του Ερρίκου Φινάλη
Για μια φορά, οι δημοσκόποι (σχεδόν) επιβεβαιώθηκαν: ο λόγος για το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στο ισπανικό κράτος, όπου η Δεξιά, το ακροδεξιό VOX και ο συνασπισμός SUMAR πήραν πάνω-κάτω τα ποσοστά που είχαν προβλέψει οι προεκλογικές έρευνες. Μοναδικό παραπάτημα των δημοσκοπήσεων ήταν η άνω του αναμενόμενου ενίσχυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος που, επισείοντας τον μπαμπούλα της Ακροδεξιάς, λεηλάτησε μεταξύ άλλων την εκλογική βάση των ήδη ευάλωτων αυτονομιστικών κομμάτων της Καταλονίας.
Πιο συγκεκριμένα:
- Σχεδόν 3 εκατομμύρια ψήφων κέρδισε το δεξιό Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ), με το ποσοστό του να κάνει άλμα, στο 33,1% από 20,8% το 2019, και στις 137 έδρες από 90. Αλλά και το κυβερνών έως τώρα Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE) του πρωθυπουργού Σάντσεθ αύξησε τις ψήφους του κατά ένα σχεδόν εκατομμύριο και το ποσοστό του κατά 3,7%: έλαβε 31,7% έναντι 28% το 2019. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αποτυχία του ακροδεξιού VOX να διατηρήσει το 15,1% του 2019 (έχασε 2,7% και 19 έδρες), στερεί από τον ηγέτη της παραδοσιακής Δεξιάς, τον Πέδρο Νούνιεθ, τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με τη συμμετοχή –ή την υποστήριξη– της μέχρι πρόσφατα αποσυνάγωγης Ακροδεξιάς.
- Από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, ο συνασπισμός SUMAR (στον οποίο συμμετέχουν οι Podemos, η Ενωμένη Αριστερά, τα πράσινα κόμματα κ.ά.) κατάφερε να επιπλεύσει με μικρές σχετικά απώλειες –ανάλογες με αυτές της Ακροδεξιάς– αποσπώντας 12,3% και 31 έδρες. Τα αυτονομιστικά κόμματα, που συγκροτούν την πέμπτη «πολιτική οικογένεια» της βουλής του ισπανικού κράτους, παρέμειναν (αθροιστικά) πρώτη δύναμη στη Χώρα των Βάσκων και ενισχύθηκαν στη Γαλικία, αλλά υπέστησαν απώλειες στην Καταλονία – γεγονός που εξηγείται από τη κρίση στρατηγικού προσανατολισμού του κινήματος για την ανεξαρτησία, αλλά και από τον έντεχνα καλλιεργημένο φόβο για επέλαση της Ακροδεξιάς, που έστρεψε εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρων στο Σοσιαλιστικό Κόμμα.
- Συνολικά μιλώντας, ο μπαμπούλας της Ακροδεξιάς με τον οποίο οι κυβερνώντες τρομοκρατούσαν τους δυσαρεστημένους από την κεντροαριστερή διαχείριση της περασμένης τετραετίας, αποδείχθηκε λίαν χρήσιμος και έκανε τη δουλειά του – μάζεψε δηλαδή αρκετές ψήφους για το «μικρότερο κακό». Την ώρα της κάλπης, βέβαια, αποδείχθηκε μάλλον ξεφούσκωτος. Μάλιστα προκαλεί απορία το πού στηριζόταν η υστερία που καλλιεργήθηκε, δεδομένου ότι όλες οι δημοσκοπήσεις έδιναν στο VOX ποσοστό σαφώς μικρότερο από το 15,1% του 2019. Όπως προκαλεί εντύπωση και το γεγονός ότι οι θεσμικοί ανησυχούντες απέφυγαν να στοχοποιήσουν την πρόθεση της «δημοκρατικής» Δεξιάς να κυβερνήσει με τη στήριξη των ακροδεξιών…
- Κι έτσι το ΡΡ έφτασε στην πηγή, αλλά νερό δεν ήπιε. Ας σημειωθεί ότι και του ΡΡ η εντυπωσιακή ενίσχυση σχετικοποιείται από το γεγονός της πλήρους εξαφάνισης των ακραίων νεοφιλελεύθερων Ciudadanos, των οποίων οι ψηφοφόροι –μαζί με ένα τμήμα αυτών του Vox– στράφηκαν μαζικά στην παραδοσιακή Δεξιά. Το γεγονός ότι ο Σάντσεθ παραμένει πρωθυπουργός (έστω και υπηρεσιακός) μέχρι να επιλυθεί, αν επιλυθεί, το πρόβλημα σχηματισμού κυβέρνησης αυξάνει την απογοήτευση στους κόλπους του ΡΡ.
Και τώρα τι;
Σε κάθε περίπτωση, η «ισορροπία τρόμου» μεταξύ του δεξιού και του κεντροαριστερού μπλοκ ανανεώθηκε (ενώ παραμένει, αν και αδυνατισμένη, η αυτονομιστική «σφήνα» που δεν επιτρέπει σε κανένα από τα δύο να αποσπά κοινοβουλευτική πλειοψηφία). To 2019 τα 3, τότε, κόμματα που συγκροτούσαν τον συντηρητικό πόλο (ΡΡ, VOX, Ciudadanos) συγκέντρωναν αθροιστικά 42,7%, έναντι 43,4% του αντίπαλου μπλοκ (που κι αυτό τότε απαρτιζόταν τότε από 3 σχηματισμούς: PSOE, Podemos, Más País). Και σήμερα η ισοπαλία λίγο-πολύ συνεχίζεται: 45,5% η Δεξιά (ΡΡ και VOX) και 45,4% η Κεντροαριστερά (PSOE και SUMAR).
Τις επόμενες εβδομάδες θα διαφανεί πόσο και προς ποια κατεύθυνση το «βαθύ κράτος» της Μαδρίτης αλλά και η ευρωκρατία (δεδομένου ότι έχει ήδη ξεκινήσει, από 1ης Ιουλίου, το εξάμηνο της ισπανικής προεδρίας στο Συμβούλιο της Ε.Ε.) θα πιέσουν για γρήγορο σχηματισμό κυβέρνησης. Διαφορετικά το ισπανικό κράτος μπορεί να ξανακυλήσει στην αστάθεια που σημάδεψε τα χρόνια 2015-2019, με δύο εκλογικές αναμετρήσεις σε ένα εξάμηνο το 2015-16 κι άλλες δύο το 2019. Η αριθμητική της νέας βουλής πάντως μπλοκάρει τις «εύκολες λύσεις», και όλες οι άλλες δυνατότητες σήμερα φαντάζουν δύσκολες – και δίχως σοβαρή εγγύηση μακροβιότητας [βλ. και το σχετικό πλαίσιο].
Παρεμπιπτόντως, αναλαμβάνοντας την προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε. λίγο πριν προσφύγει στις κάλπες, ο «σοσιαλιστής» πρωθυπουργός Σάντσεθ δήλωνε: «Η Ευρώπη έχει δείξει πόσα μπορεί να κάνει για την Ισπανία. Ήρθε πλέον η ώρα να δείξει η Ισπανία στον κόσμο πόσα μπορούμε να κάνουμε για την Ευρώπη». Εάν λοιπόν η Ισπανία φιλοδοξεί να… ανταποδώσει στην Ε.Ε. το «καλό» που αυτή της έκανε κατατάσσοντάς την στα PIGS και μετατρέποντας εκατομμύρια πολίτες της σε δουλοπάροικους των χρηματοπιστωτικών όρνεων, το καλύτερο για όλους τους Ευρωπαίους θα είναι η πολιτική αστάθεια στο ισπανικό κράτος να κρατήσει τουλάχιστον ένα εξάμηνο!
Η αριθμητική της νέας ισπανικής βουλής
Κανένα από τα δύο συστημικά μπλοκ δεν αποσπά κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, στην πρώτη ψηφοφορία για ψήφο εμπιστοσύνης σε νέα κυβέρνηση απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών. Εάν κανένας υποψήφιος δεν την αποκτήσει, πραγματοποιείται δεύτερη ψηφοφορία, στην οποία απαιτείται απλή πλειοψηφία (περισσότερα «ναι» από «όχι»). Αυτό δίνει τη δυνατότητα να παρασχεθεί ανοχή σε κυβέρνηση κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, π.χ. μέσω αποχής από την ψηφοφορία για ψήφο εμπιστοσύνης. Με τη δεδομένη σύνθεση, υπάρχουν οι εξής δυνατότητες:
1) Ακόμη και με τη στήριξη του VOX, για να φτάσει τις 176 έδρες το δεξιό ΡΡ θα χρειαστεί την ανοχή των πιο μετριοπαθών αυτονομιστών. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θεωρείται σχεδόν απίθανο: ακόμη και το βασκικό εθνικιστικό κόμμα PNV (5 έδρες), που πριν χρόνια είχε συνεργαστεί με το ΡΡ, δηλώνει ότι δεν το συζητά καν.
2) Με την υποστήριξη του SUMAR συν την ανοχή του συνόλου των αυτονομιστικών κομμάτων, ο Σάντσεθ θα μπορούσε να κυβερνήσει. Το μεγαλύτερο αγκάθι για μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται να είναι το καταλανικό κόμμα JxCAT-JUNTS του Πουτζντεμόν (7 έδρες), που είχε εκλεγεί πρόεδρος της Καταλονίας αλλά καθαιρέθηκε από τη Μαδρίτη, και πλέον τηρεί την πιο σκληρή στάση έναντι της ισπανικής κυβέρνησης.
3) Το «τρελό» σενάριο: ένας μεγάλος συνασπισμός ή τέλος πάντων κάποιας μορφής συνεννόηση μεταξύ του PP και του PSOE. Και τα δύο μεγάλα κόμματα απεύχονται έναν τέτοιο καταναγκασμό, αν και είναι κάτι που συζητιέται από δυναμικούς παράγοντες του ισπανικού κράτους και θα γινόταν δεκτό με ενθουσιασμό από τις Βρυξέλλες, που ξορκίζουν την «αστάθεια».
Η πάγια εξαίρεση στον ισπανικό κανόνα
Το δεξιό μπλοκ (άθροισμα ΡΡ+VOX) συγκεντρώνει κατά μέσο όρο 45,5% στο σύνολο του ισπανικού κράτους. Αλλά στη Χώρα των Βάσκων είναι περιορισμένο σε ένα ισχνό 14,1%, ενώ και στην Καταλονία το αντίστοιχο άθροισμα είναι μόλις 21,1%. Πρόκειται για τις δύο «επαρχίες» της Μαδρίτης όπου, άσχετα με το πόσο δύσκολη είναι η εκάστοτε συγκυρία και πόση πίεση υφίστανται οι κοινωνίες τους, η εχθρότητα προς την ισπανική Δεξιά και ό,τι αυτή εκπροσωπεί είναι βαθιά ριζωμένη.
Κατά τα άλλα, η κατάσταση έχει αντιστραφεί σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές: στη Χώρα των Βάσκων παγιώνεται ο μειοψηφικός χαρακτήρας των «ισπανοφρόνων» κομμάτων (PSOE-PP-VOX), και επιπλέον εντός του αυτονομιστικού μπλοκ ενισχύεται το κόμμα της Πατριωτικής Αριστεράς (EH Bildu) εις βάρος του μετριοπαθούς PNV. Κι αυτό το «περίεργο» συμβαίνει παρά τη μεγάλη κρίση και αποστράτευση που διαπερνά αυτό το ρεύμα αφότου διαψεύστηκαν οι προσδοκίες γοργής προώθησης του στόχου της αυτοδιάθεσης με βάση τη νέα πολιτική γραμμή για αποκλειστικά ειρηνικό αγώνα.
Στην Καταλονία, αντίθετα, η σαφής υπεροχή των αυτονομιστικών κομμάτων στις εκλογές του 2019 έναντι των ισπανοφρόνων αποτελεί παρελθόν. Κύρια αιτία είναι η κυριαρχία της λογικής του «μικρότερου κακού» στη λαϊκή βάση του κινήματος για ανεξαρτησία, αφότου παγιώθηκε η αίσθηση της αποτυχίας της γραμμής για επίλυση του καταλανικού ζητήματος μέσα από το δημοψήφισμα, και δεν βρέθηκε αποτελεσματικός τρόπος να αποκρουστεί η σιδηρά πυγμή της Μαδρίτης. Έτσι, μπροστά στον φόβο επανόδου της Δεξιάς, το Σοσιαλιστικό Κόμμα εκτινάχθηκε στην πρώτη θέση. Ένδειξη της απογοήτευσης που επικρατεί ήταν και η αισθητή αύξηση της αποχής, σε αντίθεση με τη συνολική μείωσή της σε επίπεδο ισπανικού κράτους.