Σε επανέκδοση η θρυλική ταινία του Λυκ Μπεσόν
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Σε επανέκδοση, στην ολοκληρωμένη του μορφή (162΄), κυκλοφόρησε το Απέραντο Γαλάζιο (1988) του Λυκ Μπεσόν, που θεωρήθηκε ύμνος στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Με πρωταγωνιστές τον διακριτικό και ξεχασμένο πλέον Ζαν-Μαρκ Μπαρ αλλά και το διάσημο Γαλλομαροκινό Ζαν Ρενό, ηθοποιό φετίχ του σκηνοθέτη έκτοτε, αυτή η αγγλόφωνη ευρωπαϊκή ταινία, με χολιγουντιανό εμπορικό αντίκτυπο (10 εκατ. εισιτήρια), καθιέρωσε το αισθητικό στυλ του 58χρονου σήμερα Μπεσόν, σαγηνεύοντας με τις υποθαλάσσιες λήψεις σε Κυανή Ακτή, Σικελία, αλλά και στην Αμοργό, καθιστώντας το κυκλαδίτικο νησί έναν από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς, πέρα από το φράγμα της εγχώριας φήμης που του χάρισαν οι στίχοι του Ελύτη.
Το σενάριο βασίζεται στην ανταγωνιστική σχέση δυο υπαρκτών θρύλων της ελεύθερης κατάδυσης, του Γάλλου Ζακ Μαγιόλ (1927-2001) και του αιώνιου Ιταλού αντιπάλου του Έντζο Μαγιόρκα (1931-2016). Ο Μπεσόν, έχοντας παιδικές μνήμες από τους δύτες γονείς του σε τουριστικά θέρετρα Ελλάδας και Ιταλίας, αρχικά προοριζόταν για θαλάσσιος βιολόγος, από την εφηβεία όμως άρχισε τα προσχέδια για ένα σενάριο καταδύσεων, με την εμμονική κατάκτηση νέων ρεκόρ.
Μεγαλωμένοι μαζί στην Αμοργό του ’60, ο Έντζο και ο Ζακ ανταγωνίζονταν από πιτσιρίκια στο κράτημα της αναπνοής. Οι δρόμοι τους χωρίζουν, όταν ο Ζακ επιστρέφει στη Γαλλία, μετά τον πνιγμό του πατέρα του. Συναντιούνται μετά από είκοσι χρόνια, όταν ο Έντζο προσκαλεί τον Ζακ να αναμετρηθούν στη Σικελία, σε παγκόσμιο διαγωνισμό ελεύθερης κατάδυσης. Ο Έντζο (Ζαν Ρενό), βραβευμένος πρωταθλητής και δύτης σε επικίνδυνες ιδιωτικές αποστολές, εμφανίζεται γεροδεμένος με στρογγυλά γυαλάκια και τρανταχτό γέλιο, ενώ ο εσωστρεφής Ζακ (Ζαν-Μαρκ Μπαρ) ξεχωρίζει για την τεχνική άπνοιας που ανέπτυξε, στρέφοντας το αίμα στον εγκέφαλο, φαινόμενο που παρατηρείται σε φάλαινες και δελφίνια για ελαχιστοποίηση των καρδιακών παλμών σε μεγάλα βάθη. Η Τζοάνα (Ροζάνα Άρκετ), μια Αμερικανίδα υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρίας, συναντά τον Ζακ σε μια επιστημονική αποστολή στα χιονισμένα βουνά του Περού, σαγηνεύεται από τον απόκοσμο χαρακτήρα του και τον ακολουθεί στη Σικελία.
Από τα πρώτα πλάνα, το οπτικό πεδίο κατακλύζεται από την απέραντη θάλασσα, κινηματογραφημένη από ελικόπτερο, υπό τους ήχους της βραβευμένης με Σεζάρ επιβλητικής αναγνωρίσιμης πρωτότυπης μουσικής του Ερίκ Σερά (3 εκατ. αντίτυπα), σε μορφή συμφωνικής ηλεκτρονικής ουβερτούρας, όπου συνθεσάιζερ και σάμπλερ συνδυάζονται με φυσικά όργανα, αλλά και με τους χαλαρωτικούς ήχους δελφινιών και το ρυθμικό σόναρ υποβρυχίων, καθορίζοντας μια νιου-έιτζ μουσική ταυτότητα, που χαρακτήρισε την ταινία και την εποχή της.
Ο 57χρονος σήμερα Γάλλος κινηματογραφικός συνθέτης Ερίκ Σερά, αρχικά αυτοδίδακτος κιθαρίστας, βαθιά επηρεασμένος από τον Τζον Μακλάφλιν, συνέχισε με πιάνο, συνθεσάιζερ και ντραμς και έχει συνθέσει τη μουσική σε όλες σχεδόν τις ταινίες του Μπεσόν (Νικίτα/1990, Λεόν/1994, Πέμπτο Στοιχείο/ 1997). Αυτή η παραγωγική σύζευξη συνθέτη-σκηνοθέτη αποτελεί την κεντρική ιδέα της τάσης «κινηματογράφος του βλέμματος» στο γαλλικό σινεμά, κατά τη δεκαετία του ’80, με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τους Ζαν-Ζακ Μπενέξ και Λεός Καράξ, διακόπτοντας την τομή του κοινωνικού ρεύματος του σινεμά-βεριτέ, από το ’60. Με σκηνοθετικούς εντυπωσιασμούς, εξεζητημένες λήψεις και ατμοσφαιρικές μουσικές, αυτή η φαντασμαγορική κινηματογραφική στυλιστική εξέφρασε τη νέα εποχή ενός κοινωνικού συμβιβασμού, με την απενοχοποίηση του καταναλωτισμού.
Δίνοντας έμφαση στο σκηνοθετικό οπτικό στυλ, η αίσθηση της πλατιάς θάλασσας πετυχαίνεται με χρήση σινεμασκόπ και ευρυγώνιων φακών, ατενίζοντας μακρινούς ορίζοντες, χαρακτηριστικό των πιονέρων Χέρτζογκ και Βέντερς του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου, σε μια εύρωστη οικονομικά εποχή των κινηματογραφικών παραγωγών, που γέννησε ένα θεαματικό κοσμοπολίτικο σινεμά.
Στα χνάρια των τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ του Ζαν-Ζακ Κουστώ, στο Απέραντο Γαλάζιο χρησιμοποιήθηκε πανάκριβος εξοπλισμός για τις εντυπωσιακές υποβρύχιες λήψεις. Δημιουργώντας ρυθμό στο μοντάζ, με την εναλλαγή κοντινών πλάνων με τα πανοραμικά στα τουριστικά τοπία, ο Μπεσόν χρησιμοποιεί ως οπτικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο την αντίστροφη μέτρηση για την τελευταία βαθιά ανάσα, πριν τη βουτιά. Η επιφάνεια της θάλασσας λαμπυρίζει κάτω από τον ήλιο, σε πλάνα ιδωμένα από ψηλά, ενώ η κάθετη κατάδυση αποτυπώνεται υποβρυχίως, με τις φιγούρες να χάνονται, οδεύοντας στο σκοτεινό βυθό. Η σκηνή ανάδυσης του Ζακ σε αργή κίνηση, όταν καταρρίπτει το ρεκόρ, μοντάρεται με ταυτόχρονα εμβόλιμα πλάνα από τις γιορταστικές πιρουέτες δελφινιών στον αέρα, υποδηλώνοντας τη μεταφυσική διάσταση επικοινωνίας του δύτη μαζί τους. Στο εντυπωσιακό αποτέλεσμα συμβάλλει και ο επεξεργασμένος ηχητικός σχεδιασμός, που αποδίδει μοναδικά την απόλυτη σιωπή της ηχητικής μόνωσης του βυθού.
Μεταξύ νιου-έιτζ και φιούζον αισθητικής, στην ηλεκτρονική μουσική του Σερά ξεχωρίζουν ενορχηστρωτικά σόλο από άλτο σαξόφωνο, πιάνο και κιθάρα, σε στιγμές νοσταλγίας και αισθησιασμού, ενώ η χρήση ηχοχρώματος παραδοσιακού πνευστού, στις σκηνές στο Περού, εντείνει τη φολκλόρ μουσική τυποποίηση. Στο οικογενειακό γλέντι του Έντζο, η μαυροντυμένη Σιτσιλιάνα μητέρα του μαγειρεύει αχνιστή μακαρονάδα, ενώ ακούγεται ρυθμική κιθάρα. Εκτός από τα σπαγγέτι με θαλασσινά, το ιταλικό φολκλόρ υποδηλώνει και η μελωδική παιχνιδιάρικη ταραντέλα, στα γραφικά σοκάκια της Ταορμίνα. Στα ασπρόμαυρα πλάνα της Αμοργού, στην εισαγωγή, εντυπωσιάζει το έντονο κοντράστ που αποδίδει την χαρακτηριστική απέριττη γραμμή της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής, με τα κατάλευκα σπίτια. Τα φαρδιά ριχτά πλεκτά των πρωταγωνιστών τονίζουν τα νησιώτικα μελτέμια. Σπορτίφ αισθητική δίνουν ενδυματολογικά και οι στολές καταδύσεων, με έντονα χρώματα, τροφοδοτώντας τον φετιχισμό του αναδυόμενου νεοπλουτισμού.
Η γοητεία του εντυπωσιακού σκηνοθετικού στυλ του Μπεσόν βρήκε οπαδούς και στην Ελλάδα, επηρεάζοντας σκηνοθέτες όπως η Λουκία Ρικάκη (Κουαρτέτο σε τέσσερεις κινήσεις/1994) και Μενέλαος Καραμαγγιώλης, σε ένα ρεύμα-αντίδραση σε μια εποχή φορτωμένη με πολιτικά υπονοούμενα.
Παραμένει ωστόσο μια από τις ταινίες που κανείς βλέπει και ξαναβλέπει με την ίδια λαχτάρα.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου ifigenia.kalantzi@gmail.com