ο Γερμανός πολιτειολόγος Καρλ Σμιτ), θα ίσχυε δηλαδή όσο η αστική τάξη δεν θα είχε ακόμη τις δυνάμεις και το κύρος για να τον ανατρέψει.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την επίκληση της έντασης της οικονομικής κρίσης, καθώς επιχειρείται να αφοπλισθούν συνολικά η εργατική τάξη και οι λοιποί εργαζόμενοι από τα δικαιώματά τους να συνδιαμορφώσουν το ύψος της τιμής της εργατικής δύναμης.
Η κρίσιμη έννοια για την περίοδο που διανύουμε είναι αυτή του «καθεστώτος έκτακτης ανάγκης». Ήδη το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφασή του στην υπόθεση του πρώτου Μνημονίου χρησιμοποίησε και ανοιχτά αυτήν την έννοια στο σκεπτικό της απόφασης αντιδιαστέλλοντας το δίκαιο στην «ανάγκη». Ας σημειωθεί εδώ ότι δεν είναι η πρώτη φορά που σε συνθήκες οξείας οικονομικής κρίσης το αστικό κράτος χρησιμοποιεί την έννοια της έκτακτης ανάγκης για να δικαιολογήσει έκτακτα αυταρχικά μέτρα – και ανεξάρτητα από κινδύνους για την κρατική ασφάλεια. Στην Αμερική του Νιου Ντιλ έγινε λόγος πρώτη φορά για μια «οικονομική κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (financial state of emergency) από τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ, ενώ σήμερα -όπως μας θυμίζουν οι Τζ. Αγκάμπεν και Σλ. Ζίζεκ- πρώτα η «τρομοκρατία» το 2001 και στη συνέχεια το βάθεμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης θεμελιώνουν τη μετάβαση σε ένα μεταδημοκρατικό καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» σε βάρος των λαϊκών αλλά και μεσαίων εν πολλοίς τάξεων και στρωμάτων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προχωρούν δυο διαδικασίες, οι οποίες δίνουν ένα έντονο χρώμα «εκφασισμού» στην οικοδόμηση του κράτους έκτακτης ανάγκης, όχι άσχετο και από την παρουσία κρυπτοαυταρχικών προσωπικοτήτων μέσα στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Το πρώτο και βασικότερο είναι η θεσμοποίηση ενός τύπου στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους παράνομους μετανάστες αλλά και όσους ζητούν πολιτικό άσυλο. Αξιοποιώντας ένα πραγματικό πρόβλημα ευρείας περιθωριοποίησης από το κράτος πλατειών ανθρώπινων μαζών και τις κοινωνικές αντιδράσεις που δημιουργεί, η πολιτική εξουσία αναβιώνει καθεστώτα αδιανόητα για μια αστική δημοκρατία, όπως την ξέραμε.
Πρόκειται για τη νομιμοποίηση της, για απεριόριστο χρονικό διάστημα, στέρησης της ελευθερίας ανθρώπων που δεν έχουν διαπράξει κανένα αδίκημα (παρεκτός από την οικονομικά εξαναγκαστική παράνομη μετανάστευση). Η αποδοχή ενός τέτοιου θεσμού ανοίγει το δρόμο για τον εγκλεισμό πέραν των «μολυσματικών» λαθρομεταναστών και άλλων αντικειμενικά επικίνδυνων για την κοινωνική… υγιεινή στοιχείων (αναρχικών, κομμουνιστών, ατόμων της ριζοσπαστικής Αριστεράς κ.λπ.). Η έννοια του «αντικειμενικού κινδύνου» ως λόγου περιορισμού του ατόμου και στέρησης της ελευθερίας του ανάγεται στην εθνικοσοσιαλιστική πρακτική της λεγόμενης «κράτησης προστασίας», η οποία ήταν και η νομική βάση των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η κράτηση προστασίας επικαιροποιήθηκε στα πρώτα χρόνια του 2000 με τους αντιτρομοκρατικούς νόμους των Μπους και Μπλερ και την βλέπουμε τώρα να εισάγεται και στην ελληνική έννομη τάξη.
Η δεύτερη σοβαρή επίθεση στα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα είναι οι σκέψεις (με πρωτοβουλία του δήμαρχου Αθηναίων, Γ. Καμίνη) για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τις διαδηλώσεις, το οποίο θα αντικαταστήσει πιθανόν τον ισχύοντα χουντικό νόμο με ένα ανοιχτά αυταρχικό νομοθέτημα.
Η ήδη συνταγματικά προβλεπόμενη δυνατότητα απαγόρευσης της διαδήλωσης από την αστυνομία, σε περίπτωση κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια, δεν είναι κάτι καινούργιο. Αυτό που είναι καινούριο είναι η περίφημη αντικειμενική ευθύνη του διοργανωτή (δανεισμένη από το γαλλικό νόμο «Αnticasseurs» του 1970 και το γερμανικό νόμο Περί διαδηλώσεων του 1953) για ζημίες που προκαλούνται κατά τη διαδήλωση, μετατρέποντας έτσι πολιτικές οργανώσεις κα αγωνιστές σε τριτεγγυητές της τάξης και σε ιδιότυπους ηθικούς αυτουργούς των τυχόν συγκρούσεων και επεισοδίων.
Ας θυμίσουμε, μάλιστα, ότι κατά σαφή παραβίαση του Συντάγματος, ο «οργανωτής» θα χρειάζεται να εξαγγέλει -εν είδει αδείας- τη διαδήλωση στις Αρχές, να καλεί εισαγγελέα κ.λπ., ακόμη και αν δεν υπάρχουν λόγοι διάλυσης της συνάθροισης κ.λπ. Καταλαβαίνουμε ότι σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις και πρακτικές (κουκουλονόμος του 2009 κ.λπ., ρίψη χημικών κ.λπ.) διαμορφώνεται ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την πραγματοποίηση των διαδηλώσεων, οι οποίες επιπλέον πρέπει να γίνονται στο ένα οδόστρωμα ή και στο πεζοδρόμιο, αν είναι ολιγάριθμες.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις προετοιμάζονται σε όλα τα επίπεδα για την ανάσχεση της κοινωνικής αναταραχής, την οποία και προετοιμάζουν τα ίδια τους τα μέτρα.
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι διδάκτωρ Νομικής.
Σχόλια