Ο 48χρονος Χιλιανός σκηνοθέτης Πάμπλο Λαραΐν, μετά τις «Τζάκι/2016» και «Σπένσερ/2021», κλείνει την γυναικεία τριλογία του με το βιογραφικό ψυχολογικό δράμα «Maria», για την διάσημη Μαρία Κάλλας, με την Αντζελίνα Τζολί.

Σε αντίθεση με τον Φράνκο Τζεφιρέλι, ο Λαραΐν δεν εστιάζει στο απόγειο της καριέρας της, αλλά στις τελευταίες τραγικές μέρες της ζωής της, εν μέσω ατέρμονης ψυχικής καταβαράθρωσης. Το θρυλικό παρελθόν της το ζωντανεύει μέσα από πλούσιο ανακατασκευασμένο φωτογραφικό υλικό και φιλμάκια με τις προσωπικές στιγμές και τις διάσημες ερμηνείες, που προσαρμόζει στη μορφή τής Τζολί, η οποία ντύνεται, χτενίζεται και αναπαράγει χαρακτηριστικές κινήσεις και πόζες της Κάλλας, ενώ ερμηνεύει αποσπάσματα διάσημων παραστάσεών της, με ντουμπλαρισμένο το άκουσμα της αναγνωρίσιμης φωνής και ερμηνείας της ντίβας.

Η ταινία τοποθετείται στο φθινόπωρο του 1977, μια βδομάδα πριν η Κάλλας βρεθεί νεκρή στο πολυτελές διαμέρισμά της στο Παρίσι, διάγοντας μια παρηκμασμένη καθημερινότητα, μακριά από αλλοτινές δόξες. Απομονωμένη στη μοναξιά της, με μοναδική παρέα τα δυο σκυλάκια της, τον πιστό οικονόμο Φερούτσιο (Πιερφραντσέσκο Φαβίνι) και την καλόκαρδη μαγείρισσα Μπρούνα (Άλμπα Ρορβάχερ), παρουσιάζεται σε κατάθλιψη, δυο χρόνια μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη Ωνάση, εθισμένη σε ψυχοτρόπες ουσίες. Έχοντας τεράστια επιθυμία να ξανατραγουδήσει μπροστά σε κοινό, την παρακολουθούμε μεταξύ αναμνήσεων και παραισθήσεων να προσπαθεί με τη βοήθεια ενός πιανίστα, ενώ ξεδιπλώνονται μερικά στιγμιότυπα που αποκαλύπτουν ανάκατα περιστατικά και λεπτομέρειες της ζωής της, σε ασπρόμαυρες αναδρομές στο παρελθόν, που συγχέονται με φιλμάκια από θρυλικές εμφανίσεις, αλλά και παραισθήσεις, δοσμένες με όμορφους χρωματισμούς και φωτισμούς.

Ντυμένη κομψά και με το κατάλληλο αφ’ υψηλού ύφος, η Κάλλας απαντάει στις ερωτήσεις του νεαρού δημοσιογράφου Μάντραξ (Κόντι Σμιτ-Μακφί), σε συνέντευξη με τηλεοπτικό συνεργείο, πότε μέσα στο διαμέρισμά της, πότε έξω στους δρόμους του Παρισιού, ενώ αποκαλύπτεται πως πρόκειται για παραίσθηση, καθώς μαθαίνουμε ότι Μάντραξ ονομάζεται το υπνωτικό της και παραμιλά μόνη, σαν σε συνέντευξη.

Με μαύρη γούνα, μαύρο καπέλο και γυαλιά, προχωράει στο Παλέ ντε Σαγιό, με φόντο τον πύργο του Άιφελ, έχοντας την αίσθηση ότι όλοι οι άντρες την κοιτάνε, καθώς έρχονται καταπάνω της, τραγουδώντας το δοξαστικό χορωδιακό «Anvil», από την όπερα Τροβατόρε του Βέρντι, σε μια οπερετικά σκηνοθετημένη σκηνή. Αντίστοιχα, καθώς βαδίζει στα πεσμένα κίτρινα φύλλα σε ένα εξαιρετικά κινηματογραφημένο φθινοπωρινό Παρίσι, μια ολόκληρη ορχήστρα ερμηνεύει στα σκαλιά κάποιου καθεδρικού ναού, την εξαιρετική ψιθυριστή μελωδία από την «Μαντάμ Μπάτερφλάι» του Πουτσίνι, ενώ αρχίζει να βρέχει. Ένα πλήθος από γκέισες με κιμονό που την περικυκλώνουν, πάλι σαν σε σκηνή όπερας, βαστώντας κόκκινες ομπρέλες στο ένα χέρι και αναμμένα κόκκινα φανάρια στο άλλο, αποτελεί μαγική εικόνα που ανακαλεί εικαστικά αγγελοπουλικά στιγμιότυπα. Ξαφνικά,  εξαφανίζονται όλα, με την Κάλλας να απεικονίζεται μονάχη μέσα από μακρινό πλάνο, στοιχειωμένη μονίμως από τις όπερες που τραγούδησε.

Στον απόηχο διάσημων σταρ του Χόλιγουντ, που πέρασαν στην αφάνεια, μετά την εμφάνιση της πρώτης ρυτίδας, όπως η Γκρέτα Γκάρμπο, ο Λαραΐν χτίζει και τον θρύλο της Κάλλας, που έσβησε μακριά από τα φώτα της διασημότητας, με ραγισμένη καρδιά και φωνή, βάζοντας να την ερμηνεύσει μια διάσημη χολιγουντιανή σταρ, σε πολλαπλές διασυνδέσεις σχετικά με τα στερεότυπα της επιβεβλημένης δημόσιας εικόνας αέναης νεότητας των γυναικών, που δημιουργεί αξεπέραστα καταπιεστικά έμφυλα στερεότυπα. Η απισχνασμένη 53χρονη Κάλλας στις τελευταίες μέρες της, με καρδιακή και ηπατική ανεπάρκεια, λόγω κατάχρησης ηρεμιστικών, σύμφωνα με την ταινία, αφήνοντας υπονοούμενα για ηθελημένη αυτοχειρία, ταυτίζεται με την εξίσου απισχνασμένη -μετά από μια περιπέτεια υγείας- φιγούρα της Αντζελίνας Τζολί. Εκτός από την άνεση να ερμηνεύσει μια διασημότητα, η 49χρονη Τζολί, η αλλοτινή αλαβάστρινη Λάρα Κροφτ, ηρωίδα ταινιών δράσης, καταφέρνει μια σπαρακτική ερμηνεία ζωής, που την αναβαπτίζει σε ταλαντούχα ερμηνεύτρια. Με το άκουσμα της αναγνωρίσιμης φωνής της Μέριλιν Μονρόε, που τραγουδάει στα γενέθλια του Προέδρου Κένεντι, ο Λαραΐν επιδιώκει να συνδέσει υποδόρια τις ηρωίδες του, Κάλλας και Τζολί με ένα άλλο ερωτικό σύμβολο, που καταρρακώθηκε εξίσου τραγικά, από το αδυσώπητο χολιγουντιανό σταρ σύστεμ.

Σύμφωνα με το θρύλο ότι η Κάλλας πέθανε αποσυρμένη από τα περασμένα μεγαλεία, κυριευμένη από θλίψη για έναν άντρα που δεν την αγάπησε και μια φωνή που την πρόδωσε, ο Λαραΐν χτίζει την υπόσταση της ηρωίδας του, σύμφωνα με την ψυχική διάσταση και τα δεινά των γυναικείων χαρακτήρων από όπερες που είχε η ίδια ερμηνεύσει, όπου οι γυναίκες, μετά από ερωτικές απογοητεύσεις αρρώσταιναν, αυτοκτονούσαν και πέθαιναν, ανήμπορες να αντισταθούν στο πεπρωμένο.

Εύστοχα ο Λαραΐν χρησιμοποιήσει μερικές από τις διάσημες άριες που ερμήνευσε μοναδικά η Κάλλας, σε απόλυτη σύμπνοια με τον ψυχισμό της, που σύμφωνα με τον σκηνοθέτη κάηκε από τη λάμψη θριάμβου και έρωτα και πέθανε από αυτήν ακριβώς τη σπαρακτική φλόγα, ως άλλη τραγική ηρωίδα όπερας.

Ξεχωριστή θέση έχει η περίφημη «Habanera», από την Κάρμεν του Μπιζέ, που αρχικά ερμηνεύεται από την νεαρή Κάλλας (Αγγελίνα Παπαδοπούλου), όταν η καταπιεστική μητέρα της (Λυδία Κονιόρδου) την βάζει να τραγουδήσει έναντι χρημάτων, μπροστά από Γερμανό αξιωματικό.

Ενίοτε, για τις ανάγκες της ταινίας, διάσημες άριες διασκευάζονται σε πιανιστική εκδοχή. Το «Άβε Μαρία» του Τζούλιο Κατσίνι δραματοποιεί τη σκηνή που η Κάλλας γεμίζει τις τσέπες των ρούχων της με ηρεμιστικά, ενώ η άρια «Follie!» από την Τραβιάτα του Βέρντι, με στίχους που μιλούν για τρέλα και μοναξιά, επιλέγεται όταν ψάχνει απεγνωσμένα για χάπια σε τσάντες και τσέπες. Σε πιανιστική εκδοχή ακούγεται και η μελαγχολική μελωδία της θλιμμένης άριας «Addio del passato» πάλι από την Τραβιάτα, στο φανταστικό διάλογό της με τον Τζον Φ. Κένεντι. Διάσημα ορχηστρικά πρελούδια, που συνδυάζονται με την τελετουργική αργή κίνηση της κάμερας, μεταφέροντας την αλλοτινή ακτινοβολία του παρελθόντος της ντίβας, επιλέγονται στα φλασμπάκ με τον Ωνάση. Το περίφημο «ιντερμέτζο» της Τραβιάτας ακολουθεί την ασπρόμαυρη ανάμνησή της, σε μια μεγαλειώδη δεξίωση από τον Έλληνα κροίσο, που της πρότεινε κρουαζιέρα με την πολυτελή θαλαμηγό του. Ο Ωνάσης την σαγηνεύει υπό τους ήχους του ορχηστρικού πρελούδιου από τον «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ, ενώ σε ορχηστρική εκδοχή ακούγεται η θλιμμένη μελωδία της άριας «E lucevan le stele», από την Τόσκα του Πουτσίνι, ως πένθιμη μουσική στην ασπρόμαυρη ανάμνησή της όταν είδε τελευταία φορά τον Ωνάση στο νοσοκομείο.

Ωστόσο, είναι ενδεικτική η χρήση της διάσημης άριας «Casta Diva» από την Νόρμα του Μπελίνι, που ταυτίστηκε μοναδικά με την Κάλλας και επιλέγεται να ακουστεί επιβεβαιώνοντας πως η διάσημη αοιδός έχει χάσει τη φωνή της. Αυτή την άρια επιχειρεί η Κάλλας να τραγουδήσει στην ανίδεη μαγείρισσα, στην κουζίνα, με τους ανελέητους ήχους του μαγειρέματος να συναγωνίζονται τα φάλτσα της ντίβας, τη στιγμή που η σύγκριση ενισχύεται με τα ηχητικά στιγμιότυπα από την θρυλική ηχογραφημένη πραγματική φωνή της, μεταφέροντας την άπιαστη ιδεατή ερμηνεία που αδυνατεί πλέον να ανακτήσει. Αντίστοιχη ανελέητη τακτική ακολουθεί ο Λαραΐν υπονομεύοντας οικτρά τις μάταιες προσπάθειές της να τραγουδήσει μπροστά στον πιανίστα τις άριες «O mio babbino caro», από την όπερα Gianni Schicchi του Πουτσίνι, «O Rendetemi La Speme» από τους Πουριτανούς του Μπελίνι και «Piangete voi» από την Άννα Μπολένα του Ντονιτσέτι, εισάγοντας πάντα σε σκληρή σύγκριση, τα ηχογραφημένα αποσπάσματα, αναδεικνύοντας την τραγικότητα μέσα από την ραγισμένη φωνή, που απογειώνεται στο σπαρακτικό τέλος, όταν αποφασίζει να πει δυνατά το τελευταίο «κύκνειο» άσμα, πριν ξεψυχήσει. Παρότι η ταινία ξεκινάει με την νεκρή ντίβα στο διαμέρισμά της, είναι αδύνατο το κοινό να μείνει ασυγκίνητο στην τελική σκηνή. Ο Λαραϊν απογειώνει την τραγικότητα, επιλέγοντας την άρια «Vissi d’ arte» από την Τόσκα του Πουτσίνι, με στίχους που συνοψίζουν το απαύγασμα της Κάλλας σύμφωνα με τον σκηνοθέτη «Έζησα με την τέχνη, έζησα από την αγάπη …», ενώ επιλέγει μέσα από το μακρινό πλάνο του τέλους, με την νεκρή ντίβα στο πάτωμα, να αποδώσει τον θρήνο με το σπαρακτικό κλάμα των δύο σκυλιών της. Οι τίτλοι τέλους στη συνέχεια, χάνονται στις απόκοσμες ηλεκτρονικές ατμόσφαιρες του «An Ending/ascent» (τελική ανάβαση), από τον Μπράιαν Ίνο. Το γεγονός ότι είχε χρησιμοποιηθεί σε ένα παλιότερο ντοκιμαντέρ του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ, με πρωτότυπα πλάνα, για τους πρώτους ανθρώπους στη Σελήνη, σφραγίζει στην ταινία την οικουμενική διάσταση της αλησμόνητης παγκοσμίου φήμης ντίβας, της μοναδικής Μαρίας Κάλλας.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!