Το όραμα μιας Κεντροαριστεράς που σταδιακά θα κερδίζει τη μια κυβέρνηση μετά την άλλη, κι έτσι σιγά-σιγά θα αλλάξει εκ των έσω τους συσχετισμούς στην Ευρώπη, από την αρχή έμπαζε νερά – κι όχι μόνο επειδή η Κεντροαριστερά, είτε η παραδοσιακή είτε η «ριζοσπαστική» νέας κοπής, δεν έχει κάποιο σχέδιο διαφορετικό από το πρόγραμμα που επιθυμούν να επιβάλουν παντού οι «αγορές», οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Το υποτιθέμενο όραμα, που ενισχύθηκε από την περυσινή ανάδειξη του Κόρμπιν στην ηγεσία των Βρετανών Εργατικών και από την προσδοκία εκλογικών επιτυχιών κομμάτων που επαγγέλονταν μια φιλολαϊκή διέξοδο, σταδιακά φαίνεται ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια απόπειρα επικοινωνιακής διαχείρισης και μανιπουλαρίσματος της πανευρωπαϊκής δυσαρέσκειας.
«Υπομονή, και σε λίγο θα είμαστε περισσότεροι και ισχυρότεροι απέναντι σε ακραίους όπως ο Σόιμπλε», αυτό ήταν το θεμέλιο του υποτιθέμενου οράματος, που πολυδιαφημιζόταν βέβαια μέχρι προχθές και από τον πάλαι ποτέ ΣΥΡΙΖΑ. Κι όποιος ρωτούσε «Για να κάνετε τι ακριβώς;» δεχόταν κεραυνούς. Διότι τελικά όλο κι όλο το επίδικο των «ριζοσπαστών» ήταν μάλλον η συμμετοχή στην κυβέρνηση, και πέραν τούτου ουδέν. Στα πλαίσια αυτά ξεκίνησε και μια ολόκληρη επιχείρηση ξεπλύματος της παραδοσιακής και αμαρτωλής ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς από τη «ριζοσπαστική», ώστε να ευσταθεί η επιδίωξη κυβερνητικής συνεργασίας μαζί της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση των Ισπανών «σοσιαλιστών» που εφάρμοσαν τις πιο αντιλαϊκές πολιτικές, πρωταγωνίστησαν στη διαφθορά και την καταστολή κι αποτελούν πάντα οργανικό τμήμα του βαθέος ισπανικού κράτους. Κι όμως, εν μια νυκτί το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα βαφτίστηκε προοδευτικό ή και αριστερό από τους «ριζοσπάστες» του απανταχού Νότου (περιλαμβανομένου βέβαια του ΣΥΡΙΖΑ), που μέχρι χθες διακήρυτταν ότι στόχος τους είναι να το τιμωρήσουν – και ψηφίζονταν γι’ αυτό. Έτσι πήγαιναν κι έρχονταν οι πανηγυρισμοί ότι «τελείωσε η Δεξιά», και οι διαβεβαιώσεις για επικείμενες «προοδευτικές κυβερνήσεις συνεργασίας της ευρύτερης Αριστεράς»…
Όνειρο ήταν και πάει…
Όμως, όπως είναι φυσιολογικό, ο πύργος με τα τραπουλόχαρτα αποδεικνύεται ασταθής κατασκευή, και οι τακτικισμοί σκοντάφτουν πάνω στη σκληρή πραγματικότητα. Αυτό συνέβη αυτή την εβδομάδα και στο ισπανικό κράτος. Οι «σοσιαλιστές» του Σάντσεθ προτίμησαν τελικά το ρίσκο της συνεργασίας με τους ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού Ciudadanos, απατώντας τους Podemos παρά το φλερτ του τελευταίου διμήνου. Όχι ότι κι αυτή η συνεργασία θα πιο βιώσιμη από οποιαδήποτε παρόμοια απόπειρα να κρυφτούν κάτω από το χαλί τα τεράστια προβλήματα που διαπερνούν το ισπανικό κράτος – με την αλληλοδιαπλοκή των κοινωνικών και εθνικών αντιθέσεων να σφραγίζει τις εξελίξεις και να ταρακουνά βεβαιότητες δεκαετιών.
Προφανώς ο Σάντσεθ και ο φέρελπις νεαρός Ριβέρα, ο επικεφαλής των Ciudadanos, ελπίζουν ότι τελικά θα αποσπάσουν την ανοχή της Δεξιάς – της οποίας και θα καταστούν όμηροι, αφού ανά πάσα στιγμή θα μπορεί να τους ανατρέψει. Βέβαια ο Ραχόι έχει αποκλείσει μια τέτοια ανοχή, παρόλο που «κόσμημα» της συμφωνίας Σάντσεθ-Ριβέρα είναι η διαβεβαίωση ότι δεν θα επιτρέψουν δημοψήφισμα στην Καταλονία. Όμως η στάση της ισπανικής Δεξιάς θα εξαρτηθεί αρκετά από το πόσο εναγώνια θέλουν μια τέτοια κυβέρνηση τα «ξένα κέντρα». Σε μια τέτοια περίπτωση ακόμη και ο παραμερισμός του Ραχόι δεν αποκλείεται, ώστε ένα «ανανεωμένο» Λαϊκό Κόμμα να συμμετάσχει σε μια κοινή επιχείρηση αποτροπής της ανόδου των Podemos στην εξουσία και της αποσχιστικής πορείας των Καταλανών, Βάσκων κ.λπ.
Για άλλη μια φορά γίνεται φανερό ότι όσοι διακηρύττουν πως θέλουν να εκφράσουν την οργή των πολιτών για τη δυστυχία που προκαλεί ένα σάπιο σύστημα, υποταγμένο στις εντολές απρόσωπων «αγορών» και αυθαίρετων «θεσμών» δεν μπορούν να έχουν και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Ο πόθος των λαών για δικαιοσύνη, δημοκρατία και ελευθερία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται επί πολύ ως αντικείμενο παζαρέματος για κυβερνητικές θέσεις. Όσοι επικαλούνται το λαϊκό ριζοσπαστισμό και ανδρώθηκαν χάρη σε αυτόν αναγκάζονται τώρα, εκόντες-άκοντες, να εγκαταλείψουν τα όνειρα συγκυβέρνησης με το «βαθύ κράτος». Το σχέδιο κεντροαριστερής διαχείρισης και κατευνασμού της λαϊκής απαίτησης για βαθιές αλλαγές, στο ισπανικό κράτος και όχι μόνο, βρίσκει τοίχο.