Του Τρύφωνος Χρυσοφρύδη. Κι ενώ ο κόσμος χάνεται, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος βραβεύτηκε – και κάνοντας μιαν ακόμη βαβούρα, που λόγω bad timing πήγε χαμένη η μισή, αρνήθηκε το βραβείο.
Aναρωτήθηκε, μάλιστα, γιατί του το έδωσαν, ενώ ήξεραν ότι θα το αρνηθεί. Νομίζω ότι μπορώ να βοηθήσω να απαντήσει στο μισό ερώτημα, υποσύνολο του οποίου είναι άλλωστε το ερώτημα ολόκληρο (κι αυτό το -φαινομενικά- παράδοξο αχρηστεύει οριστικά τη ναρκισσιστική πόζα).
Γιατί βραβεύεται, λοιπόν, σήμερα ένας ποιητής; Καταρχάς, επειδή, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν πάντα και κάποιοι που νοιάζονται (πρωτίστως) για τη λογοτεχνία, μες στον μετρήσιμο κόσμο μας. Άλλωστε, δεν οφείλουμε να νοιαζόμαστε (πρωτίστως) όλοι για το ίδιο πράγμα, θα ήταν παράλογο και αντιδραστικό να το ισχυριστώ. Έτσι, λοιπόν, ενώ ο κόσμος χάνεται, η ποίηση βραβεύεται· γιατί όχι;
Αλίμονο! Δεν είναι έτσι ακριβώς… Η ποικιλία ενδιαφερόντων έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο ενός (μ’ άλλοτε άλλο τρόπο) αξιολογημένου κόσμου, όπου αενάως διαμορφώνεται και καταστρέφεται και ανασυντίθεται, μετασχηματισμένο, ένα «αντικειμενικό» υπόστρωμα: Kάθε τόσο, η πολιτοφροσύνη, η λογική, η παιδεία κι η ικανότητα (που καλλιεργείται) να νοιάζεσαι και για ό,τι δεν αφορά μόνο εσένα, υποδεικνύουν προτεραιότητες, σε πολλούς ταυτοχρόνως. Eνώ η εν λόγω (και κάθε) βράβευση διαδραματίζεται στους αντίποδες όπου ήδη βρισκόμαστε: Στη θέση της ποικιλίας, στη θέση της κοινωνίας δηλαδή, μες στην αναταραχή της οποίας το πάθος κι η έμμονη ιδέα κι η θεμελιωμένη απόφαση είναι δυνατόν ανά πάσα στιγμή να κλονιστούν, απολιθώθηκε τώρα ένα ρεπερτόριο αναπαραστάσεων προς χρήσιν καθενός – αρκεί όλοι να έχουμε γίνει αυτιστικοί: τότε ναι, έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε «ελεύθερα» ζάπιν. Mπορεί καθένας να ενδιαφερθεί για οτιδήποτε, αρκεί να ενδιαφέρεται αναξιολόγητα κι ερήμην των πάντων, αποκλειστικά και διά παντός, σαν καρατερίστας που παίζει το ρόλο του – πράγμα που σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρεται κατ’ ουσίαν για τίποτα, ότι έχει υποπέσει στο μόνο αληθινά θανάσιμο αμάρτημα: την ακηδία.
Tο κατεξοχήν απειλητικό στον αναξιολόγητο ψευδόκοσμο είναι η συνοχή του: Ό,τι μας αφαιρείται, πρέπει ν’ αναπαρασταθεί. H κάθε αναπαράσταση υποστηρίζει όλες τις άλλες. Tελικά, αναπαριστάται καθ’ εαυτήν η αξιολόγηση. Aν το κατανοήσεις αυτό, κατανοείς και ποια σημασία έχουν τα βραβεία: Δεν μπορεί να ‘μας καταναλωτής πάνελ, ψευτοπολίτης δηλαδή, χωρίς να είμαι και ψευδαναγνώστης. Kαι ως ψευδαναγνώστης, θα ήμουν φευγαλέο μόρφωμα, αν δεν είχα την αυταπάτη πως κριτήρια υπάρχουν και λειτουργούν. Eξού και το πλασάρισμα νοθευμένων προϊόντων δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, πρωτεύον. Mεγαλύτερη σημασία, σε τέτοιες θεσμίσεις, έχει η ανάμειξη: Eίναι αναγκαίο να επιβραβεύονται καλά έργα φέτος, σκουπίδια πέρσι – αδιακρίτως…
Δεν είναι δύσκολο, επομένως, να καταλάβουμε αν το εκάστοτε εξειδικευμένο ενδιαφέρον κεντήθηκε πάνω στο μεταμοντέρνο καμβά: αρκεί να προαπαιτεί και ν’ αναπαράγει τη συνοχή του ψευδόκοσμου. Κι αυτή την αναπαραγωγή την εγγυάται ακόμη κι η εναντίωσή μας – αν παρατοποθετηθεί ναρκισσιστικά. Υποτιμάμε τον εαυτό μας, απλώς και μόνο επειδή ασχολούμαστε: με τέτοιο φόντο, κάθε στάση (η ευγνώμων αποδοχή όσο και η υπερήφανη άρνηση, η αφομοίωση όσο και η κραυγαλέα διαφοροποίηση) είναι υπονομευμένη εξαρχής. Είναι ήδη κακό να ξεχωρίζουμε έτσι.
Γιατί βραβεύεται, λοιπόν, σήμερα ένας ποιητής; Καταρχάς, επειδή, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν πάντα και κάποιοι που νοιάζονται (πρωτίστως) για τη λογοτεχνία, μες στον μετρήσιμο κόσμο μας. Άλλωστε, δεν οφείλουμε να νοιαζόμαστε (πρωτίστως) όλοι για το ίδιο πράγμα, θα ήταν παράλογο και αντιδραστικό να το ισχυριστώ. Έτσι, λοιπόν, ενώ ο κόσμος χάνεται, η ποίηση βραβεύεται· γιατί όχι;
Αλίμονο! Δεν είναι έτσι ακριβώς… Η ποικιλία ενδιαφερόντων έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο ενός (μ’ άλλοτε άλλο τρόπο) αξιολογημένου κόσμου, όπου αενάως διαμορφώνεται και καταστρέφεται και ανασυντίθεται, μετασχηματισμένο, ένα «αντικειμενικό» υπόστρωμα: Kάθε τόσο, η πολιτοφροσύνη, η λογική, η παιδεία κι η ικανότητα (που καλλιεργείται) να νοιάζεσαι και για ό,τι δεν αφορά μόνο εσένα, υποδεικνύουν προτεραιότητες, σε πολλούς ταυτοχρόνως. Eνώ η εν λόγω (και κάθε) βράβευση διαδραματίζεται στους αντίποδες όπου ήδη βρισκόμαστε: Στη θέση της ποικιλίας, στη θέση της κοινωνίας δηλαδή, μες στην αναταραχή της οποίας το πάθος κι η έμμονη ιδέα κι η θεμελιωμένη απόφαση είναι δυνατόν ανά πάσα στιγμή να κλονιστούν, απολιθώθηκε τώρα ένα ρεπερτόριο αναπαραστάσεων προς χρήσιν καθενός – αρκεί όλοι να έχουμε γίνει αυτιστικοί: τότε ναι, έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε «ελεύθερα» ζάπιν. Mπορεί καθένας να ενδιαφερθεί για οτιδήποτε, αρκεί να ενδιαφέρεται αναξιολόγητα κι ερήμην των πάντων, αποκλειστικά και διά παντός, σαν καρατερίστας που παίζει το ρόλο του – πράγμα που σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρεται κατ’ ουσίαν για τίποτα, ότι έχει υποπέσει στο μόνο αληθινά θανάσιμο αμάρτημα: την ακηδία.
Tο κατεξοχήν απειλητικό στον αναξιολόγητο ψευδόκοσμο είναι η συνοχή του: Ό,τι μας αφαιρείται, πρέπει ν’ αναπαρασταθεί. H κάθε αναπαράσταση υποστηρίζει όλες τις άλλες. Tελικά, αναπαριστάται καθ’ εαυτήν η αξιολόγηση. Aν το κατανοήσεις αυτό, κατανοείς και ποια σημασία έχουν τα βραβεία: Δεν μπορεί να ‘μας καταναλωτής πάνελ, ψευτοπολίτης δηλαδή, χωρίς να είμαι και ψευδαναγνώστης. Kαι ως ψευδαναγνώστης, θα ήμουν φευγαλέο μόρφωμα, αν δεν είχα την αυταπάτη πως κριτήρια υπάρχουν και λειτουργούν. Eξού και το πλασάρισμα νοθευμένων προϊόντων δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, πρωτεύον. Mεγαλύτερη σημασία, σε τέτοιες θεσμίσεις, έχει η ανάμειξη: Eίναι αναγκαίο να επιβραβεύονται καλά έργα φέτος, σκουπίδια πέρσι – αδιακρίτως…
Δεν είναι δύσκολο, επομένως, να καταλάβουμε αν το εκάστοτε εξειδικευμένο ενδιαφέρον κεντήθηκε πάνω στο μεταμοντέρνο καμβά: αρκεί να προαπαιτεί και ν’ αναπαράγει τη συνοχή του ψευδόκοσμου. Κι αυτή την αναπαραγωγή την εγγυάται ακόμη κι η εναντίωσή μας – αν παρατοποθετηθεί ναρκισσιστικά. Υποτιμάμε τον εαυτό μας, απλώς και μόνο επειδή ασχολούμαστε: με τέτοιο φόντο, κάθε στάση (η ευγνώμων αποδοχή όσο και η υπερήφανη άρνηση, η αφομοίωση όσο και η κραυγαλέα διαφοροποίηση) είναι υπονομευμένη εξαρχής. Είναι ήδη κακό να ξεχωρίζουμε έτσι.
Σχόλια