της Αφροδίτης Κατσαδούρη*

 Ο κόσμος συρρέει να δει και να ακούσει τον Καζαντζίδη. Ασχέτως αν η ταινία ήταν καλή –που είναι, αυτό που ένιωσα είναι η αδήριτη ανάγκη του κόσμου να αναβιώσει, να αναθυμηθεί και να ξανά τραγουδήσει τον μεγαλύτερο ερμηνευτή που έβγαλε ποτέ αυτή η μικρή χώρα. Η φυσική ανάγκη των ανθρώπων δηλαδή, να επιστρέψουν στις απαρχές της επί–ζώσας μνήμης, σκαλίζοντας, όπως μπορούν και με όσα μέσα διαθέτουν, τον χωροχρόνο μιας νοσταλγίας που αυτή τη φορά επικεντρώνεται περισσότερο στο δεύτερο συνθετικό της, διότι το παρόν της στερείται έντασης, καθάριας λαϊκής έκφρασης, γνησιότητας, και σίγουρων συναισθηματικών καταφυγίων.

ΦΟΒΟYΝΤΑΙ οι άνθρωποι να ομολογήσουν ότι τους αρέσει το λαϊκό τραγούδι, μην τους μαλώσουν οι έντεχνοι, οι ροκάδες, οι χέβι μεταλάδες. Η ενοχοποίηση της λαϊκότητας στη μεταμοντέρνα εποχή πουλάει σαν τους δίσκους του Καζαντζίδη. Πολλές φορές πιστεύω ότι το μίσος για καθετί λαϊκό είναι ένας, ανακλαστικός και εσωτερικευμένος θυμός για όσα δεινά κατατρέχουν τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα συλλήβδην. Η φτώχεια, η δυσκολία της οδύνης, η κοινωνική αδικία, το μεροκάματο, η ξενιτιά, η μετανάστευση, η ατελεύτητη βιοπάλη, συνθέτουν ένα αχθοφόρο πεδίο συντριβής το οποίο δεν το σηκώνει εύκολα το «δυναμό» του καθενός. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελούν τη γενεσιουργό και ισχυρή βάση εννοημάτωσης μας με τον κόσμο μας, αυτόν που αποτελεί και υπενθυμίζει την καταγωγική μας βάση αλλά και τη στέρεη πηγή της έμπνευσής μας, αφού όσα μοχλεύονται στα σπλάχνα των απόκληρων και των «φτωχοδιάβολων» είναι τελικά εκείνα που θα εμπνεύσουν τον δημιουργό-καλλιτέχνη, δίνοντας παράλληλα φωνή και στον επίσης καταπιεσμένο ακροατή/αναγνώστη.

Στη σκαλωσιά των βιωματικών μας καταγραφών, και η λέξη σκαλωσιά εδώ χρησιμοποιείται σκόπιμα, η πρώτη πίστα ασύνειδης εγγραφής εικόνων, συναισθημάτων και οικείων περιγραφών εμπεριέχεται σε αυτό που ονομάζουμε «λαϊκό στοιχείο». Το λαϊκό στοιχείο, η απορρέουσα «λαϊκότητα», καθετί προερχόμενο από τον λαό που κατά κανόνα εκπροσωπείται από τα φτωχά κοινωνικά στρώματα αλλά γεμίζει επάξια το πορτοφόλι της μνήμης –αφού πλουτίζει με τα χαρτονομίσματα των μηχανισμών ανάκλησής της–, χαρακτηρίζεται από μια αδιάβλητη γνησιότητα των ανθρώπων του μόχθου, του μεροκάματου, της αλάνας, των ξεχασμένων από τον θεό «φτωχοδιαβόλων». Και η «τροφός – λαϊκότητα», πιστή ακόλουθη των λυγμικών παθών που καταδυναστεύουν το τομάρι μας από τα πρώτα αθώα χρόνια σχηματισμού της μνήμης μέχρι την ενηλικίωση και την ενσύνειδη πια καταγραφή της, συνέχει όλα τα είδη των κοινωνικών συναλλαγών μας. Η αυθεντικότητα, η γνησιότητα, τιμιότητα, η ειλικρίνεια, το ανεπιτήδευτο της έκφρασης, αξίες και αρχές ενός άγραφου ηθικού κώδικα γίνονται οι πρώτες ύλες των αναμνήσεων μας για να αποτελέσουν στη συνέχεια το ένζυμο υλικό με το οποίο χτίζουμε, κατανοούμε, γνωρίζουμε, χαιρόμαστε και θρηνούμε τον κόσμο γύρω μας.

Το λαϊκό στοιχείο, η απορρέουσα «λαϊκότητα», καθετί προερχόμενο από τον λαό που κατά κανόνα εκπροσωπείται από τα φτωχά κοινωνικά στρώματα αλλά γεμίζει επάξια το πορτοφόλι της μνήμης –αφού πλουτίζει με τα χαρτονομίσματα των μηχανισμών ανάκλησής της–, χαρακτηρίζεται από μια αδιάβλητη γνησιότητα των ανθρώπων του μόχθου, του μεροκάματου, της αλάνας, των ξεχασμένων από τον θεό «φτωχοδιαβόλων»

ΑΠO ΑΥΤH παίρνει τη σκυτάλη το λαϊκό τραγούδι και γίνεται η μήτρα ανάμειξης της πίκρας, του καημού, του αψύ και μερακλωμένου σκοπού, της ελπίδας που δεν εκριζώνεται, μια αφτιασίδωτη πυριτιδαποθήκη των βασάνων μας, ερωτικών και μη, ενός κοινωνικού αλλά και αγαπητικού νταλκά χωρίς οξυζενέ στις υπάρχουσες πληγές μας, και συνθέτει, τελικά, ένα ανθρώπινο εγχειρίδιο ιστορίας εμποτισμένο με ατόφιες γνώσεις κοινωνικής ανθρωπολογίας χωρίς καθωσπρεπίστικους ηθικισμούς και έμμετρες διαμεσολαβήσεις.

Η χυμώδης «ανεξιγλωσσία» του λαϊκού στίχου, που έγραφε κάποτε ο Καρούζος αναφερόμενος στον μεγάλο στιχουργό Κώστα Βίρβο, οι γλωσσικές αντισυμβατικότητές του, τα γενναία και παράνομά του λεκτικά ατοπήματα, οι εκφραστικές του αντι–νόρμες, τα ευθύβολα νόηματά του, οι γοητευτικότατες παρετυμολογίες του –που αρνούνται να διορθωθούν, οι αγριωπές γραμματικές του, όλο αυτό, τέλος πάντων, το καθάριο πουγκί γνησιότητας και ανεπιτήδευτης γλωσσικής έκφρασης, συνιστούν το ιδιότυπο ποιητικό του μεγαλείο.

Αυτό (και άλλα πολλά) θα καταγράψει με αξιοθαύμαστη μαεστρία στο «Υπάρχω» ο αγρινιώτης στιχουργός Πυθαγόρας Παπασταματίου και θα ερμηνεύσει με υπερχειλίζον πάθος, για να μείνει στο πάνθεον της ελληνικής δισκογραφίας, ο Στέλιος Καζαντζίδης. Το «Υπάρχω» ίσως να είναι το ομορφότερο τραγούδι του κόσμου. Ένας εσωτερικός και κραδασμικός θούριος που συνταράσσει στο άκουσμά του, καταργώντας –ατέχνως και εντέχνως– τις όποιες προσπάθειες για μουσικούς διαχωρισμούς και ταξικές διαφοροποιήσεις. Μια κατακλυσμιαία σύνθεση και ερμηνεία που όμοιά της δεν έχει διαπεράσει το ανθρώπινο εκκρεμές. Ένα σπινθηροβόλο «slow rock» μπουζουκιού, όπως το χαρακτήρισε κάποτε ο Νικολόπουλος, το οποίο εισέρχεται τόσο δυναμικά στον ψυχισμό σου εξαιτίας της αποθεωτικής ερμηνείας από τον Καζαντζίδη και δεν θα ξεχάσεις ποτέ, γιατί η ουλή που σου έχει δημιουργήσει θα γίνεται πάντα η αφορμή να θυμηθείς την ιστορία του.

Νιώθω εδώ την ανάγκη να σταθώ στο συμβολικό του και υπαρξιακό επίπεδο στο οποίο ελάχιστοι στέκονται και έχουν διάθεση να αναλύσουν. Η παρλάτα του ίδιου του Καζαντζίδη στην αρχή του δίσκου εξηγεί τους λόγους για τους οποίους γράφτηκε το τραγούδι, όπως επίσης και μια μικρή αναφορά στην ταινία. Και οι λόγοι, που –εύσυνοπτα– αφορούν την οριστική αποχώρησή του από τη νύχτα και τα λογής αρπακτικά της, αλλά και την αδήριτη επανοικειοποίηση του τραγουδιστή με τον κόσμο που τον ανέδειξε, την αδιάβλητη σχέση δηλαδή του καλλιτέχνη με το κοινό του μακριά από τις διαμεσολαβήσεις δισκογραφικών, νυχτερινών κεντρών, μαναντζαρέων, κλπ, είναι που μεγαλύνουν τη σπουδαιότητα του τραγουδιού αυτού.

ΑΣ ΕΠΙMEΝΟΥΝ κάποιοι να τον αποκαλούνε «κλάψα». Ο Στέλιος, το παιδί του πρόσφυγα, ο γιος του εαμίτη, ο μεροκαματιάρης, ο ορφανός από πατέρα, ο πολιτικός εξόριστος στη Μακρόνησο, εκείνος που γνώρισε τη νύχτα και αγάπησε τη ψαρόβαρκά του, εκείνος που δεν ξέχασε ποτέ τις μικρογειτονιές και τους λασποδρόμους της Νέας Ιωνίας, αυτός που ύψωσε το ανάστημά του και απαρνήθηκε τα κέρδη των εταιρειών, αυτός που πάλεψε και διεκδίκησε τις δικαιότερες εκ των αμοιβών για τους μουσικούς, ο λαϊκός θρύλος με τη συθέμελη φωνή, που αντηχεί στεντόρεια μέσα από τις κινηματογραφικές αίθουσες της πόλης, συνεχίζει να υπάρχει αλώβητος· εμείς, άλλωστε, σε αντίθεση με τους επικριτές του, μνημονεύουμε υπερήφανοι τη λαϊκή μας καταγωγή και βαδίζουμε σε δρόμους πολύ χωριστούς.

* Η Αφροδίτη Κατσαδούρη είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Η τελευταία της ποιητική συλλογή έχει τον τίτλο «Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι», εκδόσεις Έναστρον, και μπορείτε να τη βρείτε σε κεντρικά βιβλιοπωλεία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!