Φίλος και συνοδοιπόρος χρόνια τώρα στην πολιτική και στους δρόμους της γραφής αλλά και του κινηματογράφου και του θεάτρου, ο Ηλίας Φραγκάκης στο νέο του μυθιστόρημα «Τώρα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΟΤΑΝ μας οδηγεί σε ένα ταξίδι κυρίως στα χρόνια της μεταπολίτευσης, φθάνοντας μέχρι σήμερα, όχι ακολουθώντας μια κλασική φόρμα, αλλά έναν συνειρμικό τρόπο γραφής.
Όσοι έχουμε βιώσει αυτή την εποχή κυρίως μέσα από την Αριστερά, σίγουρα βρίσκουμε και κομμάτια από τον εαυτό μας.
Μια ιστορία διαψεύσεων, αλλά όχι παραίτησης.
Με όλα τα λάθη και τα στραβά μας, είμαστε ακόμα εδώ!
Ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα που δεν κλείνει τα ζητήματα αλλά ανοίγει παράθυρα διαλόγου με τον συγγραφέα, με τους γύρω μας, αλλά και με τον εαυτό μας.
«Λίγο πριν κοιμηθεί ο άνθρωπος είτε των σπηλαίων είτε του διαδικτύου έστηνε, στήνει και θα στήνει προσωπικές ιστορίες σαν άλλος Όμηρος»
Το νέο σου μυθιστόρημα είναι αρκετά διαφορετικό από προηγούμενες δουλειές σου. Τι σε οδήγησε σε αυτή την προσέγγιση;
Το θέμα ή πιο σωστά ο ήρωας. Στο «Τώρα» ο ήρωας μας, ο Ιούλιος κάνει ένα διανοητικό ταξίδι σε παρελθόν, παρόν και μέλλον με σκοπό να επανεξετάσει, να καταλάβει, να προσδιορίσει τη θέση του στην Ιστορία. Η σκέψη μας, όπως γνωρίζουμε, λειτουργεί αντισυμβατικά. Συνειρμικά. Πηδάει από το ένα στο άλλο χωρίς να παίρνει άδεια από πουθενά. Και εμείς δεν διαμαρτυρόμαστε, είμαστε διαρκώς παρόντες, συνδημιουργοί, συμμέτοχοι και θεατές ταυτόχρονα. Το ίδιο κάνει και η γραφή του βιβλίου. Δεν θα μπορούσε η αφήγηση να μην ακολουθεί τον τρόπο σκέψης του ήρωα. Να μην είναι αντισυμβατική. Πάντα πριν ξεκινήσω έχω αποφασίσει τον τρόπο αφήγησης, τη φόρμα. Δεν ξεκινάω αλλιώς. Δεν είμαι ο συγγραφέας που είναι «μπροστά» από το έργο. Πάντα ακολουθώ. Αφήνω τους χαρακτήρες να μιλήσουν, να αποφασίσουν, να δράσουν. Έτσι λοιπόν κάθε φορά το θέμα καθορίζει τη γραφή και εμένα εντέλει. Αύριο θα «είμαι» και πάλι κάπου αλλού.
Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε κι ως έναν βαθμό αυτοβιογραφικό; Τι από εσένα έχει ο Ιούλιος Βερνίκος;
Αυτοβιογραφικό όχι γιατί όπως λέει κάπου ο Καμύ «τα έργα ενός ανθρώπου εξιστορούν συχνά τις νοσταλγίες ή τους πειρασμούς του, αλλά σχεδόν ποτέ την αληθινή ιστορία του και κυρίως όταν τούτα τα έργα ισχυρίζονται πως είναι αυτοβιογραφικά. Κανείς δεν τόλμησε ποτέ ν’ απεικονίσει πιστά τον εαυτό του». Οπότε όχι. Θα μπορούσε όμως κανείς να πει πως πρόκειται για αυτομυθοπλασία έτσι όπως την όρισε ο Σερζ Ντουμπροφσκί ως μια μυθοπλασία συμβάντων και γεγονότων αυστηρά αληθινών. Έχει πολλά στοιχεία επομένως από εμένα, σε βαθμό που μερικές φορές να αναρωτιέμαι μήπως αυτό το παιδί είναι μια περσόνα δική μου. Δηλαδή θέλω να πω ακόμα και το όνομα Ιούλιος Βερν -ίκος, καταλαβαίνετε, είναι μια μάσκα. Αλλά από την άλλη μας διαφοροποιούν και αρκετά πράγματα. Ο Ιούλιος είναι τόσο «εγώ» όσο και «μη-εγώ». Υπό την έννοια ότι τον παρατηρούσα και τον παρατηρώ ως άλλο πρόσωπο. Όμως εδώ είναι το δικό του παιχνίδι. Αυτός σκέφτεται, «ξαναπαίζει» σκηνές του βίου του/μας, ξαναβιώνει ατομικές και συλλογικές μνήμες, εγώ καταγράφω τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Προτιμώ να τον βλέπω σαν σύντροφο στο ταξίδι που περπατάμε παράλληλα και μοιραζόμαστε κοινές εμπειρίες.
Ποιες θα χαρακτήριζες ως βασικές αναφορές σου;
Γενικά οι βασικές αναφορές μου στην τέχνη είναι πολλές. Σε αυτό ειδικά το βιβλίο όμως νομίζω γίνεται εμφανής η επιρροή του Κορτάσαρ και του Μπουνιουέλ. Με τον Κορτάσαρ θα διαφωνούσαμε μόνο για το ουίσκι. Αυτός το έπινε με σόδα, πράγμα που το θεωρώ ύβρη. Τον αγαπάω όμως και του τα συγχωρώ (γέλια). Με τον Μπουνιουέλ δεν βρίσκω κάτι να διαφωνήσουμε εκτός ίσως από το ότι αυτός χρησιμοποιεί ένα μαύρο κουτί στην «Ωραία της Ημέρας» ενώ εγώ ένα μεταλλικό απ’ αυτά των μπισκότων με τις ζωγραφιές.
Το «Τώρα» είναι θα έλεγες και μια κριτική και ταυτόχρονα αυτοκριτική για τα όσα έκανε και δεν έκανε η Αριστερά;
Η απάντηση είναι ξεκάθαρα ναι. Ο Ιούλιος είναι ο εξεγερμένος άνθρωπος. Αυτός που κάνει όσα πολλοί από εμάς θα θέλαμε αλλά ποτέ δεν θα τολμήσουμε. Μας βάζει σε σκέψεις. Δεν μας χαρίζεται, ούτε στον εαυτό του πρώτα απ’ όλους. Ένας από τους λόγους –ο βασικότερος– της βασανιστικής αυτής Οδύσσειας του Ιούλιου είναι να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του –ατομικό και συλλογικό– σε σχέση με το Χρόνο και τη Μνήμη. Αυτό απαιτεί μια ανελέητη και έντιμη αυτοκριτική.
Όλο μιλάνε για το «τέλος του μυθιστορήματος» κι όλο μοιάζει να αναγεννιέται από τη στάχτη του. Ποιες είναι οι δικές σου σκέψεις;
Έχω ξαναπεί πως όσο οι άνθρωποι ονειρεύονται ξύπνιοι στο κρεβάτι τους, γράφοντας με τη σκέψη τα δικά τους έργα, στήνοντας θιάσους, σκηνοθετώντας και παίζοντας ρόλους σε αυτές τις φωτεινές οθόνες – σκηνές λίγο μπροστά από τα μάτια τους ούτε η γραφή, ούτε το θέατρο, ούτε το σινεμά μπορεί να πάψουν να υπάρχουν. Γιατί απαντούν σε αυτή ακριβώς την ανθρώπινη ανάγκη για παραμυθία, για στοχασμό ακόμη και για αισιόδοξη προοπτική. Βεβαίως υπάρχουν τα προβλήματα, η έλλειψη καλλιέργειας, πολιτικών, οι νέες τεχνολογίες, η τεχνητή νοημοσύνη κλπ κ.λπ. Σωστά. Αλλά λίγο πριν κοιμηθεί ο άνθρωπος είτε των σπηλαίων είτε του διαδικτύου έστηνε, στήνει και θα στήνει προσωπικές ιστορίες σαν άλλος Όμηρος.
Έχεις ασχοληθεί με κινηματογράφο, θέατρο, ποίηση, πεζογραφία. Τι θα έλεγες ότι είναι πιο κοντά σε σένα;
Δεν υπάρχει απάντηση. Έχω ασχοληθεί με όλα αυτά που είπες γιατί καλύπτουν διαφορετικές πλευρές του εαυτού μου, διαφορετικές ανάγκες μου. Εκδηλώνουν δε με εντελώς ιδιαίτερο, ξεχωριστό τρόπο το πάθος για έκφραση και δημιουργία. Δεν θα μπορούσα να αποστερηθώ κάποια από αυτές επομένως.
Πάντως αν με ρωτούσες ποια θεωρώ ότι είναι η πιο δύσκολη «περίπτωση» από όλες τους θα σου έλεγα ανεπιφύλακτα η γραφή είτε είναι σενάριο, είτε ποίηση είτε πεζογραφία.
INFO
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί το άλλο Σάββατο 14/12/24 στις 19:00 στο cafe-bar ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟΣ (Ζωοδόχου Πηγής 27, Εξάρχεια)
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Ηρακλής Λογοθέτης, συγγραφέας και Κωνσταντίνος Μπούρας, ποιητής, κριτικός.
Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει ο Αχιλλέας Κυριακίδης, συγγραφέας, μεταφραστής
Αυτοσχεδιάζει με το σαξόφωνό του ο Δημήτρης Βασιλάκης