Όταν οι δυναμικοί παράγοντες που κινούν τα νήματα των Δημοκρατικών αποφάσισαν να ξεφορτωθούν τον Μπάιντεν και στη θέση του να στήσουν την επί χρόνια εξαφανισμένη από το προσκήνιο αντιπρόεδρο Καμάλα Χάρις, η ενθουσιώδης προβολή που της δόθηκε από τα ελληνικά ΜΜΕ ήταν άνευ προηγουμένου. Ούτε στα μιντιακά προπύργια των Δημοκρατικών στην Ουάσιγκτον δεν υπήρξε τόση εξύμνηση της φρεσκάδας της, του χαμόγελού της, της αισιοδοξίας που φέρνει, του πόσο σπουδαίο είναι ότι πρόκειται για γυναίκα και μάλιστα μαύρη κ.ο.κ. (αντιθέτως, για τις θέσεις της, αιδήμων σιωπή).
Τα τόσα εγκώμια απηχούσαν την ελπίδα όλου σχεδόν του φάσματος του ελληνικού πολιτικού συστήματος ότι, σε αντίθεση με τον παραπαίοντα Τζο, η Καμάλα θα τα καταφέρει κόντρα στον Τραμπ – μια ελπίδα ιδιοτελή βέβαια, επειδή οι περισσότεροι πολιτικοί μας, ανεξαρτήτως «χρώματος», επί χρόνια ποντάριζαν σχεδόν όλα τα λεφτά τους στους Δημοκρατικούς. Κι έτσι τώρα, που φαίνεται ότι η μάχη είναι αμφίρροπη, ανησυχούν (πλην του… Αλέξη Τσίπρα ίσως, που είναι ο μοναδικός παγκοσμίως «προοδευτικός ηγέτης» ο οποίος είχε πει ότι ο Τραμπ μοιάζει διαβολικός, αλλά τελικά ό,τι κάνει το κάνει για καλό…).
Τέλος πάντων, αυτές οι αγωνίες των πολιτικών υπαλλήλων της ελληνικής αποικίας είναι ασήμαντες και αστείες μπροστά στο τι διακυβεύεται. Και είναι αλήθεια ότι όλη η υφήλιος περιμένει το αποτέλεσμα της ερχόμενης Τρίτης – που μπορεί να αργήσει να γίνει γνωστό, ιδίως αν η μάχη είναι όντως οριακή, και με δεδομένη την παγκόσμια «πρωτοτυπία» των ΗΠΑ, στις οποίες ο νικητής δεν αναδεικνύεται από την όποια λαϊκή πλειοψηφία, αλλά από ένα ενδιάμεσο σώμα εκλεκτόρων ανά πολιτεία. (Εδώ ας υπενθυμιστεί και μια «λεπτομέρεια» που πάντα αφαιρείται από το κάδρο: όποιος δεν έχει δισεκατομμύρια δολάρια για προεκλογικές διαφημίσεις, όποιος δηλαδή δεν έχει υιοθετηθεί από το 1%, είναι σαν να μην υπάρχει).
Το αφόρητο δίλημμα και η ποιότητά του
Το… ντέρμπι των προεδρικών εκλογών χρωματίζεται από μια πρωτοφανή οξύτητα, αντίστοιχη του βάθους της ενδόρρηξης στη βορειοαμερικανική ελίτ. Θα ήταν πάντως χρήσιμο να προσπαθήσουμε να νιώσουμε το αφόρητο δίλημμα ενός Αμερικανού ψηφοφόρου που διατηρεί μια κοινή λογική: Να ψηφίσει έναν τύπο που δεν κρύβει ότι είναι ρατσιστής, μισογύνης κ.λπ. και καυχάται ότι μέσα σε μια μέρα θα σταματήσει όλους τους πολέμους, κι ότι θα ξανακάνει σπουδαία την Αμερική λυγίζοντας πανεύκολα τους Κινέζους κι όποιους άλλους την «απειλούν»; Ή να ψηφίσει μια αποδεδειγμένα πλέον εγκληματία πολέμου, που επιπλέον έχει «ξεχάσει» έστω τα δειλά φιλολαϊκά μέτρα που υποσχόταν η καμπάνια του Μπάιντεν[1], και αποξένωσε ακόμη και μαύρους ψηφοφόρους[2] διακηρύσσοντας μεταξύ άλλων ότι είναι έτοιμη να βάλει και Ρεπουμπλικάνους στην κυβέρνησή της;
Στην ποιότητα αυτού του διλήμματος, που ξεχνιέται πάνω στην τρέλα της τελικής ευθείας, βρίσκεται η ουσία: πρόκειται για ένα σύστημα αδιέξοδο, σκουριασμένο, υποκριτικό, αδιάφορο για το 99% των πολιτών του, και τερατωδώς καταστροφικό και εγκληματικό. Δυστυχώς, τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά –καταστροφικό και εγκληματικό– δεν αφορούν μόνο το εσωτερικό των ΗΠΑ, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη Γη. Που η ίδια η επιβίωσή του απειλείται πρωταρχικά από το γεγονός ότι η βορειοαμερικανική ελίτ είναι ικανή κυριολεκτικά για τα πάντα προκειμένου να ανακόψει την πτωτική πορεία της και επιρροή της σε παγκόσμιο επίπεδο. Όποιος μπορεί να τα συνειδητοποιήσει αυτά, ίσως να μπορέσει να ξεφύγει από τη λογική του ντέρμπι. Αν γλιτώσει βέβαια και από την πλειοψηφία των οργανωμένων ριζοσπαστών και αριστερών, που λένε και ξαναλένε ότι οποιαδήποτε στάση πλην της ψήφου στην Καμάλα Χάρις (για παράδειγμα η υποστήριξη μιας τρίτης υποψηφιότητας όπως της πραγματικά προοδευτικής –για τα δεδομένα των ΗΠΑ– Τζιλ Στάιν) συνιστά έγκλημα καθοσιώσεως.
Έγραψε επ’ αυτού ο πολύς Μπέρνι Σάντερς: «Κάποιοι από εσάς λένε, πώς μπορώ να ψηφίσω την Καμάλα Χάρις αφού υποστηρίζει αυτόν τον τρομερό πόλεμο; Επιτρέψτε μου να σας δώσω την καλύτερή μου απάντηση: ακόμη και σε αυτό το θέμα, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι χειρότερος. Επιπλέον, κι αυτό σας το υπόσχομαι, μετά τη νίκη της Καμάλα θα κάνουμε όλοι μαζί ό,τι μπορούμε για να αλλάξουμε την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στον Νετανιάχου». Ασχολίαστο.
Το αφόρητο δίλημμα του Αμερικανού ψηφοφόρου: Να ψηφίσει έναν ρατσιστή και μισογύνη που καυχάται ότι μέσα σε μια μέρα θα σταματήσει τους πολέμους και θα ξανακάνει σπουδαία την Αμερική; Ή μια αποδεδειγμένα πλέον εγκληματία πολέμου που διακηρύσσει μεταξύ άλλων ότι είναι έτοιμη να βάλει και Ρεπουμπλικάνους στην κυβέρνησή της;
Χάντρες και καθρεφτάκια για τους αναποφάσιστους;
Είναι άγνωστο πόσοι θα πειστούν από τέτοια «επιχειρήματα», αλλά είναι γεγονός ότι ασκείται τεράστια πίεση σε όσους διστάζουν να ψηφίσουν την Χάρις, ιδίως στις λεγόμενες πολιτείες-κλειδιά. Αυτές δηλαδή που είναι αβέβαιες, και μπορούν να καθορίσουν πού θα γύρει η πλειοψηφία του εκλεκτορικού σώματος. Δυστυχώς για τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι βομβαρδίζουν με διαφημίσεις και εκθαμβωτικές συγκεντρώσεις τους ψηφοφόρους αυτών των πολιτειών (κι έχουν πολλά λεφτά για ξόδεμα, αφού συγκέντρωσαν δισεκατομμύρια δολάρια από «πεφωτισμένους» δισεκατομμυριούχους κ.ά. – τουλάχιστον τα διπλάσια από τους Ρεπουμπλικάνους), εκεί κατοικεί και η πλειοψηφία των αραβικής καταγωγής πολιτών των ΗΠΑ. Τους οποίους όμως οι Δημοκρατικοί αντιμετωπίζουν ως ηλίθιους: πώς αλλιώς να εξηγηθεί π.χ. ότι έστειλαν τον Μπιλ Κλίντον να τους «καλοπιάσει», αλλά αυτός τους έβγαλε από τα ρούχα τους λέγοντας ότι ναι μεν στενοχωριέται που σκοτώνονται χιλιάδες γυναικόπαιδα, αλλά… «η Χαμάς αναγκάζει τους ισραηλινούς να σκοτώνουν αμάχους»!
Έτσι δεν κερδίζονται οι κρίσιμες ψήφοι για να ηττηθεί ο Τραμπ, το αντίθετο. Μια δέσμευση της Χάρις ότι εάν συνεχιστεί η γενοκτονία θα σταματήσει την αποστολή όπλων στο Ισραήλ θα ήταν πολύ πιο παραγωγική[3]. Αλλά φυσικά αρνείται έστω και να την υπονοήσει ως προεκλογική υπόσχεση, διότι οι δεσμεύσεις της είναι αλλού. Φαίνεται κι από το γεγονός ότι προτιμά να κάνει προεκλογικές εκδηλώσεις με τον Ρεπουμπλικάνο πρώην αντιπρόεδρο Ντικ Τσέινι, έναν από τους κορυφαίους εν ζωή εγκληματίες πολέμου των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων αρχιτέκτονα της εισβολής στο Ιράκ, που έχει στραφεί κατά του Τραμπ. Ή με την επίσης αντι-Τραμπ κόρη του πρώην αντιπροέδρου, την Λιζ Τσέινι, που δεν κρύβει όμως ότι είναι κι αυτή «γεράκι», πολέμια του δικαιώματος στην άμβλωση κ.ο.κ. Όπως στρώνει ο καθένας θα κοιμηθεί; Σε λίγες μέρες θα δούμε εάν η λαϊκή σοφία διατηρεί την εγκυρότητά της.
Παραπομπές
[1] Τα «ξεχασμένα» σήμερα στοιχεία του προγράμματος των Δημοκρατικών αφορούν την αύξηση του κατώτατου μισθού, την πληρωμένη οικογενειακή άδεια, την επιδοτούμενη παιδική φροντίδα, τη διαγραφή του φοιτητικού χρέους, την καταπολέμηση της αστυνομικής βίας κ.λπ. Γράφει χαρακτηριστικά ο Economist: «Η Κάμαλα Χάρις δεν είναι η ιδανική υποψήφια πρόεδρος, αλλά αντιπροσωπεύει τη σταθερότητα… Φαίνεται αναποφάσιστη και αβέβαιη, αλλά έχει εγκαταλείψει τις πιο αριστερές ιδέες των Δημοκρατικών και διεξάγει μια μάλλον κεντρώα καμπάνια».
[2] Το 80% των μαύρων ψηφοφόρων δηλώνει ότι θα ψηφίσει την Χάρις. Πρόκειται για μεγάλη πτώση, καθώς οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι συγκέντρωναν ανέκαθεν πάνω από το 90% των μαύρων ψηφοφόρων. Οι μαύρες γυναίκες αποτελούν την πιο συμπαγή ομάδα υπέρ της Χάρις: το 83% δηλώνει ότι θα την ψηφίσει. Όμως το 2008 ο Ομπάμα είχε υποστηριχθεί από το 96% των μαύρων γυναικών, ενώ ακόμη και ο Μπάιντεν το 2020 είχε υποστηριχθεί από το 91%.
[3] Σύμφωνα με δημοσκόπηση των YouGov/Underpin που δημοσιοποιήθηκε αυτήν την εβδομάδα, το 61% των αναποφάσιστων ψηφοφόρων που συμμετείχαν στην έρευνα σε επτά κρίσιμες πολιτείες δήλωσαν ότι είναι «πολύ πιο πιθανό» να ψηφίσουν την Χάρις αν θεσπίσει «ένα εμπάργκο όπλων προς το Ισραήλ». Επίσης, το 69% των ερωτηθέντων που δεν σκοπεύουν να ψηφίσουν την Χάρις, ανέφεραν την Παλαιστίνη μεταξύ των κορυφαίων θεμάτων που τους απασχολούν.