Να μιλήσουμε με λόγια ξεκάθαρα και σταράτα. Του Μάρκου Δεληγιάννη

Καθώς ο χρόνος, ο νιογέννητος, έκανε τα πρώτα δειλά βήματα στης ιστορίας τα κιτάπια, η μνήμη, ακράταγη, μπαρκάρισε ταξίδι για τα περασμένα. Ήρθε κι άραξε σε λιμάνια ξεχασμένα.
Ήταν τότε, που πληρωμένοι ρήτορες, πάντα οι ίδιοι, διαλαλούσανε στις λιμανίσιες γειτονίες μας, πως ζωοδότης ήλιος, επιτέλους, θ’ ανατείλει και στης πολύπαθης πατρίδας τον ουρανό! Η Ευρώπη -τι τύχη- θα μας δεχθεί στα σαλόνια της, θα γίνουμε μια οικογένεια! Φτάνει, βέβαια, να πρυτανεύσει η λογική, η σύνεση: Το κεφάλι σκυφτό κι η θέληση να ’ναι υπάκουη στις διαταγές των αρχόντων! Αυτοί, άλλωστε, ξέρουν.
Μαντατοφόροι διέσχισαν τη χώρα από βοριά μέχρι νοτιά κι από Ανατολή μέχρι Δύση κομίζοντες μηνύματα ελπιδοφόρα από την πολιτισμένη Εσπερία. Δεν χρειάζεται πλέον, ω κάτοικοι, της σκληρά δοκιμαζόμενης Ελλάδας να μοχθείτε στ’ αβέβαια χώματα μονομαχώντας με της φύσης τα στοιχειά. Τέρμα στον αναίτιο ιδρώτα. Θα σας επιδοτούμε! Η νεοελληνική γραμματεία απέκτησε καινούργιες λέξεις: Επιδότησης. Κι εμείς πεισθήκαμε. Ανταλλάξαμε της γης τ’ αρώματα, τη μυρωδάτη πνοή του ρετσινιού, το σιγοτράγουδο του ρυακιού, της κοπριάς την αψάδα, με τεράστιους όγκους τσιμεντένιας ασχήμιας και με τους κινούμενους ναούς της μοναξιάς: Τ’ αυτοκίνητα! Προϊόντα μαγικά από την πολιτισμένη Ευρώπη.
Οι μηνύτορες είπαν κι άλλα θαυμαστά. Πως οι καιροί άλλαξαν. Καιρός κι εμείς να εκσυγχρονιστούμε. Ας παραδώσουμε, λοιπόν, κι εμείς τα πλοία μας -τα ξύλινα τείχη- στην πυρά. Έτσι η θάλασσα κι οι αέρηδες δεν θα μας μαστιγώνουν πλέον. Το ψάρεμα θα το αναθέσουμε στους άλλους, στους Αφρικανούς. Εμείς θα εισπλεύσουμε στη μακαριότητα του καφενείου κι εκεί, σαν που ταιριάζει στη φυλή μας, θα φιλοσοφούμε ανενόχλητοι, απαλλαγμένοι από το άγχος της επιβίωσης. Η Ευρώπη θα μας συνταξιοδοτήσει!
Κι εμείς τα πιστέψαμε όλα αυτά και παραδώσαμε τα όμορφα σκαριά μαζί με του ναύτη το δάκρυ τ’ αλμυρό στης λήθης την ακύμαντη έρημο. Άλλωστε, μ’ έμφαση, μας τόνισαν πως άλλη λύση δεν υπάρχει για να ζήσουμε λεύτεροι. Διαφορετικά, στη γωνιά οι κομμουνιστές καραδοκούν. Κι εμείς επιλέξαμε το αυτονόητο: Τη Δημοκρατία των φρακοφορεμένων γαστέρων.
Τα χρόνια πέρασαν και τα περασμένα, σαΐτα που σημαδεύει τα μελλούμενα, μας καταδιώκουνε. Τα ίδια μεγαλόπρεπα μηδενικά, οι βαρύγδουποι πατριώτες, πάντα έτοιμοι τη μάσκα να φορέσουνε κι απ’ το σωρό των σκλάβων μια αρμαθιά ανθρώπους να διαλέξουνε, τροφή στου ξένου Μολώχ το αδηφάγο στομάχι. Πάντα οι ίδιοι -παραχαράκτες της αλήθειας, πρόστυχες πένες του βούρκου τη μπόχα ευλογούνε- επιχειρούν την όρασή μας ν’ αρπάξουν κι ύστερα με κυνισμό την στραβομάρα μας περιγελούν.
Μας είπανε με στόμφο περίσσιο, πως αν δεν συλλάβουμε των καιρών τα μηνύματα, γρήγορα θα πτωχεύσουμε! Κι εμείς ενδώσαμε στης σειρήνας το σαγηνευτικό τραγούδι. Εναποθέσαμε το είναι μας σε μια φούσκα – το Χρηματιστήριο. Κι ύστερα ήρθανε τα χειρότερα. Η φούσκα έσπασε! Αέρας ξεχύθηκε, βρομερός και σάπιος, στις ανοχύρωτες πόλεις μας.. Αναρωτηθήκαμε: Ποιος άραγε να φταίει; «Το κακό το ριζικό μας ή ο θεός που μας μισεί».
Κι ήρθανε πάλι οι ίδιοι -του λαού οι δήμιοι, του ξένου τα σκυλιά- να μας καθησυχάσουν. Υπουργοί με σταθερή φωνή που αντίρρηση καμιά δεν ανεχότανε μας είπαν πως τα πράγματα τώρα άλλαξαν. Η ευρωπαϊκή οικογένεια απέκτησε κοινή μονέδα! Και μεγαλόψυχοι όπως είναι οι αφέντες μας έβαλαν και μας στο κόλπο. Εμείς τότε αναπνεύσαμε. Ένα βάρος έφυγε απ’ τα στήθια μας. Είπαμε: Επιτέλους, θα γίνουμε Ευρωπαίοι!
Μα γρήγορα τα πρώτα σύννεφα μουτζούρωσαν τον ουρανό. Οι καλοταϊσμένοι εντολοδόχοι των αφεντικών μας διεμήνυσαν συνοφρυωμένοι πως έχουμε κρίση! Κι αν θέλουμε απ’ αυτήν να βγούμε θα πρέπει να κάνουμε κι εμείς παραχωρήσεις. Αυτό ντροπή δεν είναι, άλλωστε θα’ ναι μαζί μας οι νόμοι -εμείς τους φτιάξαμε- και ο Τύπος που εμείς πληρώνουμε. Καιρός να ξεχάσουμε, εμείς οι ιθαγενείς, συνήθειες παλιές: συντάξεις και μισθούς, σχολεία και νοσοκομεία, θα σας τα πάρουμε γιατί δεν τ’ αξίζετε, έτσι θεόστραβοι όπως είσθε.
Τα χρόνια πέρασαν κι όμως τίποτα δεν άλλαξε. Φίλοι μου, όχι! Καιρός των μεγάλων ανακατατάξεων. Καιρός της άρνησης. Καιρός των κατεδαφίσεων. Ο πολιτισμός των αγορών, πτώμα αποσυνθεμένο έχει γεμίσει την ατμόσφαιρα αναθυμιάσεις αποπνικτικές.
Οι νέοι άνθρωποι, καθώς ανοίγουνε τα μάτια μπροστά στο θάμα της ζωής λεύτεροι από προλήψεις, με τον πυρετό της δημιουργίας να φλογίζει τη ματιά τους, ζητάνε μια διέξοδο από τον σιχαμερό υπόνομο.
Χρέος μας να μιλήσουμε προς όλες τις κατευθύνσεις με λόγια ξεκάθαρα και σταράτα:
Πώς εδώθε να βγούμε; Όχι ένας-ένας!
Όλοι μαζί και μοναχός Κανένας
Σα φτάσ’ η έσχατη ανάγκη να σωθείς;
Ενωμένος Λαός θα σηκωθείς.
(Κ. Βάρναλης)

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!