Έφυγε και ο Νίκος Μαμαγκάκης.

Σημαντικός συνθέτης και ενορχηστρωτής, όχι όμως και πολύ γνωστός. Ένα βράδυ, ήμουν σε μια πολύ ωραία ταβέρνα-μεζεδοπωλείο στη Νέα Ερυθραία, στην οδό Αναξαγόρα 8, που έχει το ασυνήθιστο όνομα «Αττ-αλλιώτικο», από την καταγωγή των ιδιοκτητών της, από την Αττάλεια της Μικράς Ασίας. Παρέα με ανθρώπους νεότερους από μένα, από 30 έως 50 ετών, που ακούν ελληνική μουσική, είναι κοινωνικοί και καλλιεργημένοι, αλλά δεν γνώριζαν τον Μαμαγκάκη. Δεν τους έλεγε τίποτα αυτό το όνομα. Αυτό δεν με εξέπληξε, γιατί είμαι της δουλειάς και ξέρω την εμβέλεια του καθενός στο μουσικό στερέωμα. Ο Μαμαγκάκης έγραψε τραγούδια που τραγουδήθηκαν, αλλά δεν έκανε αυτό που λέμε μεγάλο σουξέ ούτε αυτά που έγιναν επιτυχίες συνδέθηκαν με το όνομά του. Ούτε ο ίδιος προβλήθηκε όσο του άξιζε από τα ΜΜΕ. Δεν ήταν και το στυλ του. Δεν αρνιόταν τη δημοσιότητα, αλλά δεν την κυνηγούσε κιόλας. Εγώ τον γνώρισα πολύ καλά γιατί έπιασα δουλειά στη Λύρα σε μια εποχή που ο Νίκος ήταν σημαντικός παράγοντας στην εταιρία, στην αρχή της δεκαετίας του ’70. Ηχογραφούσε δικά του έργα και τραγούδια, με άποψη. Είχε μελοποιήσει, μεταξύ άλλων, τα έργα «11 Λαϊκά Τραγούδια» του Γιάννη Ρίτσου, «Ερωτόκριτος» του Βιτζέντζου Κορνάρου, «Μπολίβαρ» του Νίκου Εγγονόπουλου, «Σκλάβοι Πολιορκημένοι» του Κώστα Βάρναλη κ.ά. Επίσης, έγραφε μουσικές για ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, όπως για τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη που ανέβασε το Θέατρο Τέχνης, αλλά ήταν και σπεσιαλίστας στις ενορχηστρώσεις όχι μόνο των δικών του έργων, αλλά και των έργων και τραγουδιών άλλων συνθετών, π.χ. «12 Τραγούδια» και «Αντόνιο Τόρες Χερέδια» του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και «Εμιλιάνο Ζαπάτα» του Πάμπλο Νερούδα που μελοποίησε ο Γιάννης Γλέζος. Επίσης, είχε ενορχηστρώσει πολλά ρεμπέτικα που ξανατραγούδησε η Μπέλλου στη Λύρα. Εάν θυμάμαι καλά, ο Μαμαγκάκης έπαιρνε 18 χιλιάδες δραχμές το μήνα, από την εταιρία. Ξεχωριστά από τα δικαιώματα για τα τραγούδια του, έπαιρνε μισθό για να κάνει ενορχηστρώσεις, πολλές ενορχηστρώσεις. Τον έβλεπα σχεδόν καθημερινά, σε μια εποχή που το ελληνικό τραγούδι βρισκόταν σε οργασμό και η Λύρα ήταν ένα πολύ ζωντανό εργαστήρι πολιτισμού.

Περί ενορχήστρωσης
Η ενορχήστρωση είναι κι αυτή μια τέχνη, που σε πολλές περιπτώσεις επηρεάζει καθοριστικά το τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Πολλοί συνθέτες που γράφουν τραγούδια δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις για να ενορχηστρώσουν οι ίδιοι τα τραγούδια τους, ακόμα κι αν τα έχουν «χτίσει» μέσα στο κεφάλι τους. Δηλαδή, χρειάζεται ένας άλλος μουσικός, με τις κατάλληλες γνώσεις, για να γράψει τι ακριβώς θα πρέπει να παίξει ο κάθε μουσικός της ορχήστρας στο κάθε μουσικό κομμάτι, στο κάθε τραγούδι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο ενορχηστρωτής γράφει σε παρτιτούρες αυτά τα μέρη, αφού πάρει το σκελετό του κομματιού από τον συνθέτη. Τότε ο ενορχηστρωτής γίνεται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, συνδημιουργός.
Στα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τραγούδια, κατά κανόνα, οι συνθέτες ενορχήστρωναν εκ του σύνεγγυς τα τραγούδια τους, χωρίς να γράφουν παρτιτούρες. Μαζεύονταν οι μουσικοί στο στούντιο, στο μαγαζί ή στο σπίτι, και ο συνθέτης έπαιζε στο μπουζούκι τη μελωδία, συμπληρώνοντας κάποια μέρη στο τραγουδιστό ή στο μιλητό, και οι έμπειροι μουσικοί ακολουθούσαν κατά πόδα.
Στην εξέλιξη, ιδίως από τότε που άρχισαν να αυξάνονται τα όργανα στη λαϊκή ορχήστρα, χρειάζονταν παρτιτούρες τουλάχιστον για μερικά όργανα, όπως το πιάνο και τα πνευστά. Ο συνθέτης ή ο σολίστας μπουζουξής έπαιζε τη μελωδία και το ρυθμό και κάποιος άλλος μουσικός αναλάμβανε να κάνει τις μεταγραφές για τα όργανα της ορχήστρας. Στην πορεία, έμαθαν να γράφουν και να διαβάζουν νότες αρκετοί από τους λαϊκούς συνθέτες και μουσικούς.
Στις εισαγωγές, στις γέφυρες και στα στολίδια ή κεντήματα, που έλεγε κι ο Ζαμπέτας, οι μπουζουξήδες αυτοσχεδίαζαν και ποτέ κανένας δεν έγραφε παρτιτούρες γι’ αυτούς.
Στη λαϊκή ορχήστρα υπήρχε σχεδόν πάντα κάποιος μουσικός που ήξερε νότες και αναλάμβανε το ρόλο του ενορχηστρωτή ή απλά έγραφε παρτιτούρες για τα μέρη που έπρεπε να παίξει η κιθάρα ή το μπάσο, πάντα σε στενή συνεργασία με το συνθέτη. Η Ευαγγελία Μαργαρώνη έκανε αυτή τη δουλειά στο πιάνο για λογαριασμό του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο κιθαρίστας Μπάμπης Μαλλίδης, από τους πιο αφανείς ήρωες της λαϊκής μουσικής, έγραφε τις παρτιτούρες για λογαριασμό πολλών συνθετών. Και όσο οι απαιτήσεις ανέβαιναν, ο ενορχηστρωτής γινόταν όλο και πιο απαραίτητος. Ο Άκης Πάνου, για παράδειγμα, είχε χρησιμοποιήσει τον Γεράσιμο Λαβράνο, τον Νέστωρα Δάνα και τον Νάκη Πετρίδη για να γράψουν τις παρτιτούρες των κομματιών του υπό τις οδηγίες του. Ο ίδιος πέρα από τη μελωδία και το ρυθμό του τραγουδιού που τα όριζε παίζοντας μπουζούκι ή κιθάρα, έδινε οδηγίες στον ενορχηστρωτή, τι όργανα ήθελε, τι ύφος ήθελε, τι εισαγωγές ήθελε κ.λπ. Έκανε πολλές παρεμβάσεις μέχρι να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που ο ίδιος επιδίωκε. Υπήρχαν, όμως, και συνθέτες που άφηναν μεγαλύτερα περιθώρια στον ενορχηστρωτή είτε εξ αιτίας της δικής τους άγνοιας είτε λόγω της μεγάλης εμπιστοσύνης που του είχαν.
Από την πρώτη φάση της δισκογραφίας, υπήρχαν μορφωμένοι μουσικοί που αναλάμβαναν τις ενορχηστρώσεις των δεκάδων μεμονωμένων τραγουδιών που ηχογραφούνταν. Από τους σημαντικότερους, ο Σπύρος Περιστέρης και ο Στέλιος Χρυσίνης, στα σμυρνέικα και τα λαϊκά. Αλλά και στα νεότερα χρόνια, μερικοί μουσικοί ενορχηστρωτές είχαν πάρα πολύ δουλειά στο στούντιο, όπως ο Κώστας Κλάβας και ο Χάρης Ανδρεάδης. Ακόμα και οι έντεχνοι χρησιμοποιούσαν ενορχηστρωτές σε κάποια έργα τους, π.χ. ο Θεοδωράκης τον Τάσο Καρακατσάνη. Και βέβαια, οι παραγωγοί των εταιριών είχαν τους ενορχηστρωτές της προτίμησής τους όταν έκαναν δίσκους με τραγούδια διαφόρων συνθετών. Σε ειδικές περιπτώσεις, που υπήρχαν τραγούδια πολύ διαφορετικού ύφους στον ίδιο δίσκο, μπορεί τα κομμάτια να μοιράζονταν σε περισσότερους ενορχηστρωτές, επειδή άλλοι θεωρούνταν καλύτεροι στο λαϊκό, άλλοι στο έντεχνο και άλλοι στο ελαφρό. Πολλοί έκαναν παρόμοια δουλειά και στα κέντρα διασκέδασης. Έστηναν το πρόγραμμα, διάλεγαν τα τραγούδια και τα ενορχήστρωναν για να τα παίζει η ορχήστρα του μαγαζιού, όπως ο Σπύρος Παπαβασιλείου, ο Χάρης Λυμπερόπουλος, ο Στέλιος Λαζάρου κ.ά.
Μερικοί λαϊκοί συνθέτες ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν μουσική και έκαναν οι ίδιοι εξ αρχής τις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών τους, π.χ. ο Θόδωρος Δερβενιώτης, ο Τάκης Σούκας και ο Τάκης Μουσαφίρης. Οι περισσότεροι έντεχνοι είχαν τελειώσει ωδεία και δεν χρειάζονταν άλλους ενορχηστρωτές, όπως ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Θάνος Μικρούτσικος κ.λπ. Ο Σταύρος Ξαρχάκος, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, έδωσε πολύ μεγάλο βάρος στην ενορχήστρωση. Στην πραγματικότητα, έκανε μεγάλες διασκευές πάνω στα έργα σημαντικών δημιουργών, του Βασίλη Τσιτσάνη συμπεριλαμβανομένου. Ο Μάνος Χατζιδάκις έδινε παρτιτούρες στους μουσικούς, αλλά την ώρα της ηχογράφησης, ακούγοντας τι έβγαινε από το παίξιμο, έκανε πολλές αλλαγές επί τόπου μέχρι να ικανοποιηθεί ο ίδιος. Κάπως έτσι έδινε σάρκα και οστά στα τραγούδια του και ο Σαββόπουλος που στο «Περιβόλι του Τρελλού» χρησιμοποίησε τις γνώσεις και το ταλέντο του Γιώργου Κοντογιώργου για να κάνει το άλμα από τα τραγούδια με κιθάρα στα τραγούδια με ορχήστρα.
Η Λύρα είχε τον Μαμαγκάκη, για ένα διάστημα. Πας παρτού, έγραφε τις παρτιτούρες και διεύθυνε τις ορχήστρες στο στούντιο για όλα τα είδη της μουσικής και του τραγουδιού. Ρεμπέτικα, λαϊκά, έντεχνα και τα δικά του εννοείται. Ακόμα και τα λεγόμενα τουριστικά. Πολύ ευφάνταστος άνθρωπος, γρήγορος και αποτελεσματικός.

Ο Κύκλος με την Κιμωλία
Οι σχέσεις μου με τον Μαμαγκάκη ήταν πολύ καλές. Είχε χιούμορ, ήταν ανοιχτός και συνεργάσιμος. Έτσι, όταν ανέλαβα υπεύθυνος ρεπερτορίου στη CBS, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, με προσέγγισε και μου πρότεινε ένα έργο που είχε έτοιμο, τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ σε ελληνική απόδοση του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ο Νίκος ήξερε ότι ο ίδιος δεν είχε μεγάλη απήχηση σαν συνθέτης. Τα περισσότερα έργα του απευθύνονταν σε ένα πιο ψαγμένο ακροατήριο. Είχαμε όλοι μεγάλη εκτίμηση στην αξία του, αλλά σαν τραγουδοποιός δεν είχε την απήχηση που είχαν οι άλλοι έντεχνοι συνθέτες, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος και οι λοιποί. Αφετέρου, πέρα από το γεγονός ότι ο Μπρεχτ δεν ήταν εμπορικός από τη φύση του, το έντεχνο τραγούδι υπό τη μορφή έργου βρισκόταν σε υποχώρηση μετά την κυριαρχία του στα δύο-τρία πρώτα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ο Νίκος ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος και όλα αυτά τα γνώριζε καλά. Γι’ αυτό, μου είπε ότι είχε εξασφαλίσει τη συμμετοχή της Μαρίας Φαραντούρη ως βασικής ερμηνεύτριας του έργου. Και μ’ αυτό το συνδυασμό Μαμαγκάκης-Μπρεχτ-Καμπανέλλης-Φαραντούρη συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε στην ηχογράφηση του έργου. Μάλιστα, επειδή δεν έπαιρνε πια μισθό από τη Λύρα και είχε αποδεσμευθεί, χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Με βάση τη σχέση εμπιστοσύνης που είχαμε, φρόντισα να του καταβληθεί ένα σημαντικό τότε ποσό σαν προκαταβολή έναντι δικαιωμάτων πριν ακόμα υπογράψει το σχετικό συμφωνητικό με την εταιρία που χρειαζόταν μερικές μέρες για να συνταχθεί. Δυστυχώς, σ’ αυτό το μικρό διάστημα που μεσολάβησε, ο Νίκος, μια μέρα στο σπίτι του, στην Κυψέλη, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Ζώνης, μου ανακοίνωσε ότι δεν είχε τελικά εξασφαλισμένη τη Φαραντούρη και πρότεινε να προχωρήσει στην ηχογράφηση με τη νεαρή ηθοποιό Κάτια Γέρου στη θέση της. Αυτή η αλλαγή, μονομερώς, ουσιαστικά ακύρωνε τη συμφωνία, αφού η συμμετοχή της Φαραντούρη αποτελούσε βασικό όρο της συμφωνίας, αλλά υπήρχε ένα σοβαρό εμπόδιο. Ο Νίκος είχε εν τω μεταξύ ξοδέψει τα λεφτά που είχε πάρει και δεν μπορούσε να τα επιστρέψει. Και τότε, βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί είχα κάνει το λάθος να πιέσω την εταιρία να του δοθεί η προκαταβολή προτού υπογραφεί η σύμβαση. Έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στη διακοπή της συνεργασίας με απώλεια του σημαντικού ποσού που του είχε καταβληθεί, πράγμα που με εξέθετε ηθικά και επαγγελματικά, και στη συνέχισή της χωρίς την καθοριστική συμμετοχή της Φαραντούρη. Διάλεξα το δεύτερο, αλλά η σχέση μου με τον Νίκο κρύωσε. Με είχε αφήσει ακάλυπτο.
Ο «Κύκλος με την κιμωλία» πέρασε μάλλον απαρατήρητος και λίγοι γνωρίζουν την ύπαρξή του. Η Κάτια Γέρου, άπειρη σαν τραγουδίστρια, έδωσε τον καλύτερο εαυτό της, αλλά δεν είχε την εμβέλεια μιας Φαραντούρη που εκείνη την εποχή ήτανε στα φόρτε της. Οι μελωδίες του Μαμαγκάκη ήταν καλές, αλλά μάλλον δύσκολες για να τραγουδηθούν από ερασιτέχνες και επαγγελματίες. Και, εννοείται, οι ενορχηστρώσεις του θαυμάσιες. Παρ’ όλη την πικρία μου, του εξασφάλισα τον προϋπολογισμό που χρειαζόταν για να ηχογραφήσει το έργο άνετα χωρίς περικοπές. Ακόμα και το εξώφυλλο ήταν διπλό, κάτι που γινόταν μόνο για δίσκους που οι εταιρίες προσδοκούσαν μεγάλες πωλήσεις. Έτσι, ο «Κύκλος» δισκογραφήθηκε και κυκλοφόρησε, αλλά η συνεργασία μας δεν είχε συνέχεια. Δεν είχα πια όρεξη να συνεργαστώ μαζί του. Σαν παραγωγός δεν μετάνιωσα που επωμίσθηκα μια εμπορική αποτυχία, γιατί ο «Κύκλος» μέσα στην αφάνειά του παραμένει ένα σημαντικό έργο του Νίκου Μαμαγκάκη. Απλά, καμιά φορά, όταν παίζω κάποιο από τα κομμάτια του δίσκου στη ραδιοφωνική μου εκπομπή, σκέφτομαι ότι προσωπικά μου στοίχισε τη φιλία μου με τον Νίκο, κι αυτό δεν είναι μικρό κόστος.
Τα χρόνια πέρασαν, συναντιόμασταν εδώ κι εκεί, ο «Κύκλος» είχε μείνει πίσω. Πέρσι, στο τμήμα Πολιτισμού του Συνασπισμού, συζητήσαμε την πρόταση να οργανώσουμε μία συναυλία βασισμένη στο έργο του Μαμαγκάκη «Το Τραγούδι του Μπελογιάννη και της Έλλης Παππά» (Ιδαία, 2010). Τελικά, η ιδέα δεν υλοποιήθηκε γιατί αφενός είχε μεγάλο κόστος -μεγάλη ορχήστρα, πολλές πρόβες, υψηλές αμοιβές- και αφετέρου δεν βρισκόταν στο χρόνο που θέλαμε και με τους όρους που μπορούσαμε, ο κατάλληλος χώρος για την επιτυχή πραγμάτωσή της.
Αυτά για την ιστορία. Ο Νίκος Μαμαγκάκης ήταν ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες διανοούμενους της εποχής μας. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει και ας του είμαστε για πάντα ευγνώμονες για το έργο που άφησε σε όλους μας κληρονομιά.

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!