του Γιώργου Κυριακού

«Για κάποιο λόγο, ενέργειες που οι Αλβανοί του Κοσόβου έχουν την άδεια να κάνουν, δεν επιτρέπονται σε Ρώσους, Ουκρανούς και Τάταρους στην Κριμαία. Ακούμε από τις ΗΠΑ και τη Δυτική. Ευρώπη ότι το Κόσοβο είναι ειδική περίπτωση. Τι το κάνει τόσο ιδιαίτερη περίπτωση;» (Πούτιν, 2014)

Για τους Ρώσους, τα Βαλκάνια είναι ο κατ’ εξοχήν ιστορικός χώρος φιλίας με τους ορθόδοξους χριστιανικούς λαούς. Κατά τη διάρκεια της παρακμής της οθωμανικής περιόδου, και ιδιαίτερα μετά τον 18ο αιώνα, η τσαρική Ρωσία διεκδικούσε τον θρόνο ενός νέου Βυζαντίου, της «Τρίτης Ρώμης», έχοντας την πολιτική ευθύνη της Μολδοβλαχίας συνεργατικά με τους Έλληνες Φαναριώτες. Όμως, μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-56) και την παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα από την Αγγλία (1864), παραμερίζοντας σταδιακά το ελληνικό ζήτημα, πέρασε στη στρατηγική του πανσλαβισμού, προκαλώντας διαδοχικές αναταραχές. Ως σοβιετική Ρωσία, ήταν ο βασικός συντελεστής του μακεδονικού ζητήματος μέχρι και το τέλος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, κι αργότερα ο βασικός παράγοντας παροχής στρατιωτικής-οικονομικής βοήθειας, αλλά και πολιτικών και πολιτιστικών επιρροών στα Βαλκάνια. Η Κομμουνιστική Διεθνής, που καθοδηγούνταν από το μπολσεβίκικο κόμμα, επηρέαζε αποφασιστικά την πολιτική των βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το ΚΚΣΕ, μεταξύ άλλων μέσω οργανισμών οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας (ΚΟΜΕΚΟΝ, Σύμφωνο Βαρσοβίας), καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική και εσωτερική πολιτική αρκετών βαλκανικών χωρών – όχι όμως στο σύνολο των Βαλκανίων (Γιουγκοσλαβία), ούτε όλες τις εποχές (Αλβανία) και με τους ίδιους όρους (Ρουμανία). Η συνέχεια των επιρροών και παρεμβάσεων αποδυναμώθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1991) και των διεθνών οργανισμών που έλεγχε. Το αρχικό κενό ισχύος που δημιουργήθηκε στην Κεντρική, Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια ξεκίνησε να καλύπτεται στο οικονομικό πεδίο (ΕΟΚ-Ε.Ε.) και συμπληρώθηκε με το στρατιωτικό (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ) αφού δημιουργήθηκαν οι νέες εθνικές ελίτ-σύμμαχοι της Δύσης. Το στρατιωτικό δόγμα της μετασοβιετικής Ρωσίας, καθαρά αμυντικό, έθετε και τους όρους με τους οποίους συναλλασσόταν με τη Δύση.

Η εμπλοκή στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στον πόλεμο της Βοσνίας, όπως και η Δυτική επίθεση στη Σερβία το 1999, και μετέπειτα η εγκατάσταση μεγάλης αμερικανικής στρατιωτικής βάσης στο Κόσοβο και το βάθεμα των σχέσεων της Δύσης με τις βαλκανικές χώρες της Μαύρης Θάλασσας, ήταν οι πρώτες ανησυχητικές ενδείξεις για την πλημμελή εφαρμογή αυτού του δόγματος από τη Μόσχα. Βέβαια  εκείνη την περίοδο, επί Γέλτσιν δηλαδή, η Ρωσία ζούσε έναν βαθύ πολιτικό και κοινωνικό διχασμό, καθώς και σοβαρούς τριγμούς στην οικονομία της λόγω των προθέσεων της νέας ρωσικής ολιγαρχίας να κανονίζει την εσωτερική πολιτική με βάση τα συμφέροντά της.

Επιστροφή και κίνητρα της Ρωσίας

Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν σταμάτησαν οι πολύ ισχυρές επιρροές της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Ιδιαίτερα μετά από την ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν (2000) η Μόσχα ξεκίνησε να κατασκευάζει αναχώματα στην προσπάθεια διείσδυσης του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, αλλά και των βασικών ευρωπαϊκών δυνάμεων που συντάσσονται με τους Αμερικανούς και εξαπλώνονταν επιθετικά. Το ρωσικό φυσικό αέριο, διεθνής αιτία διαμάχης, ήδη έχει απλώσει παντού τα δίκτυά του κι αποτελεί τη μαλακή δύναμη της Ρωσίας. Έτσι, από τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, οι δυτικές δυνάμεις άρχισαν να ανησυχούν εκ νέου για την επιρροή της Μόσχας στα Βαλκάνια.

Τομή ήταν το 2014: με το ξέσπασμα του ουκρανικού ζητήματος, η Ρωσία ένιωσε να απειλείται στο μαλακό της υπογάστριο. Τότε η Κριμαία κήρυξε την αυτοδιάθεσή της, και σύντομα προσαρτήθηκε στη Ρωσία. Είχε προηγηθεί, το 2008, ο σύντομος (και ταπεινωτικός για τη Γεωργία) στρατιωτικός περίπατος της Ρωσίας σε γεωργιανό έδαφος, με αιτιολογία την προστασία ρωσικών και ρωσόφιλων πληθυσμών στις αποσχισθείσες από τη Γεωργία περιφέρειες της Οσετίας και της Αμπχαζίας – ανταποδίδοντας τα ίσα στη Δύση, που μιλούσε για την «υποχρέωση προστασίας» του αλβανικού στοιχείου στο Κόσοβο. Ανάλογο παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί και η περίπτωση της Υπερδνειστερίας, που αποσχίστηκε από τη Μολδαβία με ρωσική υποστήριξη.

Συμπερασματικά, βασικό κίνητρο για την απόπειρα δυναμικής επιστροφής της Ρωσίας (και) στα Βαλκάνια είναι η αρχή προστασίας της εθνικής της ασφάλειας. Η επανάκαμψη της Ρωσίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις διεθνείς διασυνδέσεις της, κυρίως με την Κίνα και την Τουρκία. Οι δυνάμεις αυτές, με ξεχωριστό προφίλ η καθεμία, καλλιεργούν ή διατηρούν δικαιώματα και στη γειτονιά μας, αποδομώντας τη Δύση και τις προσπάθειές της για ολοκληρωτικό έλεγχο των Βαλκανίων. Βασικότερος όμως διαχρονικός στρατηγικός στόχος της Μόσχας ήταν, και παραμένει, η ασφαλέστερη πρόσβασή της στη Μεσόγειο μέσω ενός εμπορικού, στρατιωτικού και πολιτικού θαλάσσιου διαδρόμου.

Υβριδικός πόλεμος

Το 2014 δόθηκε το επίσημο σύνθημα από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. για την αποβολή της Ρωσίας από τα Βαλκάνια. Εντούτοις η Σερβία, η σερβική μειονότητα στο Κόσοβο και η σερβική οντότητα στη Βοσνία (Ρεπούμπλικα Σρπσκα), είτε μέσω της ουδετεροφιλίας είτε μέσω ενός πολυεξαρτησιακού αλαλούμ, εξακολουθούν να διατηρούν πολύ στενές σχέσεις με τη Μόσχα. Αυτά τα κράτη και οντότητες ενισχύονται ακόμα και με οπλικά συστήματα από τη Ρωσία, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν ισχυρές φιλορωσικές αντιπολιτεύσεις σε άλλες βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία, Μολδαβία, Μαυροβούνιο, «Β.Μ.»). Τα κύματα της πανδημίας του Covid-19 διευκόλυναν, με όχημα το ρωσικό εμβόλιο, την παρουσία της Ρωσίας ακόμα και σε χώρες εντελώς υποταγμένες στη Δύση, όπως π.χ. η Αλβανία.

Για τη Ρωσία τα Βαλκάνια είναι ο δυτικός διάδρομος άμυνας, ενώ οι στρατιωτικές συμπράξεις της με την Κίνα και την Τουρκία αποτελούν σοβαρό πονοκέφαλο για τις ΗΠΑ. Η προσπάθειά της να αποσταθεροποιεί τον δυτικό παράγοντα είναι βασικός προσανατολισμός της – ενώ, αντίθετα, η Κίνα επενδύει με τον νέο Δρόμο του Μεταξιού στην (ομολογουμένως σαθρή) «σταθερότητα» των Βαλκανίων. Έτσι κι αλλιώς, τα βαλκανικά κράτη δυσκολεύονται να εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις μιας «σύγχρονης κρατικής υπόστασης» λόγω των ασθενών δομών, της πολιτικής αστάθειας, της ανυπαρξίας δημόσιων πολιτικών, της αδυναμίας παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, της «ενδημικής εγκληματικότητας και διαφθοράς», της τεράστιας ανεργίας των νέων, της έλλειψης οικονομικών προοπτικών και της υπονόμευσης του συστήματος κοινωνικών αξιών.

Τα Βαλκάνια αναδεικνύονται λοιπόν σε ένα ακόμη πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ από τη μια της επιθετικής εξάπλωσης της Δύσης, κι από την άλλη της ρωσικής άμυνας. Ο στρατηγός Βαλέρι Γερασίμοφ, επικεφαλής του ρωσικού Γενικού Επιτελείου και υφυπουργός Άμυνας, είχε υποστηρίξει το 2013 πως «τα μη στρατιωτικά μέσα επιτυγχάνουν καλύτερα στρατιωτικά ή πολιτικά αποτελέσματα σε σχέση με τα στρατιωτικά μέσα». Κι έτσι, σε ένα περιβάλλον διεθνούς ρευστότητας, βρίσκεται προ των πυλών ένας υβριδικός πόλεμος μέσω της διπλωματίας, της ενεργειακής πολιτικής (φυσικό αέριο), του εμπορίου, του τουρισμού και της πολιτιστικής-θρησκευτικής επιρροής για τη χάραξη πολιτικής στα εθνικά ζητήματα. Η δε εσωτερική αντίθεση που βιώνει η Μόσχα, μεταξύ μιας ευρωπαϊκής δύναμης ή ενός ασιατικού ρόλου, φαίνεται να βρίσκεται σε σύνθεση – έστω και με τις δυσκολίες που επιτάσσει η απομόνωση της Ρωσίας και ο αντανακλαστικός προσανατολισμός για ευάλωτες τακτικές και στρατηγικές συμμαχίες εκτός της Δύσης.

***

Σήμερα μια νέα κρίση στο ουκρανικό μέτωπο πιθανόν να δημιουργήσει νέα ρήγματα στον χώρο των Βαλκανίων, και η Ρωσία είναι ένας αποφασιστικός παράγοντας μπροστά στο άγνωστο (παράγοντας που συναντά βέβαια μεγάλα εμπόδια – βλ. χαρακτηριστικά τις απελάσεις Ρώσων διπλωματών από την Ελλάδα, την Αλβανία, το Κόσοβο κ.λπ.). Η εξέταση και κατανόηση της θέσης της Ρωσίας στα Βαλκάνια αποκτά λοιπόν ιδιαίτερη σημασία και για εμάς σήμερα – εξ ου και η σειρά άρθρων που ξεκινά σε αυτό το φύλλο, σε συνέχεια των αντίστοιχων άρθρων για την κινεζική παρουσία στη γειτονιά μας («Ο κινέζικος δράκος στα Βαλκάνια», φύλλα 550, 551 και 552).

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!