Λες κι άνοιξαν ξαφνικά τα σωθικά των πιο μαύρων στιγμών της ανθρώπινης Ιστορίας και ξέβρασαν τούτον τον αλαλαγμό.
– Κάψτε τους ζωντανούς…
Εκεί, στην πλατεία της προσφυγομάνας Μυτιλήνης, κάτω από τα έντρομα μάτια της Σαπφούς, ακούστηκε τούτη η ιαχή του φασιστικού συρφετού, σαν προσταγή θανάτου σε εκτελεστικό απόσπασμα:
– Κάψτε τους ζωντανούς…
Φωτιά και τσεκούρι σε γυναίκες και παιδιά, σε τούτους τους αλλόθρησκους, τους άπλυτους, τους ξένους, τους αλλιώτικους, τους απολίτιστους.
Σ’ αυτούς που βομβαρδίσαμε τα σπίτια τους, καταλάβαμε τις πατρίδες τους, πήραμε το βιός τους, ξεκληρίσαμε τις φαμίλιες τους, τους καταδικάσαμε στην εξαθλίωση και τους οδηγήσαμε στην προσφυγιά.
Σ’ αυτά τα ανθρώπινα ερείπια, που πάνω στον πόνο και τον ευτελισμό που τους προκαλέσαμε, παίχτηκαν πολιτικά παιχνίδια, χτίστηκαν πολιτικές καριέρες, τονώθηκαν «αγορές», εμπόρια και «έμποροι».
Στο βωμό ποιας πατρίδας, στο όνομα τίνος Θεού, έπρεπε να καούν ζωντανοί τούτοι οι φτωχοδιάβολοι, για να υπερασπιστούμε τα όσια και τα ιερά του έθνους;
Με ποιο τρόπο απανθρακωμένα κορμάκια παιδιών, μπορούν να εξασφαλίσουν την «κοινωνική γαλήνη και ηρεμία», τη «δημόσια τάξη και ασφάλεια», ακόμα και την «ομαλή υποδοχή της τουριστικής περιόδου»;
Δυο χούφτες φασιστοειδή, μας λένε, ήταν όλοι κι όλοι οι πρωτεργάτες της μακάβριας επιχείρησης.
Είναι λειψή η εικόνα.
Πίσω από την επιχειρησιακή ομάδα των φασιστών, που μπροστά στην «εριστική αγάπη» τους προς την πατρίδα είναι πρόθυμοι να κάψουν ζωντανούς γυναίκες και παιδιά, είναι κι άλλοι.
Είναι εκείνοι οι «πατριώτες» που καλούσαν στην πλατεία την τοπική κοινωνία για την υποστολή της σημαίας και δήλωναν δημόσια «έτοιμοι για όλα».
Είναι εκείνοι που αθώα και χαλαρά πήγαν στην «υποστολή», ξέροντας πως θα γίνουν «όλα» κι από μέσα τους ήταν σύμφωνοι να «γίνουν όλα».
Είναι εκείνοι που έδωσαν συγχαρητήρια στα «παιδιά», δεκαεξάχρονους μαθητές, που κατέβηκαν από τα χωριά με μηχανάκια και συμμετείχαν σε «όλα».
Είναι, τέλος, όλοι εκείνοι οι «υπεύθυνοι» και «αρμόδιοι» που ήξεραν πως θα «γίνουν όλα» και απλά τα άφησαν να γίνουν, τζογάροντας στις εξελίξεις.
Μερικές δεκάδες εξαθλιωμένα γυναικόπαιδα ήταν, που τα κλείσαμε χρόνια τώρα σε μια κόλαση ίδια με αυτή που άφησαν και βρήκαν ένα τρόπο να διαλαλήσουν πως δεν αντέχουν άλλο τον εξευτελισμό και το μόνο που ήθελαν, ήταν να φύγουν.
Και από την άλλη, «πατριώτες» και «νοικοκυραίοι» που κι αυτοί το ίδιο ήθελαν, μόνο που σκέφτηκαν πως ο πιο γρήγορος τρόπος για να τους ξεφορτωθούν γρήγορα, ήταν να τους κάψουν ζωντανούς.
Υπάρχει, όμως, ακόμα ένα κομμάτι σε τούτο το παζλ της ντροπής.
Είναι εκείνοι που έπρεπε να είναι εκεί, δίπλα στους απελπισμένους της πλατείας και ήταν απόντες.
Αυτοί που είναι υπεύθυνοι και αρμόδιοι, αλλά κι οι άλλοι, η «προοδευτική κοινωνία», η φοβισμένη σιωπηρή πλειοψηφία.
Η σαστισμένη κοινωνική πλειοψηφία.
Οι «πολλοί» που φοβόμαστε και σιγά-σιγά αρχίζουμε να συνηθίζουμε στη σιωπή και στην απουσία.
Η «κοινωνία», που πολύ φοβάμαι πως γίνεται συντηρητική με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς.
Τούτη η προσφυγιά του αιώνα μας από τους πολέμους και την ανέχεια, δεν είναι ένα πρόβλημα που λύνεται εύκολα μέσα στον κόσμο που φτιάξαμε.
Σ’ έναν κόσμο που βασίζεται στην εκμετάλλευση και την καταλήστευση των αδύναμων, των ανήμπορων, των «από κάτω».
Τα θλιβερά γεγονότα στην πλατεία Σαπφούς στη Μυτιλήνη, αυτή η ναζιστική ιαχή «κάψτε τους ζωντανούς», δεν αποκάλυψε απλά την παρουσία κάποιων φασιστοειδών στην πόλη.
Ανέδειξε την τραγική αδυναμία της «κοινωνίας» ν’ απαντήσει, να δηλώσει «παρούσα», στην προσπάθεια εκφασισμού της ζωής μας.
Ο φασισμός δεν νικιέται με τη βία.
Δεν νικήθηκε με τα κανόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Απλά, λούφαξε.
Πεθαίνει μόνο όταν οι κοινωνίες είναι όρθιες και παρούσες, αποφασισμένες να υπερασπιστούν τους καταφρονεμένους και να παλέψουν για έναν καλύτερο κόσμο.
Ξεριζώνεται, όταν η κοινωνία και το «συλλογικό» έχουν εξουσία και λόγο.
Όταν η συντήρηση, πολιτική, ιδεολογική, πολιτιστική, γίνει κοινός μας εχθρός.
Αλλιώς, φοβάμαι…