Η υπόθεση της καταγγελίας σε βάρος του ευρωβουλευτή Αλ. Γεωργούλη, έχει πάρει το δρόμο της ποινικής διερεύνησης από τη βελγική δικαιοσύνη μετά και την πρόταση για άρση της ασυλίας του. Ας ελπίσουμε ότι η υπέρμετρη δημοσιότητα θα συμβάλει στη διαλεύκανση της υπόθεσης και τη σωστή απόδοση ευθυνών. Σε κάθε περίπτωση η υπόθεση ξεπερνά τον στενά νομικό/ποινικό χαρακτήρα, ξεπερνά ακόμη και το ηθικό ζήτημα που θέτουν οι καταγγελλόμενες πράξεις και γίνεται κομμάτι της συνολικής πολιτικής αντιπαράθεσης στη χώρα μας και όχι μόνο. Η ίδια η χρονική περίοδος που έρχεται στη δημοσιότητα το θέμα, εντός προεκλογικού χρόνου, αλλά και η έκταση που παίρνει αυτό στον δημόσιο διάλογο, αναγόμενο σε κεντρικό προεκλογικό σημείο αντιπαράθεσης των βασικών κομμάτων, δείχνει ότι η υπόθεση Γεωργούλη αξιοποιείται και ως μοχλός διαμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα.

Τώρα όλα τα κόμματα δηλώνουν πως επιδεικνύουν μηδενική ανοχή σε φαινόμενα έμφυλης βίας και κακοποίησης. Η υποκρισία περισσεύει. Γιατί αν όλοι τώρα καταγγέλλουν, σημαίνει πως μέχρι χθες συγκάλυπταν. Και όσο και αν ορκίζονται ότι δεν γνώριζαν τίποτα μέχρι χθες, όλο και τους ξεφεύγει (βλέπε δηλώσεις Κούλογλου) πως κάτι συζητιόταν στους διαδρόμους των Βρυξελλών. Όμως την «ευαισθησία» τους τότε κάλυπτε μια διακομματική ομερτά που συγκαλύπτει ευθύνες και σκάνδαλα (άραγε πόσα δεν μαθαίνουμε ποτέ;) ή τα αξιοποιεί στον κατάλληλο πολιτικό χρόνο. Γιατί δεν πείθουν οι όψιμες ανησυχίες της Ν.Δ. (του κόμματος της συγκάλυψης) για τα δικαιώματα των γυναικών ούτε οι δικαιολογίες του τύπου «μας εξαπάτησε με το υποκριτικό του ταλέντο του» του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το ξεσπάθωμα του ΠΑΣΟΚ που έχει λειτουργήσει διαχρονικά ως φυτώριο κάθε λογής λαμόγιων.

Κρύβουν πίσω από τις δηλώσεις αυτές την διακομματική τους δυσκολία. Όλοι έχουν βρωμιές στην ντουλάπα τους, όλοι είναι ευάλωτοι σε έξωθεν πιέσεις και αποκαλύψεις. Ασχέτως αν ο χρόνος δημοσιοποίησης της υπόθεσης σε προεκλογικό χρόνο, έχει πονηρά κίνητρα (όπως φάνηκε να ισχυρίζονται αρχικά κύκλοι της Κουμουνδούρου, πριν τη «διόρθωση» της γραμμής από τον Τσίπρα) ή όχι, σίγουρα και αυτό το περιστατικό εντάσσεται εκ των υστέρων στην επιδίωξη εξωχώριων κέντρων να κοντύνουν και τα δύο μεγάλα κόμματα (ίσως και το ΠΑΣΟΚ σε δεύτερο χρόνο) ώστε να οδηγηθούμε σε μετεκλογικές κυβερνητικές λύσεις συνεργασίας. Κάπως έτσι μπαίνουμε σε μια προεκλογική περίοδο, όπου αποσιωπούνται οι μεγάλες συμφωνίες των βασικών κομμάτων σε σημαντικά ζητήματα (οικονομία, εργασία, γεωπολιτική πρόσδεση στο ΝΑΤΟ, διευθετήσεις στα ελληνοτουρκικά) και τα κενό καλύπτει μια έντονη τοξικότητα και σκανδαλολογία που μετατρέπει την πολιτική αντιπαράθεση σε μια διελκυστίνδα Μητσοτάκη-Τσίπρα – με τον Ανδρουλάκη σε ρόλο λαγού. Τα παραπάνω μονοπωλούν τον δημόσιο διάλογο στα ΜΜΕ αλλά και τα κοινωνικά δίκτυα με τους πολίτες/θεατές να γίνονται αποδέκτες αυτής της γενικευμένης σήψης που λειτουργεί σωρευτικά, εμπεδώνοντας μια άνωθεν επιβαλλόμενη πολιτική απελπισία ως συνειδητή μορφή διαχείρισης των ελίτ.

Πλάι στα παραπάνω δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε δύο όλο και συχνότερα επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Το ένα αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Ε.Ε. επεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα στη χώρα μας με αποκαλύψεις ή καταγγελίες. Το είδαμε παλιότερα στις καταγγελίες για επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο που μετατόπισαν την πίεση για το μεταναστευτικό από την Τουρκία στην Ελλάδα, το είδαμε να συμβαίνει με την υπόθεση των υποκλοπών, το είδαμε στην υπόθεση της Ε. Καϊλή και του Αλ. Γεωργούλη. Η δεδομένη ανυποληψία του πολιτικού συστήματος της χώρα, χρησιμοποιείται από τους ευρωκράτες ως μοχλός απομείωσης της κυριαρχίας της χώρας, μείωσης του βάρους και του ρόλου που αυτή έχει.

Το δεύτερο έχει να κάνει με την αμερικανοποίηση της πολιτικής ζωής, στην οποία θέματα σεξουαλικής κακοποίησης και έμφυλων ζητημάτων αξιοποιούνται ως εργαλεία μόχλευσης του πολιτικού σκηνικού. Η δικαιωματική ατζέντα και ο καταιγισμός καταγγελιών (από σοβαρές καταγγελίες όπως ένας βιασμός έως λιγότερο «αξιόποινες» όπως το εργασιακό bulling) μετατρέπεται σε μέθοδο ξεκαθαρίσματος πολιτικών λογαριασμών, πνίγοντας μέσα στην ένταση της αντιπαράθεσης συμφερόντων και τις πολιτικές σκοπιμότητες ακόμη και την ίδια την ουσία των καταγγελιών.

Η άμεση απεμπλοκή από αυτή τη δυσώδη πραγματικότητα που γεννά η κρίση των ελίτ και η επανεφεύρεση της ηθικής στην πολιτική μέσω της συμμετοχής των πολλών και του εκδημοκρατισμού αποτελούν όλο και πιο ζωτικής σημασίας ανάγκη.

Κάπως έτσι μπαίνουμε σε μια προεκλογική περίοδο, όπου αποσιωπούνται οι μεγάλες συμφωνίες των βασικών κομμάτων σε σημαντικά ζητήματα και τα κενό καλύπτει μια έντονη τοξικότητα και σκανδαλολογία που μετατρέπει την πολιτική αντιπαράθεση σε μια διελκυστίνδα Μητσοτάκη-Τσίπρα – με τον Ανδρουλάκη σε ρόλο λαγού

Ευρωσαπίλα

Κάτι πολύ σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Ευρωκρατίας. Το ευρωκοινοβούλιο (αυτο)παρουσιάζεται ως η επιτομή και το σύμβολο της δημοκρατικής διαβούλευσης στην Ευρώπη, κουνώντας συχνά το δάχτυλο στα εθνικά κράτη και τα κοινοβούλια για φαινόμενα διαπλοκής και διαφθοράς. Στην πραγματικότητα, στις Βρυξέλλες συνωστίζονται εκπρόσωποι των ελίτ των ευρωπαϊκών χωρών, υπάλληλοι συμφερόντων και αδρά αμειβόμενοι σύμβουλοι και λομπίστες, δημιουργώντας το πλαίσιο νομιμοποίησης των μονόδρομων που επιβάλει στις χώρες της Ε.Ε. η πραγματική αρχή αυτής, η Κομισιόν. Παράλληλα επιδίδονται σε ευγενείς δραστηριότητες, όπως επηρεασμό των ευρωπαϊκών θεσμών υπέρ συγκεκριμένων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, ή ξέπλυμα χρήματος και υπερβολικό πλουτισμό, χτίζοντας καριέρες στις πλάτες (και με τα χρήματα) των πολιτών των χωρών της Ευρώπης.

Τα μεγάλα ευρωπαϊκά κόμματα (όλων των χρωμάτων) και τα αντίστοιχα εθνικά τους παραρτήματα, επιλέγουν συχνά διάσημα πρόσωπα που μπορούν να συγκεντρώσουν δημοσιότητα και ψήφους, για να στελεχώσουν τα ευρωψηφοδέλτια τους, ποντάροντας στη λεγόμενη «χαλαρή ψήφο» των ευρωεκλογών. Κάπως έτσι οι εθνικές αντιπροσωπίες στο ευρωκοινοβούλιο, αποτελούν ένα συνονθύλευμα από βετεράνους της πολιτικής, τεχνοκράτες με φιλοδοξίες, δημοσιογράφους, αναγνωρίσιμους καλλιτέχνες και αθλητές. Με το που πατήσουν το πόδι τους στις Βρυξέλλες οι παραπάνω, εντάσσονται σε δίκτυα συμφερόντων(όσοι δεν έχουν εκλεγεί ήδη ως υπάλληλοι αυτών), γίνονται γρανάζι ενός μηχανισμού αναπαραγωγής της ευρωπαϊκής ελίτ και επιβολής επί των κοινωνιών και των λαών.

Ο μηνιαίος μισθός του ευρωβουλευτή πλησιάζει τις 9.400 ευρώ μικτά (7.300 καθαρά), χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτά αμοιβές για συμμετοχές σε επιτροπές και συνέδρια, ή επιπλέον προνόμια σε συνεργάτες και συμβούλους, ούτε προφανώς οι ροές χρηματοδοτήσεων, δωρεών, και μίζας από ΜΚΟ, λόμπι, εταιρείες κ.λπ. Όλα αυτά για ένα όργανο που δεν έχει την δυνατότητα να νομοθετήσει με δική του πρωτοβουλία έχοντας επί της ουσίας συμβουλευτικό και συμβολικό ρόλο. Ο γρήγορος πλουτισμός, η αίσθηση του ανήκειν σε μια εκλεκτή κάστα ανθρώπων, που δεν τους αγγίζει κανένας και τίποτα και το αντίστοιχο lifestyle που τη συνοδεύει αποτελούν εύφορο έδαφος για φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας, διαφθοράς κ.λπ. Τα παραπάνω δεν αποτελούν παρεκκλίνουσα συμπεριφορά αλλά κανόνα σε έναν, βαθιά σε σήψη, οργανισμό.

Η βελγική δικαιοσύνη που σήμερα (ειδικά μετά την υπόθεση Καϊλή και Γεωργούλη, και σε αντίστιξη με την ελληνική δικαιοσύνη) παρουσιάζεται ως καθαρτήρια δύναμη είναι κι αυτή μέρος αυτού του συστήματος. Οι αποκαλύψεις σκανδάλων που πυκνώνουν το τελευταίο διάστημα δεν αποτελούν δείγματα προσπαθειών ίασης του αποστήματος αλλά μοιάζουν περισσότερο με ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Κάποια άπλυτα βγαίνουν στη φόρα, κάποια πιόνια «θυσιάζονται» για να κοντύνει η ισχύς μιας χώρας, μιας πολιτικής δύναμης ή σαν παράπλευρη απώλεια της σύγκρουσης ανταγωνιστικών συμφερόντων. Τα σκάνδαλα και η σκανδαλολογία είναι η κορυφή του παγόβουνου των αδιεξόδων της Ε.Ε. και των κυρίαρχων τάξεων αυτής, είναι η εξ αντανακλάσεως έκφραση του λυσσαλέου ανταγωνισμού εντός της, της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης, της γενικότερης ηθικής και ιδεολογικής παρακμής της. Όσο οι κοινωνίες και οι χώρες της Ευρώπης δεν αναμετρώνται με αυτά τα αδιέξοδα τόσο ο «ναός» της ευρωπαϊκής δημοκρατίας θα γεννά φαινόμενα σήψης.


Λιγότερη Ελλάδα και στην Ευρωβουλή

Μια ματιά μόνο στη σύνθεση της εθνικής μας αντιπροσωπίας στο Ευρωκοινοβούλιο, αρκεί να μας πείσει. Ο Αλ. Γεωργούλης (εκλεγμένος με τον ΣΥΡΙΖΑ) βρίσκεται τις τελευταίες μέρες αντιμέτωπος με βαρύτατες κατηγορίες για βιασμό και κακοποίηση. Η Ε. Καϊλή (εκλεγμένη με το ΠΑΣΟΚ) ελέγχεται από τις βέλγικες αρχές για συμμετοχή στο σκάνδαλο Qatar Gate. Η Μ. Σπυράκη (εκλεγμένη με τη Ν.Δ.), ελέγχεται για απάτες εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Ο Γ. Κύρτσος (εκλεγμένος με την Ν.Δ.) διερευνάται για υπόθεση χρεών προς το Δημόσιο ύψους 400 χιλιάδων ευρώ. Ενώ ο Γ. Λαγός (εκλεγμένος με την Χ.Α.) έχει καταδικαστεί για τη διεύθυνση της φασιστικής εγκληματικής οργάνωσης. Αν πλάι στα παραπάνω προσθέσουμε και την υπόθεση με τα σπίτια του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Παπαδημούλη (ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι και ηθικό, σωστά;) που νοικιάζονταν σε προνομιακή τιμή σε ΜΚΟ που ασχολούνται με το μεταναστευτικό, τότε μιλάμε για ένα εντυπωσιακό σκορ. 7 στους 21 ευρωβουλευτές ελέγχονται ποινικά, πολιτικά, ηθικά.

Η παραπάνω συνθήκη, αποτελεί ένα ντε φάκτο πλήγμα για την ισχύ και τη διεθνή εικόνα της χώρας μας. Οι εκπρόσωποί μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αντί να ασχολούνται με τα θέματα που απασχολούν τη χώρα και τον λαό της, αντί να προωθούν τα συμφέροντά μας στα διεθνή φόρα, χρησιμοποιούν τη θέση τους ως σκαλί εισόδου στην ευρωπαϊκή ελίτ, ως πηγή πλουτισμού, ως μοχλό εξυπηρέτησης συμφερόντων. Οι εκπρόσωποί μας μοιάζουν να είναι έκθετοι, εύκολα ελεγχόμενοι από κέντρα εξουσίας που ανά πάσα στιγμή μπορούν να εκβιάσουν μια απόφαση, να κοντύνουν ένα κόμμα, να δημιουργήσουν πολιτική κρίση στη χώρα μας. Η ευθύνη των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος είναι τεράστια. Αναζητείται μια άλλη σχέση με την πολιτική, απαλλαγμένη από όλη αυτή τη σήψη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!