Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Το ντοκιμαντέρ για το χιπ-χοπ Κάθε Μέρα, του Σπύρου Γερούση, υπήρξε ένα από τα πιο πολιτικά ντοκιμαντέρ στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, τον περασμένο Μάρτη. Ακολουθώντας τις αφηγήσεις πολιτικοποιημένων τριανταπεντάρηδων χιπχοπάδων, ο Γερούσης επιχειρεί να συνδέσει την ιδιαίτερη αυτή μουσική έκφραση διαμαρτυρίας, από τα τέλη του ’90 ως σήμερα, με την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας. Ακολουθεί η θερμή συζήτηση που είχαμε στα Εξάρχεια, με τον 32χρονο πολιτικοποιημένο κινηματογραφιστή Σπύρο Γερούση.

 

Πώς ξεκίνησε το Κάθε Μέρα;

Είναι η πρώτη καθαρά δική μου δουλειά. Η ιδέα είχε ξεκινήσει τις μέρες που ανακηρύχτηκε το δημοψήφισμα, μόλις είχα γυρίσει από το μεταπτυχιακό μου στην οπτική ανθρωπολογία, στην Αγγλία, όπου δούλευα παράλληλα σε μπαρ και σε μανάβικο. Εκείνη την περίοδο η Αθήνα είχε πλημμυρήσει από ανθρωπολόγους με κάμερες, όλοι ψάχνανε να βγάλουν κάτι δραματικό για την εποχή, αλλά η Ελλάδα δεν είναι μόνο μπάχαλα και άστεγοι. Όλη η διαδικασία διήρκησε ενάμιση χρόνο. Ζοριστήκαμε γιατί αποτελεί συνειδητά ανεξάρτητη παραγωγή, με δικά μας χρήματα.

 

Πώς επέλεξες τους συγκεκριμένους ράπερ;

Με κριτήριο την πολιτικοποίησή τους, γιατί μιλώντας για την καθημερινότητα σ’ αυτούς τους καιρούς, αυτομάτως επιλέγεις πολιτική θέση. Εξάλλου, το ίδιο το χιπ-χοπ είναι αντιρατσιστικό, αφού ξεκίνησε από πορτορικάνους και αφροαμερικανούς μετανάστες. Τους τρεις πολιτικοποιημένους χιπχοπάδες που ήταν και πολύ καλοί γκραφιτάδες, τους θαύμαζα από μικρός. Από τους πρωτοστάτες, τον Μιχάλη Αφολιάνου, από τη μπάντα Παρεμβολές, τον ήξερα από παλιά επειδή κι εγώ κάνω γκραφίτι. Ασχολείται με τα κινήματα και τα προβλήματα μεταναστών δεύτερης γενιάς, είναι στο Antifa, έχει το αφρικάνικο διαπολιτισμικό κέντρο Ανάσα, ενώ με τον αδερφό του Mc Yinka ασκήσανε πιέσεις καταφέρνοντας να εξασφαλίσουν χαρτιά για τους δεύτερης γενιάς μετανάστες. Ο πολιτικοποιημένος και πολύ παραγωγικός Εισβολέας, από τους πιο δημοφιλείς ράπερ, που τον ενδιαφέρει η λαογραφική χροιά της μουσικής, έχει φέρει σε ελληνικό μέτρο το χιπχοπάδικο στυλ, με παραδοσιακά κλαρίνα. Ο ΛΕΞ από τα Βόρεια Αστέρια, χιπ-χοπ μπάντα της Βορείου Ελλάδας, είχε βγάλει τον εκπληκτικό σόλο δίσκο του «Ταπεινοί και πεινασμένοι».

 

Ο συγκροτημένος πολιτικός λόγος τους και η αναφορά στην αξιοπρέπεια παραπέμπουν σε μια αλλοτινή στάση στο κίνημα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μέχρι το 2004, που έγινε το μεγάλο φαγοπότι, η κοινωνία ήταν διχοτομημένη, ανάμεσα σ’ αυτούς που δεν είχαν καμιά αξιοπρέπεια, πουλούσανε τη μάνα τους την ίδια, και σ’ αυτούς που αντιστάθηκαν. Μιλάμε για μουσικές σκηνές, αλλά γύρω στο 2000 που άρχισε να βγαίνει χρήμα από το χιπ-χοπ, έπαιξε ένας σαφής διαχωρισμός. Προσπαθώ να τα δείξω, όπως τα βλέπουμε με την παρέα μου, γιατί για να μιλήσει κάποιος πολιτικά δεν χρειάζεται να είναι οργανωμένος σε κόμμα.

 

Υπάρχει συσχετισμός χιπ-χοπ και γκραφίτι;

Ιστορικά έχουν κοινές ρίζες. Είναι περίεργο που οι περισσότεροι γκραφιτάδες δεν είναι και χιπχοπάδες. Το χιπ-χοπ είναι μια ολόκληρη υποκουλτούρα, μαζί με τους ντιτζέι το χορό μπρέικντανς, και το γκραφίτι. Το ραπ και το γκραφίτι περιέχουν πιο κοινωνικά στοιχεία, γιατί εξωτερικεύουν με τον καλύτερο τρόπο το σκεπτικό και την αισθητική αυτής της φάσης.

 

Τι σηματοδοτεί ο τίτλος Κάθε Μέρα;

Το χιπ-χοπ αγγίζει την καθημερινότητα των ανθρώπων, με την έννοια ότι πρόκειται για κάτι βιωμένο, όπως ο καθημερινός αγώνας. Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου κάτι πιο πολιτικοποιημένο από το καθημερινό. Όλα εκεί παίζονται, εκεί κρίνεται η πολιτική σου στάση, εκεί αναδεικνύεται η συμπεριφορά σου, στα εργασιακά και στους τσαμπουκάδες. Θέλει διαρκή εγρήγορση, μόνο έτσι συλλογικοποιείται η φάση, είναι κάτι βιωματικό, δεν συμβαίνει το ίδιο όταν κάποιος σου υποδεικνύει τι είναι πολιτικό.

 

Με ελληνικό στίχο, το χιπ-χοπ διατηρεί μια λαϊκότητα, που σχετίζεται με τα τραγούδια διαμαρτυρίας της γενιάς της μεταπολίτευσης…

Δεν είναι τυχαίο που ο Εισβολέας έχει μελοποιήσει ποίημα του Χρόνη Μίσσιου. Πρόκειται για λαϊκή κουλτούρα που έρχεται από τα κάτω και μέσα από τον ελληνικό στίχο δημιουργεί σύνδεση με την ελληνική παράδοση. Ήθελα να δείξω στο εξωτερικό, τον τρόπο αφομοίωσης του χιπ-χοπ στυλιστικά και πολιτικά στην Ελλάδα, μέσα από ανθρώπους που είχαν πολιτική άποψη και κριτική στάση απέναντι στην κοινωνία. Ο ακτιβιστής ράπερ Μπουτς Ράιλι, ταγμένος κομμουνιστής και σύμφωνα με τα WikiLeaks υπό διαρκή παρακολούθηση από τη CIA, αναφέρει «είχαμε τους Μαύρους Πάνθηρες, το μαύρο κίνημα, το κίνημα κατά του Βιετνάμ μέχρι το ’80 και μετά άρχισε το χιπ-χοπ να ντύνεται με έναν πολιτικό λόγο, με τους Public Enemy, αλλά τότε δεν υπήρχε κίνημα». Τελευταία, οι χιπχοπάδες στην Αμερική συνειδητοποιούνται ξανά και συσπειρώνονται γύρω από το «black lives matter», παρότι δεν οραματίζονται ακριβώς μετάβαση στον κομμουνισμό ή τα ιδεώδη της Κομμούνας, αλλά επανέρχεται ένα ρεύμα όπου θίγονται ξανά πολιτικά ζητήματα. Όταν ο ΛΕΞ επισημαίνει «ζητήσαμε δικαίωμα στην αμφισβήτηση και μας δώσανε μια ενδοφλέβια αμφιβολία» κάνει αναφορά στο graffiti crew 114 (1-1-4 των Λαμπράκηδων), από τις πρώτες ομάδες γκραφιτάδων που γράψανε πολιτικά συνθήματα σε στυλ γκραφίτι, πολύ πριν από τον Βangsy. Ο ΛΕΞ εννοεί ότι υπήρχε η άνεση και η συνθήκη να αμφισβητήσεις οτιδήποτε έπεται. Ήδη από το ’90 υπήρχε ο διαχωρισμός γι’ αυτούς που φάγανε το τυράκι και για τους άλλους που αντιστάθηκαν. Ο Δεκέμβρης του 2008 αποτελεί ένα τέτοιο κομβικό σημείο πραγμάτωσης, που άρχισε να καταρρέει ειδικά μετά την 5η Μάη 2012, με την Μαρφίν, στην πρώτη μεγάλη πορεία κατά του μνημονίου.

 

Γιατί σήμερα ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ;

Σαν ανθρωπολόγος, ήθελα να στήσω σε μικρή κλίμακα την εναλλακτική ιστορία του πώς εξελίχτηκε η Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια, ώστε να καταγραφεί για να υπάρχει, ότι κάποιοι προσπάθησαν να εγκολπώσουν πολλές υποκουλτούρες και δυναμικές. Βλέπω πολύ περισσότερα ναρκωτικά σήμερα που θολώνουν τη συλλογική μνήμη. Ήθελα να καταγραφεί η ιστορία από τη δικιά μας πλευρά, με ένα τρόπο που είναι και λίγο καφενειακός, αλλά τουλάχιστον στο δικό μας καφενείο.

 

Πολλοί σπουδασμένοι στην Αγγλία κινηματογραφιστές παρουσιάζουν πανομοιότυπα ντοκιμαντέρ παρατήρησης, με απλή καταγραφή του δράματος των προσφύγων, καταλήγοντας σε ένα μετέωρο συμπέρασμα, ενώ το μοντάζ μπορούσε να τονίσει διαφορετικές επιλογές. Γιατί δεν επιλέγεται πλέον μια αντίστοιχη με του Κρις Μαρκέρ αισθητική-πολιτική πρόταση;

Αρχικά σκόπευα να κάνω ντοκιμαντέρ παρατήρησης, αλλά πίεζαν τα χρονικά περιθώρια, εξάλλου οι χιπχοπάδες δεν ήθελαν να τους ακολουθούμε διαρκώς. Ένα ντοκιμαντέρ-μανιφέστο, τύπου Κρις Μαρκέρ, στοχεύει σε συγκεκριμένο κοινό. Είναι αλήθεια πως τελευταία επαναλαμβάνεται μια «αρπακτή» με το προσφυγιλίκι. Οι νεότεροι κινηματογραφιστές φοβούνται μια ξύλινη γλώσσα, ενώ παράλληλα νίπτουν τας χείρας τους. Ωστόσο, πρέπει να λάβουμε υπόψη και την κυρίαρχη αισθητική. Με πνίγει η ορθόδοξη οπτική του αριστουργηματικού κατά τα άλλα Soy Cuba (Μιχαήλ Καλατόζοφ/1964), θεωρώ πιο αποτελεσματική την αποικιοκρατική κριτική στη Μάχη του Αλγεριού (Τζίλο Ποντεκόρβο/1966), αγαπημένο μου ντοκιμαντέρ είναι το Χωρίς Ήλιο (Κρις Μαρκέρ/1983) και το Lucky People Center International (Γιόχαν Σόντεμπεργκ/1998). Ωρίμασα σε συνελεύσεις, βιώνοντας την ματαιότητα ότι έχω ημερομηνία λήξης, γιατί και οι άνθρωποι δεν μένουν ίδιοι, λειτουργώντας σε πολιτικούς κύκλους. Με γειωμένα παραδείγματα που μπορεί να μην θεωρούνται άκρως πολιτικά, ήθελα να αναδείξω κάτι οικουμενικό, γιατί μερικά πολιτικά προτάγματα δίνουν μια επική διάσταση στην πολιτική δράση που φοβίζει. Απαιτείται χρόνος, από το οργανώνομαι μέχρι καταφέρνω κάτι. Για να πολιτικοποιήσει κόσμο το σινεμά χρειάζεται κάτι παραπάνω από την παρουσίαση ενός αγώνα, χρειάζεται ελιγμούς, να το «παίζεις γατίσια».

 

INFO

Στην Αθήνα η πρεμιέρα του Κάθε Μέρα είναι προγραμματισμένη για τις 7/5/2017 στον κινηματογράφο Μικρόκοσμος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!