Ο Δήμος Αθηναίων συνέχισε και την προηγούμενη εβδομάδα να ρίχνει πρόστιμα σε όποιον τολμά να κολλάει προεκλογικές αφίσες στους δρόμους της πρωτεύουσας, με το ΚΚΕ να λαμβάνει δεύτερο πρόστιμο 40.000 ευρώ για 113 αφίσες και το ΚΚΕ (μ-λ) 5.500 ευρώ για 18 αφίσες αντίστοιχα. Και για τις δύο περιπτώσεις ο Κ. Μπακογιάννης ενημέρωσε πως η προστιμοθεραπεία από μέρους του δήμου δεν είναι ένα «πυροτέχνημα» αλλά θα συνεχιστεί μέχρι ορισμένοι να βάλουν μυαλό, διότι άλλωστε το ζήτημα δεν είναι πολιτικό –προς θεού!– αλλά μια μάχη ενάντια σε αντιλήψεις.
Ωστόσο, πριν πάμε στις αντιλήψεις ας σταθούμε αρχικά πάνω στο ίδιο το ζήτημα, δηλαδή αυτό της «αφισορύπανσης». Καταρχάς να σημειώσουμε ότι πέρα από την αφίσα, ρυπαίνει και το φυλλάδιο, το οποίο –αν και δε θέλουμε να βάζουμε ιδέες– φανταζόμαστε ότι σύντομα ο κ. Μπακογιάννης θα ενσωματώσει στον προστιματικό συναινετισμό που εφαρμόζει. Βέβαια, αυτό είναι η μισή αλήθεια, καθώς είναι γνωστό πως η ρύπανση αφορά τα μη τουριστικά φυλλάδια και αφίσες, διότι τα δεύτερα μετατρέπονται αυτόματα σε δέντρα ή ακόμη καλύτερα σε «φίλτρα» όπως εκείνα που ο Κ. Μπακογιάννης έβαλε στην πλατεία Ομονοίας και έχουμε πια ένα «δάσος στο κέντρο της πόλης». Το ίδιο «φιλοπεριβαλλοντικό» φαινόμενο φαίνεται δε πως συμβαίνει και με όλα τα χάρτινα υλικά που προπαγανδίζουν κάθε είδους επιχειρηματική δραστηριότητα και συχνά πυκνά εμφανίζονται σε τοίχους και δρόμους. Αντίστοιχα δε, ρύπους δεν παράγει και το ατελείωτο μποτιλιάρισμα έπειτα από την τρομερά επιτυχημένη «ανάπλαση» του Μεγάλου Περίπατου, ούτε βέβαια ρύπους παρήγαγε η εγκατάλειψη των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς ειδικά στην περίοδο της πανδημίας.
Όμως, για να μπούμε και στην ουσία του θέματος, η στάση αυτή του δημάρχου αφορά και το ποιοι και πως μπορούν να προπαγανδίζουν μια πολιτική ή πολιτιστική δράση. Διότι είναι προφανές πως μερικά ταμπλό δεν αρκούν για μια πόλη στο μέγεθος της Αθήνας. Ακόμη πιο προφανές είναι ότι δεν έχουν όλοι, και ειδικά όσοι δεν στηρίζονται σε μεγάλα πορτοφόλια και συμφέροντα, πρόσβαση στα μεγάλα ΜΜΕ, πόσο δε μάλλον έπειτα από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των περισσότερων συστημικών ΜΜΕ με την Ν.Δ. Οπότε η πολιτική που εφαρμόζεται σε αυτό τον τομέα αποτελεί και μια φίμωση διά των προστίμων. Τα όποια είναι δυσβάστακτα και εύκολα μπορούν να εξοντώσουν κάθε «παραβάτη» που έχει ανάγκη την αφίσα ή το φυλλάδιο για να επικοινωνήσει με την κοινωνία.
Ακόμη παραπέρα, οι αντιλήψεις στις οποίες αναφέρεται ο Κ. Μπακογιάννης αφορούν ουσιαστικά το αν και που χωράει η πολιτική και η αυθόρμητη έκφραση, αν οι πόλεις είναι για τους πολίτες τους, όλους και ειδικά τους φτωχότερους ή αν πρέπει να είναι «σένιες» γιατί και αυτές είναι μια βιτρίνα. Αλλά και σε δεύτερο επίπεδο, η αντιμετώπιση των ζητημάτων δια μέσω αυστηρών προστίμων, αναδεικνύει μια αλαζονεία, αυτοκρατορικού τύπου, που χαρακτήρισε και την κυβέρνηση της Ν.Δ. όλη την περασμένη τετραετία, με πρόστιμα σε όποιον αρνείται να συμμορφωθεί πολιτικά με τη μια ή την άλλη κρατική ντιρεκτίβα.
Τέλος, αυτή η στάση είναι ενδεικτική συνολικά για την αντίληψη του Κ. Μπακογιάννη για τα ζητήματα του περιβάλλοντος, όπως αντίστοιχης έμπνευσης ήταν άλλωστε και η πρόταση του για τον δακτύλιο και τον αποκλεισμό πρόσβασης σε μη φιλικά προς το περιβάλλον Ι.Χ. Πότε με τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, πότε με την πράσινη μετάβαση, παίρνονται μέτρα που αποκλείουν μερίδες της κοινωνίας και για όποιον διαφωνεί η συζήτηση ξεκινά από την επιβολή προστίμων. Αυτό εννοεί ο δήμαρχος όταν λέει: «Είμαστε αποφασισμένοι. Η Αθήνα δε γυρίζει πίσω.»