του Βασίλη Ξυδιά
Συνεχίζω από εκεί που είχα μείνει στο προηγούμενο κείμενό μου, Κινήματα: από την αντίσταση στη χειραφέτηση (ΔτΑ 29/5/2016). Όπου έλεγα πως ένα από τα πλέον κρίσιμα ερωτήματα της περιόδου είναι αυτό που θέτει ο τίτλος: το πώς θα περάσουμε ως κοινωνία και ως αντιμνημονιακό πολιτικό κίνημα από την αντίσταση στη χειραφέτηση.
Και υποστήριζα ότι για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να δούμε με άλλον τρόπο την έννοια του κοινωνικού κινήματος (πέρα από τον κρατικιστικό διεκδικητισμό και τον απολιτίκ εναλλακτισμό) σε απόλυτη συνύφανση με τον γενικό πολιτικό αγώνα. Έχουμε ανάγκη, έλεγα, «από στιβαρά κινήματα καθολικής κοινωνικής, οικονομικής και διοικητικής ανασυγκρότησης. Που σημαίνει ανάληψη από την ίδια την κοινωνία της ευθύνης κρίσιμων κοινωνικών, οικονομικών και διοικητικών λειτουργιών, πλαγιοκοπώντας με κάθε δυνατό τρόπο -απ’ έξω κι από μέσα- τις υφιστάμενες σήμερα δομές, είτε αυτές είναι του κράτους, είτε της κυρίαρχης αγοράς».
Αυτό, ούτε λίγο-ούτε πολύ, σημαίνει την επανεφεύρεση της πολιτικής με όρους τελείως διαφορετικούς απ’ τους ήδη γνωστούς. Κατ’ αρχάς πρέπει να εγκαταλείψουμε τελείως την κλασική ιδέα της «πίεσης». Διότι, όπως είναι προφανές, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να υποχωρήσει στην εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων επειδή θα πιεστεί από την οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα, όσο ισχυρή κι αν είναι η πίεση. Αντ’ αυτού θα πρέπει να επεξεργαστούμε μορφές θετικών εναλλακτικών παρεμβάσεων που θα καθιστούν επιλύσιμα τα προβλήματα του κόσμου σε άλλη κατεύθυνση απ’ αυτήν που θέλει να επιβάλει το πολιτικό σύστημα. Να φέρουμε τη λογική των εναλλακτικών κινημάτων από το περιθώριο στο κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Το τέλος του γνωστού συνδικαλισμού
Στην προοπτική αυτή δεν έχουν κανένα νόημα οι κλασικές διεκδικητικές απεργίες. Ούτε στη «δεξιά» τους εκδοχή -σαν τουφεκιές στον αέρα για να σώζεται η χαμένη τιμή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Ούτε όμως και στην «αριστερή» τους εκδοχή- σαν γενική έφοδος απελπισίας «όλα για όλα». Το βλέπουμε στις διάφορες αγωνιστικές περατζάδες, συνάξεις κλπ, κάθε φορά που είναι να ψηφιστεί κάτι. Κι ακόμα πιο πολύ το είδαμε με τρόπο οδυνηρό στους αγρότες, που παρά την εντυπωσιακή τους αυθεντική κινητοποίηση, βρέθηκαν τελικά ανοχύρωτοι απέναντι στην πλεκτάνη του ΚΚΕ και της παραδοσιακής τους συνδικαλιστικής ηγεσίας. Και το είδαμε και στους δικηγόρους, που τόσο άδικα σπατάλησαν τις κοινωνικές τους αντοχές με την αδιέξοδη και αναποτελεσματική αποχή διαρκείας.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, των αγροτών και των δικηγόρων, το κρίσιμο λάθος συνοψίζεται στην ιδέα της «πίεσης». Στη λαθεμένη αντίληψη ότι η απεργία «πιέζει» με κάποιον τρόπο την κυβέρνηση, ή ακόμα χειρότερα, ότι «πιέζει» την κοινωνία, που είτε με τη σειρά της θα «πιέσει» την κυβέρνηση, είτε θα ξεσηκωθεί υπέρ των απεργών, είτε δεν ξέρω τι άλλο.
Εδώ το λάθος δεν είναι απλώς λάθος εκτίμησης. Είναι το βαθύτερο αδιέξοδο μιας ολόκληρης αριστερής προσέγγισης της πολιτικής και του συνδικαλισμού που χαρακτήρισε το σύνολο σχεδόν της μεταπολιτευτικής αριστεράς. Και αν, εν πάση περιπτώσει, στις προηγούμενες δεκαετίες η προσέγγιση αυτή είχε μια κάποια λειτουργικότητα -καλή ή κακή δεν το εξετάζω- στο πλαίσιο είτε μιας ρεφορμιστικής είτε μιας βερμπαλιστικής αριστερίστικης συνδικαλιστικής πράξης. Σήμερα, όμως, που έχει καταρρεύσει το μεταπολιτευτικό κοινωνικό συμβόλαιο, η προσέγγιση αυτή δεν έχει καμία απολύτως έννοια. Είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου.
Ένας άλλος τρόπος για να ζήσουμε
Ποιο είναι το κοινό σημείο που ταυτίζονται ο ρεφορμισμός με τον βερμπαλιστικό αριστερισμό; Είναι η αποδοχή της ηγεμονίας του αντιπάλου. Και ως εκ τούτου η de facto αναγόρευσή του σ’ αυτόν που θα όφειλε να λύσει το πρόβλημα· το όποιο πρόβλημα. Εδώ η πρακτική αντίσταση ενισχύει την ιδεολογική ηγεμονία του αντιπάλου, σύμφωνα και με την περίφημη φράση του François Andrieux στα γεγονότα που ακολούθησαν τη 18η Μπρυμαίρ του Ναπολέοντα Βοναπάρτη: «Δεν μπορεί κανείς να στηριχτεί παρά σ’ αυτό που αντιστέκεται» («Οn ne s’appuie que sur ce qui résiste», ελέχθη περί από το 1802).
Ίσως να μην ήταν έτσι αν η κατάσταση δεν ήταν τόσο κρίσιμη. Αν δεν βρισκόμασταν στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην κατάρρευση του προηγούμενου κοινωνικού συμβολαίου και στην ανάδυση ενός νέου καθεστώτος ηγεμονίας. Το οποίο, όπως έλεγε ο Κώστας Λιβιεράτος σ’ ένα πρόσφατο φύλλο του Δρόμου, «δεν παίζεται στις θέσεις, τα προγράμματα και τα οργανωτικά σχήματα», αλλά στην «πράξη». Στις «συμπεριφορές και τις συνήθειες» που το σύστημα υποβάλλει, «τα αισθήματα που μορφοποιεί, τις επιθυμίες που διοχετεύει και τις δυνατότητες που αποκλείει, πολύ πριν περάσει στο επίπεδο «των ιδεών» (Χάνοντας την ηγεμονία, ΔτΑ 4/6/2016).
Με τον τρόπο που ενεργούμε σήμερα φαίνεται σαν τα δυο ζητούμενα, η ανατροπή του πολιτικού συστήματος και το «να ζήσουμε», δεν μπορούν να ικανοποιηθούν και τα δύο μαζί. Χάνουμε έτσι, μέρα με τη μέρα, την ιστορική ευκαιρία της ηγεμονίας. Της ηγεμονίας όχι υπό την έννοια της ισχύος επί των άλλων, αλλά υπό την έννοια της αυτοκυριαρχίας-της ενεργού υποστασιοποίησης μιας άλλης, εναλλακτικής δυνατότητας σε σχέση με τις πρακτικές διεξόδους ζωής που αφήνει το σύστημα στους ηττημένους.
Εδώ ακριβώς έρχεται η ανάγκη των κοινωνικών κινημάτων, όχι μόνο για να πλήξουν τον αντίπαλο -το πολιτικό σύστημα- αλλά για να διεκδικήσουν την ηγεμονία στην καθημερινότητα. Να δείξουν στον λαό -στον εαυτό μας και στους γύρω μας- ότι ένας άλλος τρόπος για να ζήσουμε είναι εφικτός. Δύσκολος, με κόστος, αλλά εφικτός. Ένας άλλος τρόπος, που δεν είναι οραματικές συλλογικότητες, σοσιαλιστικά μοντέλα, προοδευτικές αξίες κ.λπ. Αλλά το να σταθούμε κάπως έναντι των κρίσιμων προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε, χωρίς να δεχθούμε ως οριστική την καθημερινότητα όπως μας την έχει ετοιμάσει το πολιτικό σύστημα. Χωρίς δηλαδή να αποδεχόμαστε ως τετελεσμένα τα χρέη που μας καταλογίζουν, την αρπαγή της περιουσίας μας, ιδιωτικής ή δημόσιας, την οικονομική και κοινωνική μας καταστροφή, την αυτοεγκατάλειψη στο μοιραίο.
Αν απ’ αυτό προκύψει κάτι το συλλογικό, κάτι που συνδέεται με τα οράματα της Αριστεράς, την αυτοδιαχείριση, την άμεση δημοκρατία κ.λπ., ακόμα καλύτερα. Αλλά το σημαντικό είναι ο εναλλακτικός αυτός τρόπος να προκύπτει μέσα από την ανάγκη της ίδιας της ζωής και για χάρη της ζωής, και όχι από άνωθεν ηθικούς ή ιδεολογικούς κώδικες.
Ξεκινώντας από την πολιτική ανυπακοή
Πολλοί μπορεί να αναρωτηθούν αν τα παραπάνω είναι εφικτά με τους σημερινούς συσχετισμούς. Είπα ήδη ότι δεν είναι θέμα ισχύος. Άρα δεν είναι θέμα συσχετισμών, ούτε άμυνας και επίθεσης. Είναι κατ’ αρχήν θέμα στάσης: μιας στάσης χειραφετητικής, που θα μπορούσε και με τους χειρότερους συσχετισμούς να πάρει τη μορφή ενός κινήματος πολιτικής ανυπακοής.
Δηλαδή, ενός κινήματος που θεμελιώνεται σε μια θετική εναλλακτική διέξοδο σε σχέση με το εκάστοτε πρόβλημα, και που η όποια αντιστασιακή ή άλλη κινηματική δράση αποσκοπεί στην ανάδειξη και τελικώς στην έμπρακτη επιβολή αυτής της εναλλακτικής διεξόδου. Ξεκινώντας όχι με προϋπόθεση ντε και καλά τη γενική πολιτική ανατροπή, αλλά εδώ και τώρα, έστω και αν αυτό δεν φαίνεται εφικτό από άποψη ισχύος.
Υπό την έννοια αυτή θα έπρεπε να συγκροτηθούν κινήματα πολιτικής ανυπακοής σε διάφορους τομείς. Π.χ. στο ζήτημα των φόρων. Φαντάζεστε ένα πανεθνικό κίνημα φορολογικής ανυπακοής, που θα υποστηριζόταν από ένα δίκτυο φοροτεχνικών και που θα κατέληγε στην ανάληψη προσωπικών ρίσκων και προσωπικής ευθύνης από τον καθένα και την καθεμία εξ ημών; Και που, ανάλογα με την εξέλιξη των συσχετισμών, θα μπορούσε να φτάσει να περιλάβει και τους εργαζόμενους στις ΔΟΥ;
Διάλεξα επίτηδες το πιο προκλητικό παράδειγμα. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ανάλογα κινήματα για την κοινωνική αλληλεγγύη και τα εναλλακτικά ιατρεία, τα κόκκινα δάνεια και την υφαρπαγή των σπιτιών, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, την παραγωγική ανασυγκρότηση κ.λπ. Επιφυλάσσομαι να τα ξαναπούμε σε επόμενο άρθρο.