Θα παρακαλούσα τον αναγνώστη του σημειώματος να δει και να σκεφτεί την εικόνα που παρατίθεται. Πρόκειται για ένα έργο του Εκουαδοριανού ζωγράφου και γλύπτη Oswaldo Guayasamín (1919-1999), που συγκατα
λέγεται στους μεγαλύτερους ζωγράφους του περασμένου αιώνα, με τίτλο «Ο απελπισμένος». Είναι έργο του 1970. Βέβαια εδώ το βλέπετε σε ασπρόμαυρη φωτογραφία, αλλά οι χρωματισμοί του είναι βαθύ μπλε, μαύρο και γκρι. Σκοτεινό φόντο γενικά, αλλά μπροστά μας έχουμε έναν σκυμμένο και γονατισμένο άνθρωπο. Το πρόσωπο δεν φαίνεται, τα χέρια είναι προτεταμένα και μεγάλα (τα χέρια δεσπόζουν στο έργο αυτού του ζωγράφου). Ο θώρακας και το ανάστημα του γονατισμένου και σκυμμένου ανθρώπου, και προπαντός τα χέρια του, φανερώνουν μια δύναμη που έχει ο ίδιος, και την αντιλαμβάνεται όποιος αντικρίζει το έργο αυτό. Ο δε τίτλος «Ο απελπισμένος» δεν προδικάζει μια διαρκή υποτακτική στάση του. Τι θα γίνει αν σηκωθεί; Αν αλλάξει θέση, οπτική; Αν υψώσει το ανάστημά του; Αν απλώσει τα χέρια του, ανοίξει δρόμους και προχωρήσει;
Θα μου πείτε, γιατί όλη αυτή η αναφορά; Επειδή νομίζω ότι πρέπει να συλλογιστούμε απέναντι στην κατήφεια που πιθανά να αγκαλιάζει μεγάλο τμήμα της κοινωνίας σήμερα, εδώ και τώρα. Να δούμε την ανάγκη να την κατανοήσουμε και ερμηνεύσουμε. Να βρούμε τα κλειδιά που την εμπέδωσαν αλλά, κυρίως, αυτά που μπορούν να την ξεκλειδώσουν.
Επειδή βρισκόμαστε σε μια κατάσταση σαν αυτή που ένας δικός μας ποιητής, ο Σεφέρης, στο ποίημα Canzona (1949) σημειώνει: «Πάνω απ’ τη φωτεινή κατήφεια της ερήμου / κι ανάμεσα στα έθνη που μας αγαπούν / ή μας εχτρεύουνται ή μας παραγνωρίζουν· / σε πολιτείες που στράγγισαν μες στα τειχιά τους· / κάτω στους κάμπους των πολεμίων, / στάσου κοντά μας». Το «στάσου κοντά μας» ή και το «βοήθησέ μας» ο Σεφέρης το ζητά από ποιον; Από τη «Μορφή των βυθισμένων Αγιασμάτων / μάνα της άγνοιας και της σοφίας / μάνα της μάχης και της ειρήνης / μάνα στη χώρα των ζωντανών».
Εμείς σήμερα πώς ερμηνεύουμε μια κατήφεια στην οποία έχει περιπέσει ο τόπος μας, η κοινωνία; Ποια σχέση έχει αυτή η κατάσταση με το Πολιτικό, την Πολιτική, το Πολιτικό στοιχείο; Αυτά τα ζητήματα επιχειρώ να σκαλίσω με το παρόν σημείωμα, και ίσως χρειαστούν κι άλλα να ειπωθούν σε επόμενα, διότι το θέμα δεν είναι απλό ούτε ευκολοδιάβαστο.
Οι απανωτές πολιτικές ήττες των τελευταίων χρόνων, και η έλλειψη μιας έστω αμυδρής ακτίνας προοπτικής και εναλλακτικής, έχουν οδηγήσει σε μια πολιτική συντηρητικοποίηση, σε μια κατάσταση που κανείς δεν περιμένει κάτι από το υπάρχον πολιτικό σκηνικό
Πού βρισκόμαστε
Δεν χωρά καμία αμφιβολία πως οι απανωτές πολιτικές ήττες των τελευταίων χρόνων, και η έλλειψη μιας έστω αμυδρής ακτίνας προοπτικής και εναλλακτικής, έχουν οδηγήσει σε μια πολιτική συντηρητικοποίηση, σε μια κατάσταση που κανείς δεν περιμένει κάτι από το υπάρχον πολιτικό σκηνικό. Ακόμα χειρότερα, δεν υπάρχει ελπίδα στην κοινωνία, στον κόσμο που υπομένει και δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, που βλέπει να σκοτεινιάζει ο ορίζοντας, η ακρίβεια να απογειώνεται, τα νέα παιδιά να φεύγουν από τη χώρα. Στον κόσμο που συνειδητοποιεί ότι οι νέες γενιές θα ζήσουν ένα χειρότερο μέλλον από αυτά που πέρασαν οι γονείς τους. Πολύ περισσότερο, βλέπουμε ότι κανένας δεν φαίνεται να προσδοκά πως κάτι μπορεί να αλλάξει αν ο ίδιος κινητοποιηθεί. Δεν πιστεύει ότι η συλλογική δράση μπορεί να είναι αποτελεσματική. Κρατά αποστάσεις από την πολιτική και το πολιτικό σκηνικό, είναι μαζεμένος και επιφυλακτικός. Δεν έχει άγνοια της κατάστασής του και του τι γίνεται, αλλά και δεν περιμένει μεγάλες αλλαγές, δεν βλέπει να μπορεί να κάνει κάτι για όλα αυτά.
Ξέρει ότι το πολιτικό σκηνικό δεν του προσφέρει κάτι. Μια Ν.Δ. με 41% και σχεδόν μονοπώληση της διοίκησης και όλου του κρατικού μηχανισμού προς όφελος των ελίτ, μια αξιωματική αντιπολίτευση που σπαράζεται από διαλυτικά φαινόμενα, έναν χώρο του ΠΑΣΟΚ που λιγουρεύεται απλά να γίνει αυτό αξιωματική αντιπολίτευση, ένα ΚΚΕ που θέλει απλώς να τσιμπήσει κάτι από τη φθορά-διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ (και μάλιστα θεωρεί ότι αυτό θα είναι το δεύτερο κόμμα στις ευρωεκλογές), ένα «αθέατο» ή και ηχηρά αυτοδιαφημιζόμενο «κόμμα της Χάγης» στο οποίο συγκλίνουν ελίτ και η μεγαλύτερη μερίδα του συστημικού πολιτικού κόσμου, και βέβαια μια ιδιοτέλεια άνευ προηγουμένου σε όλο το πολιτικό φάσμα. Ο αρχηγισμός είναι η κύρια μορφή ύπαρξης των πολιτικών μορφωμάτων, η συλλογική διαδικασία δεν υπάρχει. Και δεν υφίσταται ούτε η «ανάθεση» με τη μορφή μιας έστω αμυδρής εναλλακτικής πρότασης. Τέλος, υπάρχει και ένα τμήμα μαχόμενο, κυρίως στον εξωκοινοβουλευτικό χώρο, που όμως δεν έχει συναίσθηση του συνολικού προβλήματος. Καταγγέλλει αλλά δεν έχει πρόταση, και δεν νοιώθει την πίεση και την αγωνία του υπαρξιακού προβλήματος της χώρας. Εκεί πάνω-κάτω βρισκόμαστε.
Οι ήττες
Έκανα λόγο για απανωτές πολιτικές ήττες, και θέλω να δώσω μια έμφαση σε αυτό, διότι είναι βασικό στοιχείο για την κατανόηση της κατήφειας που όντως υπάρχει. Δεν είναι μια ήττα σε ένα μέτωπο, είναι πολλές και επάλληλες ήττες σε πολλά επίπεδα, που όμως όλες έχουν σχέση με το Πολιτικό, εκκινούν από εκεί, διευθύνονται από αυτό, καθορίζονται από συσχετισμούς ιδεολογικούς, πολιτισμικούς και εν τέλει πολιτικούς. Απαριθμώ μονάχα τους πιο σοβαρούς και ηχηρούς:
– Την ήττα και συνθηκολόγηση του καλοκαιριού του 2015, και τον τρόπο που αυτή έγινε (ακύρωση δημοψηφίσματος, ψήφιση 3ου μνημονίου).
– Τη συμφωνία των Πρεσπών.
– Την αποδόμηση και την επίθεση στο εθνικό-λαϊκό στοιχείο («εθνολαϊκισμός», «ετερόκλητος όχλος», και χαρακτηρισμό κάθε κινητοποίησης ως κινούμενης από εθνικιστές και φασίστες – π.χ. στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου).
– Την ανάδειξη της Ν.Δ. το 2019 ως αυτοδύναμης κυβέρνησης.
– Την υπόθεση της πανδημίας και την κατάργηση του δημόσιου χώρου, με τις πλέον μακρόχρονες καραντίνες σε όλη την Ευρώπη, την πρωτιά σε θανάτους, την υποχρεωτικότητα, τον χωρισμό και επισήμως της κοινωνίας σε «ψεκασμένους» και μη ψεκασμένους (δηλαδή εμβολιασμένους).
– Την ενεργοποίηση των «καταστάσεων έκτακτης ανάγκης» σαν γενικευμένου τρόπου διαχείρισης της κρίσης.
– Τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, την επέκταση της τηλεργασίας και τηλεκπαίδευσης.
– Τη διαρκή διαλυτική επίθεση μέσω του ακραίου και χωρίς όρια «δικαιωματισμού» και «αυτοπροσδιορισμού» και τον γιορτασμό τους μαζί με τις πρεσβείες ΗΠΑ, Ισραήλ (και άλλων), μαζί με τις πολυεθνικές και χορηγούς.
– Τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη θέση της χώρας γι’ αυτόν, αλλά και τη σύγχυση που αυτός έφερε σε πολλούς χώρους.
– Τις διαρκείς απειλές από μεριάς της Τουρκίας και τον ενδοτισμό των ελληνικών ελίτ και πολιτικού κόσμου.
– Την ατιμωρησία των υπευθύνων για σκάνδαλα και εγκλήματα, το «ακαταδίωκτο» και την επέκτασή του (Τέμπη, Πύλος, Εύβοια, Έβρος, Θεσσαλία κ.λπ.).
– Το αποτέλεσμα των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων, που κατέγραψαν το νέο 41% της Ν.Δ. και τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ.
– Την Κασσελιάδα και την αμερικανοποίηση της πολιτικής ζωής.
– Τον πόλεμο του Ισραήλ ενάντια στην Παλαιστίνη και τη στάση του ελληνικού πολιτικού κόσμου.
Όχι ακριβώς παρακμή
Όλα αυτά συνέβησαν μέσα σε πολύ λίγα χρόνια, παράλληλα με τεράστια επιβάρυνση οικονομική των χαμηλότερων στρωμάτων της κοινωνίας, και με τη δημιουργία ενός νέου πελατειακού κράτους με επιδόματα και ψηφιακές πλατφόρμες, με κατάφωρη κοροϊδία (καλάθι νοικοκυριού κι άλλα τέτοια). Και οδήγησαν στην πολιτική συντηρητικοποίηση σαν πολιτική στάση μεγάλου μέρους της κοινωνίας – μιας κοινωνίας σε μεγάλο βαθμό διασπασμένης, διαλυμένης από όλες αυτές τις διεργασίες, μιας κοινωνίας χωρίς προσδοκία.
Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, δεν έχουμε μια κοινωνική συντηρητικοποίηση με την έννοια της εμπέδωσης ακραίων ανακλαστικών κοινωνικού αυτοματισμού, ρατσισμού, επιθετικότητας, ενδυνάμωσης φασιστικών και ακροδεξιών δυνάμεων.
Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για παρακμή; Θα έπρεπε να την ορίσει ως προς την πολιτική και τους προσανατολισμούς της χώρας, της πολιτείας, αλλά και το τι σημαίνει κοινωνικά. Ασφαλώς και υπάρχουν σημάδια της σε όλους τους τομείς, αλλά δεν είναι κάτι που έχει προχωρήσει πολύ βαθιά. Εννοώ πως σε όλα αυτά τα χρόνια, παράλληλα με όλες τις πολιτικές ήττες και κατεργασίες στο κοινωνικό επίπεδο, η ίδια αυτή κοινωνία επέδειξε απλοχεριά ανθρωπισμού, αλληλεγγύης και εθελοντισμού, οικογενειακής αλληλοβοήθειας και στήριξης. Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά, θα ήμασταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση.
Αυτή η κοινωνία έδειξε τεράστια συγκίνηση με το συστημικό έγκλημα στα Τέμπη. Τώρα νοιώθει έναν τεράστιο ταραγμό για τη σφαγή που προωθεί το Ισραήλ στην Παλαιστίνη, είναι στο πλευρό του Παλαιστινιακού λαού, διότι ξυπνούν μνήμες της ιστορίας μας μέσα από αυτό. Καταλαβαίνει τι έγινε το καλοκαίρι με πυρκαγιές και πλημμύρες. Γαμοσταυρίζει κάθε φορά που μπαίνει στο σούπερ μάρκετ. Ενοχλείται πολύ από την αλαζονεία του Κ. Μητσοτάκη, και χάρηκε που το 13+3 στις αυτοδιοικητικές εκλογές, με έναν «μαγικό» τρόπο, έπαθε μεγάλη ζημιά σε μεγάλους δήμους και περιφέρειες (ενώ η γραμμή της «σκληρής» Αριστεράς ήταν «άκυρο, λευκό, αποχή»)…
Ασφαλώς και υπάρχουν σημάδια παρακμής, αλλά αυτή δεν έχει προχωρήσει πολύ βαθιά: παράλληλα με όλες τις πολιτικές ήττες και κατεργασίες στο κοινωνικό επίπεδο, η ίδια αυτή κοινωνία επέδειξε απλοχεριά ανθρωπισμού, αλληλεγγύης και εθελοντισμού
«Τον νου σας, από εμάς η Άνοιξη εξαρτάται»…
(Οδυσσέας Ελύτης)
Αν έχουν μια λογική τα όσα εκτέθηκαν, αν συμφωνήσουμε ότι η κατήφεια έχει κυρία αιτία τις πολιτικές ήττες των τελευταίων ετών και τα ραγδαία, πυκνά γεωπολιτικά ζητήματα που θέτουν σκληρά διλήμματα, κι αν έχει γίνει αρκετή διάβρωση στο «πολιτιστικό μας κύτταρο» (μην ξεχνάμε ότι το Πολιτικό ήταν ένα σημαντικό στοιχείο του, επειδή πάντα ήμασταν ένα «ζωηρό» πολιτικά έθνος), αν λοιπόν σήμερα η ζωηράδα έχει υποχωρήσει για αυτούς τους λόγους, είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε για τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις αντιστροφής της κατάστασης πνευμάτων, αντιλήψεων, ψυχολογίας, κίνησης, αντίστασης. Αντιστροφής από το τι υπάρχει σήμερα, σε αυτό που είναι αναγκαίο και επιβεβλημένο, ώστε να δοθεί μια θετική απάντηση στο υπαρξιακό ερώτημα της ίδιας της χώρας.
Λέγοντας αυτά, ας κάνουμε και μια ακόμα παραδοχή: Υπήρξαν μέρες (δηλαδή χρόνια) που το ενδιαφέρον για την πολιτική ήταν ακόμη χαμηλότερο. Ή, καλύτερα διατυπωμένο, υπήρξαν μέρες και περίοδοι που η κοινωνία έμοιαζε μεθυσμένη με μια ευμάρεια που απολάμβανε (κυρίως με δανεικά και υποσχέσεις αλλαγής). Τέτοια περίοδο περάσαμε σε δύο διαφορετικές πασοκικές φάσεις: η πρώτη επί Α. Παπανδρέου, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, και η δεύτερη επί Σημίτη, όταν το τρίπτυχο «ευρώ, Ολυμπιάδα, βαλκανική εξόρμηση» είχε δημιουργήσει πολλές αυταπάτες για το πού βαδίζουμε.
Το 2008-2010 και τα Μνημόνια δεν απέχουν πολύ από αυτούς τους σταθμούς. Και ήρθε μια χρεοκοπία με σκληρά οικονομικά-πολιτικά-κοινωνικά αποτελέσματα, και ένας ανοικτός πόλεμος. Κι ο λαός αντιστάθηκε όπως μπορούσε και με ό,τι είχε, με την πολιτικοποίηση και συνείδηση έστω μέσα σε όρια που είχε στη φάση εκείνη. Για να φθάσουμε σε ορισμένα κρίσιμα σταυροδρόμια μετά το πρώτο 6μηνο του 2015…
Τώρα έχουμε μια κατήφεια, έχουμε μια «καθισμένη» κοινωνία, με μια αρκετά μεγάλη σε έκταση απουσία από τον πολιτικό στίβο (βλέπε και φαινόμενα και έκταση αποχής). Κι όμως, ενώ η κυρίαρχη έως τώρα μορφή είναι αυτή της πολιτικής συντηρητικοποίησης, εν τούτοις δεν έχει πάψει να υπάρχει και να εκφράζεται με «θραύσματα» ένα ορισμένο πολιτικό ενδιαφέρον. Ο κόσμος παρακολουθεί τις εξελίξεις, ενημερώνεται γι’ αυτές, αναρωτιέται τι θα γίνει στην άλφα ή βήτα πλευρά τους. Δεν είναι αδιάφορος, άσχετα αν δεν έχει πολιτική έκφραση ή δεν περιμένει κάτι από το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Ξέρει ότι ο Μητσοτάκης είναι κάτι σαν το «πάρτα όλα», δεν του αρέσει η μπλε εικόνα της χώρας, παρακολουθεί έως πού μπορεί να φθάσει ο ΣΥΡΙΖΑ στη διαλυτική πορεία του και το τι θα γίνουν όσοι φεύγουν, ξέρει ότι είμαστε μια χώρα χωρίς αντιπολίτευση, παρακολουθεί το ΚΚΕ και την πορεία του, αγωνιά για την Παλαιστίνη και την κτηνωδία του Ισραήλ και πάει λέγοντας.
Άρα…
Αυτά όλα μπορούν λοιπόν να οδηγήσουν σε μια δεύτερη σκέψη που να μας προβληματίσει: Αν το κυρίως ζήτημα που οδήγησε στην κατήφεια είναι οι αλλεπάλληλες πολιτικές ήττες, μήπως η απάντηση στην κατάσταση αυτή θα είναι κυρίως πολιτική, θα πρέπει να αναζητηθεί στο πεδίο αυτό; Αλλά τότε πρέπει να μιλήσουμε ξανά για Πολιτική, και όχι για πολιτική. Για Πολιτική που θα θέσει το ζήτημα του υπαρξιακού προβλήματος της χώρας, που θα αναδείξει αυτό σαν το πρώτο και βασικότερο ζήτημα προς επίλυση, μέσα σε ένα ιδιαίτερα ταραγμένο γεωπολιτικά περίγυρο, μέσα από απειλές και διαβρωτικές διεργασίες.
Επομένως το πεδίο επίλυσης και εξόδου από μια δύσκολη κατάσταση δεν είναι απλά η περιγραφή της, δεν είναι η δικαιολόγηση της κατήφειας, αλλά είναι η απόφαση της αντίστασης, της νέας συνείδησης ότι ο σκυμμένος, ο γονατισμένος, υπό προϋποθέσεις μπορεί να σηκωθεί, μπορεί να σταθεί. Ότι έχει δύναμη, ότι είναι μια οντότητα, ότι δεν υπάρχει η χώρα χωρίς αυτόν, ότι αυτός είναι το κλειδί της λύσης. Ότι μπορεί να γίνει «ο γίγαντας λαός που σπάει δεσμά και αλυσίδες».
Για να μιλήσουμε με τα λόγια ενός άλλου ποιητή, του Ελύτη:
Την άνοιξη αν δεν την βρεις την φτιάχνεις. / Ναι την φτιάχνεις. / Κάθε φορά από την αρχή. / Όλο και πιο ζωντανή. / Όλο και πιο ποτισμένη. / Διότι, αν δεν κουβαλάς την Άνοιξη μέσα σου, πρέπει να μάθεις να την χτίζεις. / Από το χειρότερο σκοτάδι στο πιο λαμπερό φως.