Οραματιζόμενος να φτιάξει το δικό του «Κάποτε στην Αμερική» (1984/Σέρτζιο Λεόνε), ο 36χρονος Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης Μπρέιντι Κορμπέ καταφέρνει με την 3η του ταινία «The Brutalist» να κερδίσει Αργυρό Λέοντα, στο 81ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας (2024), με ένα επικό εγχείρημα διάρκειας τρισίμιση ωρών, για την οδύσσεια ενός επιζήσαντα από τα ναζιστικά στρατόπεδα αρχιτέκτονα, που μεταναστεύει στην μεταπολεμική Αμερική.
Καταξιωμένος αρχιτέκτονας της σχολής Μπαουχάουζ, ο Ουγγρο-εβραίος Λάζλο Τοθ (Έντριεν Μπρόντι) επέζησε του ολοκαυτώματος και μεταναστεύει στην Αμερική, το 1947. Στο πλευρό τού επίσης εβραίου ξαδέρφου του Αττίλα (Αλεσάντρο Νίβολα), ο οποίος αμερικανοποίησε το ξενικό επίθετό του, παντρεύτηκε Αμερικανίδα και ασπάστηκε τον καθολικισμό, ο Λάζλο «σπαταλά» σχεδιαστικές ικανότητες στην παρωχημένη επιχείρηση επιπλοποιίας του Αττίλα στη Φιλαδέλφεια. Διατηρώντας πίστη και γλώσσα, αναζητά νέα ταυτότητα αλλά επιχειρώντας να ξορκίσει το τραύμα του Ολοκαυτώματος, εθίζεται στην ηρωίνη. Όταν διαμορφώνουν το γραφείο του πλούσιου βιομήχανου Χάρισον Βαν Μπιούρεν (Γκάι Πιρς), ο Λάζλο σχεδιάζει ένα πρωτοποριακό σύστημα ραφιών μέχρι το ταβάνι, με λειτουργικά σκίαστρα για τα βιβλία. Αυτή η εργονομική καινοτομία δεν αναγνωρίστηκε άμεσα, στέλνοντας τον Λάζλο στα Τάρταρα, που οριακά άστεγος και ηρωινομανής, επιβιώνει ως οικοδόμος. Ωστόσο, λίγα χρόνια μετά, κέντρισε το ενδιαφέρον του δαιμόνιου βιομήχανου, που μαθαίνοντας για το αρχιτεκτονικό παρελθόν του Λάζλο, τον αναζητά, για να του αναθέσει την ανέγερση ενός μεγαλεπίβολου σχεδίου: το χτίσιμο ενός κοινοτικού κέντρου, αφιερωμένου στην μακαρίτισσα μητέρα του. Παραγνωρίζοντας την αναξιόπιστη, απάνθρωπη φύση του Χάρισον, ο Λάζλο αποδέχεται ενθουσιασμένος. Η μνημειακή μπρουταλιστική αισθητική του Λάζλο, με πανύψηλους όγκους και παιχνίδια φωτός στο εσωτερικό, προκαλεί τον συντηρητισμό των οπισθοδρομικών Αμερικάνων εργολάβων, που επιχειρούν αισθητικές εκπτώσεις για τη μείωση του κόστους, προκαλώντας τριβές. Η εκπλήρωση του δημιουργικού οράματος του Λάζλο καταγράφεται μέσα από μια θυελλώδη σχέση, γεμάτη πισωγυρίσματα, με ιδιαίτερα σκληρό τίμημα.
Βραβευμένος με Όσκαρ για την ερμηνεία του στον «Πιανίστα» (2002/Ρομάν Πολάνσκι), ο ψιλόλιγνος με ιδιαίτερα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά Έντριαν Μπρόντι παραδίνει ως Λάζλο μια εξαιρετική ερμηνεία, πλάι στον εξίσου καθηλωτικό Γκάι Πιρς, σε μια αμφιλεγόμενη σχέση, στο μεταίχμιο θαυμασμού-περιφρόνησης, έλξης-αποστροφής, επιβολής-εξάρτησης, που ανακαλεί και το «The Master» (2012 / Πολ Τόμας Άντερσον).
Ο Λάζλο φτάνει στην Αμερική καταρρακωμένος σωματικά και ψυχικά, και εξαρτημένος σωματοποιεί το ανεξίτηλο τραύμα του Ολοκαυτώματος. Η αγαπημένη του σύζυγος Έρζεμπετ (Φελίσιτι Τζόουνς), που είχε ξεμείνει στην Ευρώπη, όπως μαθαίνουμε από την εκτός κάδρου ανάγνωση της αλληλογραφίας της, πηγαίνει στην Αμερική, χάρη στις γνωριμίες του Λάζλο με τις αμερικανικές ελίτ και το εβραϊκό λόμπι. Φτάνει όμως σε αναπηρικό καρότσι, επειδή πάσχει από οστεοπόρωση και υποφέρει από φριχτούς σωματικούς πόνους, σε άλλη μια σωματοποιημένη τραυματική καταγραφή του Ολοκαυτώματος. Αντίστοιχα, η ορφανεμένη ανιψιά της Ζόφια, που την συνοδεύει, παραμένει άφωνη, βυθισμένη στη σιωπή, ακόμα βαθιά σοκαρισμένη από την εμπειρία των ναζιστικών στρατοπέδων.
Υπενθυμίζοντας πως το γόητρο της αμερικανικής υπερδύναμης χτίστηκε με τον ιδρώτα των μεταναστών, η ταινία εκτός από τη στοχευμένη εβραϊκή της προσήλωση, εστιάζει και στην πρωτοποριακή αρχιτεκτονική διάσταση του πρωταγωνιστή, που ανδρώθηκε στη φημισμένη σχολή Μπαουχάους, που ίδρυσε το 1919, ο Γερμανός αρχιτέκτονας Βάλτερ Γκρόπιους (1883-1969), αναζητώντας ένα λειτουργικό, φθηνό, με καλλιτεχνικές αξιώσεις, νέο αρχιτεκτονικό στυλ, στην εποχή της μαζικής, βιομηχανοποιημένης παραγωγής. Μετά την άνοδο του Χίτλερ, η σχολή έκλεισε και οι εξόριστοι καλλιτέχνες κατέφυγαν σε δυτική Ευρώπη και ΗΠΑ, ασκώντας τεράστια επίδραση μέσα από την εξέλιξη του φονξιοναλισμού, στις σύγχρονες τάσεις τέχνης και αρχιτεκτονικής ως σήμερα.
Ο τίτλος «Μπρουταλιστής» αναφέρεται στην μπρουταλιστική αισθητική του αρχιτέκτονα πρωταγωνιστή, που έχτιζε κτίρια με εκτεθειμένο, άβαφο σκυρόδεμα, αναδεικνύοντας τα δομικά στοιχεία, κόντρα στον διακοσμητικό σχεδιασμό. Η ταινία δανείζεται στοιχεία από το έργο του Ουγγρο-εβραίου μοντερνιστή αρχιτέκτονα και σχεδιαστή επίπλων Μαρσέλ Μπρόιερ (1902-1981) που είχε σπουδάσει και διδάξει στο Μπαουχάους και μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1937. Αντίγραφα των περίφημων μεταλλικών καθισμάτων του «Wassily Chair» (1926) και «Cesca chair» (1928), που απεικονίζεται στην ταινία, πουλιούνται ακόμα ως σήμερα, έναν αιώνα μετά. Ωστόσο, ο μπρουταλιστικός χαρακτήρας του Κοινοτικού Κέντρου της ταινίας θυμίζει κτίρια του Αμερικανοεβραίου εσθονικής καταγωγής αρχιτέκτονα Λούις Καν (1901-1974).
Στην εισαγωγή, η μετάβαση του Λάζλο από τη ρημαγμένη Ευρώπη στη γη της επαγγελίας, μεταφράζεται σε μια διαδρομή από το σκοτάδι προς το φως. Την πρώτη φορά που ο Λάζλο αντικρύζει το εμβληματικό Άγαλμα της Ελευθερίας είναι ανάποδα, με το άγαλμα να κρέμεται στο πάνω μέρος του κάδρου, υπονομεύοντας εξαρχής τις προσδοκίες του. Αυτή η ανάποδη απεικόνιση χαρακτήρισε και την αφίσα της ταινίας, δομημένη στους λοξούς άξονες της ρώσικης πρωτοπορίας. Ίδια σκηνοθετική στρατηγική επαναλαμβάνεται με τον ανεστραμμένο φωτεινό σταυρό, όταν αναζητούν τον εξαφανισμένο Χάρισον στα σκοτεινά υπόγεια της οικοδομής, μέσα από δέσμες φωτός των φακών, σαν σε εξερεύνηση αιγυπτιακών τάφων.
Η νεωτεριστική αισθητική υποστηρίζεται μέσα από συμμετρικά πλάνα. Σε γρήγορο κοφτό μοντάζ παρουσιάζεται η έναρξη της ανέγερσης της οικοδομής, με διαδοχικά πλάνα όπου ετοιμάζονται οι πρώτες ύλες, χάλυβας και τσιμέντο, αποθεώνοντας τη βιομηχανική ανάπτυξη. Ρυθμικό παράλληλο μοντάζ μπλέκεται με πλάνα του εορταστικού πικ νικ, πριν την καταιγίδα, προμηνύοντας δυσοίωνη έκβαση, με σκηνές όπου τα κοστοβόρα υλικά μεταφέρονται με τρένο και πλάνα με τον Λάζλο στη συναγωγή, δημιουργώντας απαράμιλλη αγωνία. Στα λατομεία της Καρράρα, κοντινά πλάνα των πρωταγωνιστών από πίσω, ανεβαίνοντας στο βουνό με πυκνή ομίχλη, όπως στο «Μια προσωπική ιστορία» (2017/αδερφοί Ταβιάνι), εναλλάσσονται με μακρινά στο μισοφαγωμένο τοπίο των λατομείων. Στο τέλος, η αισθητική επεξήγηση του αρχιτεκτονικού οράματος του Λάζλο συνδυάζει το τραύμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης, με τη δημιουργική υπέρβαση προς την ελευθερία, το Μπαουχάουζ, τον μπρουταλισμό και την εβραϊκότητα, συνοψίζοντας σε μια εξίσου αναποδογυρισμένη παραλλαγή της καβαφικής φράσης, πως «ο προορισμός μετράει και όχι το ταξίδι», πριν κλείσει η ταινία αισιόδοξα, με το ντίσκο-ποπ «One for you, one for me» (1978/La bionda). Η τραγική κομβική σκηνή της ταινίας προμηνύεται μέσα από τους στίχους του «You are my destiny» (Πολ Άνκα), στο πάρτι στο λατομείο, σε αγγλόφωνη διασκευή του 1960, από την Ιταλίδα ποπ τραγουδίστρια Μίνα. Η πρωτότυπη μουσική του Άγγλου Ντάνιελ Μπλούμπεργκ, με συνθέσεις για πιάνο και ορχήστρα χάλκινων πνευστών, κορυφώνεται ρυθμικά, όταν ο Λάζλο φτάνει Αμερική ή όταν ακούγεται ραδιοφωνικά η ίδρυση του Ισραήλ, ενώ σχεδιάζει έπιπλα μπαουχάουζ. Στιγμές υπερέντασης, όπως όταν ο πρωταγωνιστής ενδίδει στις εξαρτήσεις, εκφράζονται με φρι τζαζ, μεταφέροντας ηχητική σύγχυση, με αυτοσχεδιαστικά σόλο στο σαξόφωνο, τύπου Τσάρλι Πάρκερ, που υπήρξε επίσης ηρωινομανής. Τζαζ αυτοσχεδιασμοί συνδέονται με την μητροπολιτική Νέα Υόρκη, ενώ σόλο πιάνο επιλέγεται σε συναισθηματικές στιγμές.
Τα μεγάλα χρονικά άλματα προς το μέλλον, που ξετυλίγουν τα τραγικά σκαμπανεβάσματα του πρωταγωνιστή, γίνονται αντιληπτά μέσα από ραδιοφωνικές ανακοινώσεις συγκεκριμένων χρονολογικά γεγονότων. Ημερομηνία ορόσημο της έναρξης της ζωής του Λάζλο στην Αμερική αποτελεί η ανακοίνωση της αναγνώρισης του Κράτους του Ισραήλ από τα Ηνωμένα Έθνη, στις 29/11/1947, ενώ τα περισσότερα γεγονότα της ζωής του παρουσιάζονται πάντα Νοέμβρη, σαν ο χρόνος να προσμετράται με βάση το γεγονός ίδρυσης του ισραηλινού κράτους, αποδίδοντας στην ταινία προπαγανδιστικό χαρακτήρα. Αποκορύφωμα αποτελεί η σκηνή που η έγκυος Ζόφια, στην δέκατη επέτειο ίδρυσης του ισραηλινού κράτους, το 1958, αποφασίζουν με τον εβραίο σύζυγό της να «επαναπατριστούν» εκεί. Με την παραγωγή της ταινίας να καθυστερεί, λόγω της πανδημίας, η ολοκλήρωσή της συνέπεσε με την πρόσφατη γενοκτονία της Παλαιστίνης, μετά τα γεγονότα του Οκτώβρη 2023. Τέτοιες αναφορές αγγίζουν πλέον προκλητικό χαρακτήρα, ιδίως όταν δεν υπάρχουν σε ευρεία διανομή παλαιστινιακές ή αραβικές ταινίες που διαχειρίζονται αντίστοιχα φιλοαραβικές θέσεις.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
[email protected]