Κύκνειο άσμα του συναινετικού συνδικαλισμού ή απαρχή ταξικής ανασύνθεσης του κινήματος; Του Ανέστη Ταρπάγκου.
Η αποκρατικοποίηση των ΔΕΚΟ ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (του εκσυγχρονισμού και της αναδιάρθρωσης) με μια μακροχρόνια και σταθερή επιδίωξη τη μετοχοποίηση ενός μεγάλου -ωστόσο μειοψηφικού- πακέτου του μετοχικού τους κεφαλαίου (ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.λπ.). Στην πενταετία της κυβερνητικής διαχείρισης της Ν.Δ., συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ένταση η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων των κοινωφελών επιχειρήσεων, καταλήγοντας στη μεταβίβαση της πλειονότητας του μετοχικού τους κεφαλαίου στις ιδιωτικές επιχειρήσεις (λ.χ. ΟΤΕ στη Γερμανική Τηλεφωνία) ή στην ολοκληρωτική τους εκχώρηση στο ιδιωτικό κεφάλαιο (π.χ. Ολυμπιακή Αεροπορία).
Στη σημερινή περίοδο της εφαρμογής του Μνημονίου, επιχειρείται πλέον η τελική ολοκλήρωση των αποκρατικοποιήσεων όσων ΔΕΚΟ έχουν απομείνει σε δημόσιο έλεγχο και η πλήρης απελευθέρωση των αγορών των αντίστοιχων υπηρεσιών (ενέργειας, συγκοινωνιών, επικοινωνιών κ.λπ.). Έτσι ο ΟΣΕ, οι ΑΗΣ της ΔΕΗ, τα ΕΛΤΑ, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, η Αγροτική Τράπεζα, οι δημόσιες εταιρίες ύδρευσης και αποχέτευσης έχουν μπει σήμερα πλέον στο στόχαστρο των απαιτήσεων του υπερεθνικού διευθυντηρίου και της ελληνικής αστικής τάξης.
Στους παραγωγικούς αυτούς χώρους, το εργατικό κίνημα είχε δράσει ως «ατμομηχανή» του ευρύτερου συνδικαλισμού στη δεκαετία του 1980, στην κατεύθυνση του ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμού. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1990 και την απαρχή επικράτησης των πρακτικών του κυβερνητικού-εργοδοτικού συνδικαλισμού, οδηγήθηκε στην υποστήριξη των διαδικασιών μετοχοποίησης των ΔΕΚΟ, εισαγωγής τους στο χρηματιστήριο κ.λπ. Έτσι έφτασε, σε περιπτώσεις όπως η ολοσχερής εκχώρηση του ΟΤΕ στο γερμανικό κεφάλαιο και η καθολική μεταβίβαση της Ολυμπιακής σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, να αδυνατεί να προβάλει ισχυρή αντίσταση αποτροπής αυτών των διαδικασιών.
Οι ίδιες οι εργατικές ομοσπονδίες των πρώην και νυν ΔΕΚΟ (ΓΕΝΟΠ, ΠΟΣ κ.ά.) κυριαρχούνται από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις πρωτευόντως της ΠΑΣΚΕ και δευτερευόντως της ΔΑΚΕ (με τη συνδικαλιστική Αριστερά σε μειοψηφική θέση) και, από μια άποψη, αντιπροσωπεύουν τη μαζική εργατική βάση της συναινετικής πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ – από κοινού προφανώς με ένα ορισμένο φάσμα επιχειρησιακών σωματείων μεγάλων επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, που έχουν βρει ένα modus vivendi με την εργοδοσία στη λογική της στήριξης της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μ’ αυτή την έννοια, η ίδια η στάση τους στο πρόσφατο πανελλαδικό απεργιακό κίνημα (Δεκέμβριος 2009 – Ιούλιος 2010) υπήρξε υποτονική, απέχοντας γενικά από τις πανεργατικές κινητοποιήσεις (πέραν εκείνης της 5ης Μαΐου) απέναντι στο Μνημόνιο και στους νόμους εφαρμογής του (ασφαλιστικό – εργασιακές σχέσεις).
Στο επίκεντρο ο δημόσιος κοινωνικός χαρακτήρας των υπηρεσιών
Ωστόσο, στην τρέχουσα συγκυρία, όπου οι τελευταίες αυτές αποκρατικοποιήσεις παίρνουν το δρόμο της νομοθετικής τους πραγματοποίησης, αρχίζουν και μπαίνουν σε αγωνιστική κινητοποίηση οι εργαζόμενοι και οι αντίστοιχες ομοσπονδίες, εφόσον τίθενται στο μάτι του κυκλώνα των επιταγών του Μνημονίου και της ελληνικής εργοδοσίας. Βέβαια, αυτές οι δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κουβαλούν το φορτίο της συναινετικής και παθητικής τους στάσης στην προηγούμενη περίοδο, κι αυτό ακριβώς δημιουργεί προβληματισμούς για την αποφασιστικότητα της σημερινής πορείας των πραγμάτων. Η εμπειρία της στάσης των αντίστοιχων εργατικών ομοσπονδιών στις περιπτώσεις του ΟΤΕ και της Ολυμπιακής είναι ενδεικτική του προηγούμενου συναινετικού τους υποχωρητισμού. Ωστόσο οι σημερινές κινητοποιήσεις στον ΟΣΕ και στις συγκοινωνίες αντιπροσωπεύουν μια ζωτική μορφή της ταξικής διαπάλης απέναντι στην κυρίαρχη ακραία νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική του ΠΑΣΟΚ.
Βέβαια, ένα μεγάλο επίδικο ζήτημα, που αφορά την απασχόληση των εργαζομένων σ’ αυτές τις κοινωφελείς επιχειρήσεις, αντιμετωπίζεται από τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς με τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και τις σχετικές μετατάξεις σε άλλους χώρους του δημόσιου τομέα – κι έτσι δεν επέρχεται η παραγωγική καταστροφή, όπως συμβαίνει με πολλές επιχειρήσεις της ιδιωτικής οικονομίας, που την τελευταία διετία της καπιταλιστικής κρίσης (2008-2010) προχωρούν σε μαζικές απολύσεις υπερδιπλασιάζοντας το ποσοστό της ανεργίας. Το κυρίαρχο, κατά συνέπεια, ζήτημα που αναδεικνύεται η ιδιωτικοποίηση αυτή καθαυτή, η εκχώρηση, δηλαδή, της εκμετάλλευσης του σιδηροδρομικού δικτύου και των σιδηροδρομικών σταθμών καθώς και της τεράστιας ακίνητης περιουσίας του ΟΣΕ (για να πάρουμε αυτό το παράδειγμα) στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και η στο εξής μετάπτωση του κοινωφελούς εργασιακού καθεστώτος στους όρους και στις συνθήκες του ιδιωτικού τομέα (λ.χ. ευχέρεια απολύσεων, παράκαμψη συλλογικών συμβάσεων κ.ά.).
Τίθεται άρα στο επίκεντρο η προάσπιση της δημόσιας ιδιοκτησίας και του κοινωνικού χαρακτήρα της λειτουργίας των σιδηροδρόμων, όπως και της αγροτικής πίστης (Αγροτική Τράπεζα), των ΑΗΣ παραγωγικής ηλεκτρικής ενέργειας, των δημόσιων μέσων αστικών μεταφορών, των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης κ.λπ. Και, προφανώς, το θέμα δεν αφορά μονοδιάστατα τις αντίστοιχες κατηγορίες εργαζομένων σ’ αυτές τις ΔΕΚΟ, που έχουν απομείνει σε δημόσιο έλεγχο, αλλά ολόκληρη την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία και το χαρακτήρα των σχετικών παρεχόμενων υπηρεσιών.
Μια κρίσιμη αντιπαράθεση στην τρέχουσα συγκυρία
Η ιστορική συνδικαλιστική εμπειρία έχει καταδείξει ότι σε ανάλογες με τις σημερινές αποκρατικοποιήσεις και κινητοποιήσεις (ΟΤΕ, Ολυμπιακής, Οργανισμοί Λιμένων κ.λπ.), ενώ πραγματοποιήθηκαν ορισμένες απεργιακές δράσεις, τελικά οι σχετικές εργατικές ομοσπονδίες αποδέχθηκαν τα νομοθετικά τετελεσμένα, με δεδομένο, μάλιστα, το ότι δεν στηρίχθηκαν και σε ένα ευρύτερο εργατικό κίνημα που υπεραμύνονταν του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα αυτών των κοινωφελών υπηρεσιών. Θα συμβεί το ίδιο στην τρέχουσα συγκυρία, που επιβαρύνεται από τις ολέθριες επιπτώσεις του Μνημονίου και της καπιταλιστικής κρίσης, ή απεναντίας, μέσα στη σημερινή δεινή οικονομική και κοινωνική συγκυρία, οι εργαζόμενοι και οι συνδικαλιστικές τους εκπροσωπήσεις σ’ αυτές τις ΔΕΚΟ θα ξεπεράσουν τις προηγούμενες συνδικαλιστικές εμπειρίες και από κοινού με ευρύτερες εργατικές συνδικαλιστικές συμπαρατάξεις θα κατορθώσουν να ακυρώσουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για την ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων;
Στην πρώτη περίπτωση, θα καταρρεύσουν και τα τελευταία κοινωνικά υποστηρίγματα της συναινετικής πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, ενώ, απεναντίας, στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να σηματοδοτηθεί ο κλονισμός της συναινετικής της πορείας, να καταγραφούν σημαντικά ρήγματα στο εσωτερικό των συνδικαλιστικών παρατάξεων του αστικού δικομματισμού (ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ), κι έτσι να δρομολογηθούν ευρύτερες αγωνιστικές κοινωνικές συμμαχίες.
Απ’ αυτή την άποψη, καίριας πολιτικής και κοινωνικής σημασίας είναι η ενεργός συμπαράταξη σ’ αυτές τις σημερινές κινητοποιήσεις (ΟΣΕ, συγκοινωνίες) των ταξικών εργατικών δυνάμεων (συντονισμός πρωτοβάθμιων σωματείων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ΠΑΜΕ) και η επιδίωξη διαμόρφωσης ενός κοινού συνδικαλιστικού μετώπου του συνόλου αυτών των δυνάμεων (εργατικών ομοσπονδιών ΔΕΚΟ, ταξικών συνδικαλιστικών παρατάξεων, αριστερών πολιτικών σχηματισμών) για την ακύρωση της ολοσχερούς πλέον ιδιωτικοποίησης όσων κοινωφελών επιχειρήσεων έχουν απομείνει υπό δημόσιο έλεγχο.
Εφόσον επιτευχθεί αυτή η ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συμμαχία, μπορεί να προκύψει και η σχετική αποτελεσματικότητα του απεργιακού κινήματος σ’ αυτούς τους χώρους και, μ’ αυτή την έννοια, να ακυρωθεί πολιτικά ένας από τους θεμελιώδεις όρους του Μνημονίου, που είναι η πλήρης απελευθέρωση των αγορών κοινωφελών υπηρεσιών.
Μια τέτοια επιμέρους νίκη: Αφενός, κλονίζει το πολιτικό οικοδόμημα του Μνημονίου και των αντίστοιχων αστικών επιδιώξεων, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και δρομολογεί σημαντικές πολιτικές ανακατατάξεις.
Αφετέρου, θα έχει γόνιμες αντανακλάσεις στο υπόλοιπο εργατικό κίνημα του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, προκαλώντας αλλαγές στο συσχετισμό των δυνάμεων και ενισχύοντας τις τάσεις κινητοποίησης του κόσμου της μισθωτής εργασίας έναντι των ροπών απογοήτευσης και αδρανοποίησης.