Εργαζόμενοι στις υπηρεσίες αντιμετώπισης των εξαρτήσεων. Του Νίκου Λάιου

Το ζήτημα της αλλαγής καταλαμβάνει το κέντρο της δουλειάς μας με «αποδέκτες υπηρεσιών», στις δομές αντιμετώπισης της εξάρτησης. Γιατί τo δυσκόλεμα με τις αλλαγές συνδέεται με εμπλοκές στη δημιουργικότητα, την ανάπτυξη, την (αυτο-) κριτική, τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου, τη συμβολοποίηση, την κοινωνικοποίηση, τη συγκρότηση ταυτότητας του ανθρώπου. Οι παράμετροι αυτές είναι κρίσιμες για τη δουλειά μας με θεραπευόμενους και εκπαιδευόμενους.   
Κι ωστόσο, στον ίδιο χώρο δουλειάς «τρυπώνει» μια δική μας άρνηση για κείνες τις βαθιές αλλαγές που «απειλούν» ν’ απεξαρτήσουν εμάς τους ίδιους και τις υπηρεσίες μας από ό,τι φθάρθηκε και γίνεται εμπόδιο στην ανάπτυξη του έργου μας. Εμπόδιο στο συνταίριασμά του με τις κοινωνικές συνθήκες, αλλά και με τα προσωπικά οράματά μας, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια «χωρούσαν» στο πλαίσιο της δουλειάς μας. Η άρνηση αυτή εκδηλώνεται καθημερινά. Με ευθείες ή πλάγιες σχέσεις πατρωνίας/πελατείας, με μια στάση αναμονής, ανάθεσης και μετάθεσης ευθυνών (προς την εργοδοσία, τη διοίκηση του συνδικάτου, «το κόμμα»-κάθε λογής σωτήρα), με «φυγή στην επιστημοσύνη», με σταδιακή απομάκρυνση απ’ τη ζωντανή κοινότητα, που υποτίθεται ότι υπηρετούμε.
Αν ο συλλογισμός δεν στέκει, το άρθρο τελειώνει εδώ για κάποιους.
Αν όμως ο συλλογισμός κάτι μάς λέει, τότε προκύπτουν ερωτήματα, όπως: Στη στενωπό των περιορισμένων οικονομικών μέσων, τα υπόλοιπα μέσα μας –που τα παινευόμαστε– δείχνονται ικανοποιητικά για να πετύχουμε τον σκοπό της προσφοράς μας στην κοινωνία; Διευκολύνουν και προωθούν ή δυσκολεύουν κι απομακρύνουν; Μπορούμε να τα συντηρήσουμε; αξίζει να τα ανατρέψουμε, αντικαθιστώντας τα με κάτι καινούργιο;
Βλέποντας έτσι το πράγμα, στην αντιμετώπιση της εξάρτησης το πρόβλημα του χάσματος μεταξύ μέσων και σκοπών γίνεται όψη του προβλήματος της απόστασης μεταξύ «ειδικών» και κοινότητας. Έτσι, η αλλαγή παύει να είναι «θεματική ενότητα», «αντικείμενο συνεδρίας». Γίνεται επίκεντρο ενός ζητούμενου Τ(ρ)όπου Σχέσης, όχι τεχνικά και κατ’ επάγγελμα («θεραπευτική σχέση», «ολομέλεια ομάδας» κ.ο.κ.), αλλά υπαρξιακά και καθολικά.
Το ταμπούρωμα πίσω από έναν σωρό παλιών υλικών αντίληψης και συμπεριφοράς, στην καλύτερη περίπτωση κατασκευάζει ένα «παρατηρητήριο» των πραχτικών αλλαγών στην κοινωνία – στα μέλη της, στις μεταξύ τους σχέσεις. Λίγο απασχολεί την κοινωνία αν το «παρατηρητήριο» στελεχώνεται από άγρυπνους φύλακες ή αν στα λάβαρά του ανεμίζονται «βαθυστόχαστα»/«επιστημονικά»/«σωστά» συνθήματα. Κι αυτό που θα περίμενε κανείς να απασχολεί εμάς είναι ότι, παραμένοντας «στη βίγλα», οι ίδιοι αναιρούμε τη χρεία ύπαρξης των υπηρεσιών μας, όσον αφορά τη ζωντανή κοινωνία.

Το ταμπούρωμα σε «αυτό που έχω»
Η άποψη του άρθρου είναι ότι οι οικονομικές πολιτικές συντριβής των κοινωνικών υπηρεσιών εφαρμόζονται τόσο πιο ανώδυνα όσο πιο εύκολα οι «ειδικοί» συμπληρώνουμε ηθικά και αξιακά αυτήν τη συνθήκη της καταστροφής. Αυτό γίνεται με το να βάζουμε τη φαντασιακή αυτοσυντήρησή μας ως «ειδικοί» σε δομές «με ονομασία προέλευσης», πάνω απ’ τις πραγματικές αλλαγές που συγκλονίζουν ολόκληρη την κοινωνία – γι’ αυτό κι εμάς, τους χώρους και τα επιστημονικά μοντέλα δουλειάς μας. Δεν υιοθετούμε εδώ μια στάση «υπεράνω». Αντίθετα, θέλουμε να δείξουμε πως το δίχτυ, όπου όλοι μ’ αγωνία παλεύουμε πιασμένοι, δεν ξηλώνεται με ακαδημαϊσμούς. Παραπέρα, ότι δεν απομακρύνονται οι πολιτικές διάλυσης των υπηρεσιών αντιμετώπισης της εξάρτησης με το να συσπειρωνόμαστε γύρω από «αυτό που έχουμε». Ότι ίσα-ίσα απ’ αυτό το τελευταίο τρέφονται, πάνω του στήνονται εκβιασμοί «αργού θανάτου».
Η αντίληψη «κρατάω αυτό που έχω» δουλεύει εγκάρσια, διαπερνά ψυχικά «δεξιούς», «αριστερούς», «κεντρώους» [sic] – προσθέστε ό,τι θέλετε στο ιδεολογικό φάσμα. Είναι πτυσσόμενη, γονατίζει σε ένδειξη «ευθύνης και ρεαλισμού», με την ίδια άνεση που μ’ έναν διανοητικό πήδο φτάνει στα δυσθεώρητα ύψη του «επανάσταση ή τίποτα». Είναι θολή, εκφράζει σύγχυση και άρνηση, αφού σ’ όλες τις εκδοχές της σημαίνει «δεν θέλω ν’ αλλάξω, ελπίζω να μην αλλάξουν κι οι συνθήκες μπας και τη βγάλω». Άρα, όποιο φαντεζί κουρέλι κι αν ρίχνει πάνω της, είναι μεταφυσική. Γιατί ό,τι γεννιέται, αναπότρεπτα πεθαίνει, για ν’ αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Και στ’ αναμεταξύ αλλάζει. Αυτή είναι η μόνη «σταθερά» στη διαρκή κίνηση των πάντων. Ας το ξανασκεφτούμε, λοιπόν, όσοι φαντασιωνόμαστε πως τα Κέντρα Πρόληψης, το ΚΕΘΕΑ, το 18Άνω, ο ΟΚΑΝΑ υπάρχουν από αρχαιοτάτων χρόνων και πρέπει να υπάρχουν μέχρι να σβήσει το ηλιακό μας σύστημα απ’ το σύμπαν.
Βάζουμε έτσι το ζήτημα, «προβοκατόρικα», στην καρδιά του, για να υπογραμμίσουμε ότι δεν είναι σοβαρή στάση να θέλουμε να γραπωνόμαστε από «αυτό που έχουμε». «Αυτό που έχουμε» ως εργαζόμενοι σε δομές αντιμετώπισης της εξάρτησης αλλάζει κάθε στιγμή. Ραγδαία και προς το χειρότερο, στις μέρες μας. Με ρήγματα ενδιάμεσα που τα προκαλούν οι κορυφώσεις της λαϊκής κίνησης, ανακόπτοντας την «κανονικότητα» της πορείας των πραγμάτων προς την πλήρη διάλυση. Και, όχι λοιπόν, δεν την ανακόπτουν τα αφεντικά μας κι οι πάτρωνες κάθε λογής μ’ όλα τα λόμπι τους για διατήρηση των προνομίων τους, όπως αυτή περνά απ’ τη διασωλήνωση των ετοιμοθάνατων δομών μας. Αυτών που «α, είναι καλύτερες, όμως, απ’ τις άλλες»… Παρηγοριές στον άρρωστο…

Σύνθεση της αντίθεσης «κρατάω/αφήνω»
Καθεμιά απ’ τις κρίσιμες αλλαγές προς όφελος του λαϊκού συλλογικού υποκειμένου -και μονάχα αυτές- έχουν αντανακλαστεί ενισχυτικά, απελευθερωτικά στη δουλειά μας. Κι όταν ο λαϊκός παράγοντας βρίσκεται σε υποχώρηση στον πολιτικό στίβο, τότε γινόμαστε σκιές με επιστημονική κατάρτιση στον χώρο δουλειάς μας. Αυτό βιώνεται, η διαπίστωσή του δεν είναι ζήτημα φιλοσοφίας, αλλά ειλικρίνειας.
Με το διπλό ρόλο μας (κοινωνικά υποκείμενα, εργαζόμενοι σε δομές κοινωνικής πρόνοιας), συμμετέχουμε και στις δυο αντιθετικές δέσμες κινήσεων: σ’ αυτήν που υποδουλώνει και σ’ αυτήν που χειραφετεί. Άσχετα αν ενεργητικά ή παθητικά, συνειδητά ή ασυνείδητα. Το «κλειδί» είναι πως η επικράτηση της μιας ή της άλλης κατεύθυνσης, στη μεταξύ τους διαπάλη, δεν είναι ζήτημα αφηρημένο, θεωρητικό. Αντίθετα, είναι συνάρτηση και της δικής μας απόφασης για ενεργό, συνειδητή, στοχευμένη συμμετοχή στις αλλαγές, που «με το τσουβάλι» συμβαίνουν, ειδικά στις μέρες μας. Τέτοια ενσυνείδητη συμμετοχή σημαίνει παύω να νομίζω τον εαυτό μου «φύλακα στη βίγλα», σημαίνει ξεταμπούρωμα κι απόφαση ν’ αλλάξω ο ίδιος θεληματικά, για να έχω λόγο στην κίνηση που, έτσι κι αλλιώς, εκτυλίσσεται μέσα μου και γύρω μου. Κι αυτό -το ξέρουμε οι «ειδικοί»- εύκολα λέγεται, δύσκολα γίνεται.
Το ίδιο ισχύει για τις δομές αντιμετώπισης της εξάρτησης, ως πλαίσια. Αν οι εργαζόμενοι δεν φροντίσουμε τη ριζική αλλαγή τους, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες των λαϊκών στρωμάτων και με την ουσιαστική συμμετοχή τους, τότε θα συνεχίσουν ν’ αλλάζουν στα χέρια των ξεθεμελιωτών της κοινωνίας. Τέτοια χέρια θα δώσουν και τη χαριστική βολή στις ετοιμοθάνατες δομές μας, αν εμείς δεν αναζητήσουμε με τι θέλουμε να τις αντικαταστήσουμε κι αν δεν διεκδικήσουμε αυτό το καινούργιο – για την κοινωνία, με την κοινωνία. Διαφορετικά, θα συνεχίσουν ν’ αλλάζουν- για τους δανειστές, με κάθε διοίκηση και με κάθε κυβέρνηση.
Μα, σαν χοντρό παιχνίδι δεν πάει ν’ ανοίξει ένα άρθρο σ’ εφημερίδα; Όχι δα. Παίζεται ήδη τέτοιο στην καθημερινότητά μας. Θέλετε, το λέμε κι αλλιώς: Τέρμα τα μικρούτσικα παιχνιδάκια. Τα «σιγά μη βγάλω εγώ το φίδι απ’ την τρύπα». Αλλά κι εκείνα εκεί τα «ή ταν ή επί τας», που δεν είναι παρά χαραγμένα σε καραμελίτσες μαζί με την ένδειξη «πιπίλησε μία πριν και μία μετά από κάθε γαργάρα».
Δεν υπάρχει πιο φριχτός Τ(ρ)όπος από ένα παγωμένο Τώρα, ξάπλα στο φέρετρο «αυτού που έχουμε». Ή θα αποτελειώσουμε εμείς «αυτό που έχουμε», κρατώντας μόνο ό,τι ακόμα αξίζει κι αρχίζοντας να φτιάχνουμε αυτό που θέλουμε ή δίκαια θα μας πάρει και θα μας σηκώσει. Εμάς ως «ειδικούς». Γιατί Εμείς ως κοινωνία έχουμε αρχίσει να περπατάμε άλλους δρόμους, για να Ζήσουμε. Κι όχι απλά για να επιβιώνουμε με τους «ειδικούς» αγνάντια.   

* Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος,
γ.γ. του Σωματείου Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!