Πιστεύω πως γενικά να συζητάς, να διαπιστώνεις, να καταγγέλλεις, να αποτυπώνεις την πραγματικότητα, δεν είναι κακό.
Ακόμα και αν οι διαπιστώσεις και η αποτύπωση μιας κατάστασης έχουν γίνει πολλές φορές στο παρελθόν και είναι πολύ γνωστές σε όλους.
Ακόμα και αν οι διαπιστώσεις και η αποτύπωση μιας κατάστασης έχουν γίνει πολλές φορές στο παρελθόν και είναι πολύ γνωστές σε όλους.
Άλλωστε, η επανάληψη είναι ως γνωστόν «μήτηρ πάσης μαθήσεως», αν και η συχνή «επανάληψη» από ένα σημείο και πέρα μας παραπέμπει αλλού. Αφορμή για τούτες τις σκέψεις είναι η συζήτηση που οργάνωσε το Μέτωπο:
«Γιατί η οργή του λαού δεν μπορεί να συναντηθεί με το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα; Επισημάνσεις-Αιτίες-Προτάσεις». Δεν παρακολούθησα την εκδήλωση, όμως άκουσα με προσοχή τις τοποθετήσεις και την προτροπή ότι «για να έχει ουσία η σημερινή συζήτηση, πρέπει να είναι αιρετική».
Θα ήθελα, λοιπόν, κι εγώ να συνεισφέρω κάτι σ’ αυτόν το διάλογο. Είναι πεποίθησή μου πως οι «συζητήσεις» της Αριστεράς – ιδιαίτερα σε συνθήκες έντονων πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών- πρέπει πρώτιστα και κύρια να είναι «χρήσιμες». Καλό να είναι δημοκρατικές, χωρίς «καλούπια» και προαποφάσεις και αμεσοδημοκρατικές, αλλά να είναι «χρήσιμα όπλα», σύντροφοι. Χρήσιμες για το λαϊκό κίνημα, για τη λαϊκή κινητοποίηση, για την ενεργοποίηση αδρανών δυνάμεων, για τη μαζική συνειδητοποίηση της κατάστασης, για την ενίσχυση διαδικασιών άμεσης θεραπείας λαθών και παραλείψεων. Βασικές, κατά τη γνώμη μου, προϋποθέσεις μιας τέτοιας χρησιμότητας, είναι η συζήτηση να είναι ειλικρινής, να είναι θαρραλέα στις αναζητήσεις της και να καταλήγει σε αποφάσεις.
Ας δούμε λίγο με αυτά τα κριτήρια, τη στόχευση και τους «καρπούς» της συζήτησης.
Τι είναι τούτη «η οργή του λαού»; Είναι μια πολιτικοποιημένη, μια «ταξική οργή», μια ενσυνείδητη αγωνιστική απόφαση ή μήπως μια εύκολα διαχειρίσιμη από το σύστημα αγανάκτηση;
Μήπως τούτη η οργή αντί να συναντήσει το λαϊκό κίνημα, βρεθεί να υπερασπίζεται τις ιδιωτικοποιήσεις και την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων; Πώς να συναντήσει δημιουργικά «η λαϊκή οργή» το σ.κ., όταν τα συνδικάτα και οι συνδικαλιστές, είναι ακριβώς ένας από τους «στόχους» τούτης της οργής; Πώς να ξαναβρεί το σ.κ. την αλληλεγγύη, τη συλλογικότητα, τον ταξικό προσανατολισμό του και τη χαμένη αγωνιστικότητα του, όταν και η Αριστερά φρόντισε όλα τούτα να δυσφημιστούν, να «εκσυγχρονιστούν», να «ανανεωθούν»; Γιατί κανείς απ’ αυτούς που ανακάλυψαν, για πολλοστή φορά, την ενιαία συνδικαλιστική παρουσία της Αριστεράς, δεν εξήγησαν γιατί -παρά τις ομόφωνες αποφάσεις χρόνια τώρα- όχι μόνο δεν την εφάρμοσαν αλλά συχνά και έντεχνα την ναρκοθέτησαν;
Γιατί δεν άνοιξε η συζήτηση για το πόσοι «δικοί» μας δεν είναι συνδικαλισμένοι, πόσοι δεν απεργούν, πόσα «σωματεία μας» κάλεσαν τους εργαζόμενους σε συνελεύσεις να τους μιλήσουν π.χ. για την Πρωτομαγιά, για την επίθεση της κυβέρνησης, για την ανάγκη της οργανωμένης πάλης;
Πόσες εξορμήσεις κάναμε για να αποτρέψουμε απολύσεις, να εμψυχώσουμε εργαζόμενους σε επιχειρήσεις-κάτεργα, να οργανώσουμε την πάλη των ανέργων;
Πάντα κάτι δίνουν οι συζητήσεις «συνελευσιακού χαρακτήρα και ζύμωσης» και οι προτροπές για «το όπλο παρά πόδα». Το ζήτημα είναι αν αντιστοιχούν στις πολιτικές ανάγκες της στιγμής, αν βοηθούν να συναντηθεί η «πολιτικοποιημένη» οργή του λαού με ένα ανατρεπτικό λαϊκό κίνημα.
Ήταν αυτό το «διά ταύτα», τούτης της συζήτησης;
«Γιατί η οργή του λαού δεν μπορεί να συναντηθεί με το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα; Επισημάνσεις-Αιτίες-Προτάσεις». Δεν παρακολούθησα την εκδήλωση, όμως άκουσα με προσοχή τις τοποθετήσεις και την προτροπή ότι «για να έχει ουσία η σημερινή συζήτηση, πρέπει να είναι αιρετική».
Θα ήθελα, λοιπόν, κι εγώ να συνεισφέρω κάτι σ’ αυτόν το διάλογο. Είναι πεποίθησή μου πως οι «συζητήσεις» της Αριστεράς – ιδιαίτερα σε συνθήκες έντονων πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών- πρέπει πρώτιστα και κύρια να είναι «χρήσιμες». Καλό να είναι δημοκρατικές, χωρίς «καλούπια» και προαποφάσεις και αμεσοδημοκρατικές, αλλά να είναι «χρήσιμα όπλα», σύντροφοι. Χρήσιμες για το λαϊκό κίνημα, για τη λαϊκή κινητοποίηση, για την ενεργοποίηση αδρανών δυνάμεων, για τη μαζική συνειδητοποίηση της κατάστασης, για την ενίσχυση διαδικασιών άμεσης θεραπείας λαθών και παραλείψεων. Βασικές, κατά τη γνώμη μου, προϋποθέσεις μιας τέτοιας χρησιμότητας, είναι η συζήτηση να είναι ειλικρινής, να είναι θαρραλέα στις αναζητήσεις της και να καταλήγει σε αποφάσεις.
Ας δούμε λίγο με αυτά τα κριτήρια, τη στόχευση και τους «καρπούς» της συζήτησης.
Τι είναι τούτη «η οργή του λαού»; Είναι μια πολιτικοποιημένη, μια «ταξική οργή», μια ενσυνείδητη αγωνιστική απόφαση ή μήπως μια εύκολα διαχειρίσιμη από το σύστημα αγανάκτηση;
Μήπως τούτη η οργή αντί να συναντήσει το λαϊκό κίνημα, βρεθεί να υπερασπίζεται τις ιδιωτικοποιήσεις και την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων; Πώς να συναντήσει δημιουργικά «η λαϊκή οργή» το σ.κ., όταν τα συνδικάτα και οι συνδικαλιστές, είναι ακριβώς ένας από τους «στόχους» τούτης της οργής; Πώς να ξαναβρεί το σ.κ. την αλληλεγγύη, τη συλλογικότητα, τον ταξικό προσανατολισμό του και τη χαμένη αγωνιστικότητα του, όταν και η Αριστερά φρόντισε όλα τούτα να δυσφημιστούν, να «εκσυγχρονιστούν», να «ανανεωθούν»; Γιατί κανείς απ’ αυτούς που ανακάλυψαν, για πολλοστή φορά, την ενιαία συνδικαλιστική παρουσία της Αριστεράς, δεν εξήγησαν γιατί -παρά τις ομόφωνες αποφάσεις χρόνια τώρα- όχι μόνο δεν την εφάρμοσαν αλλά συχνά και έντεχνα την ναρκοθέτησαν;
Γιατί δεν άνοιξε η συζήτηση για το πόσοι «δικοί» μας δεν είναι συνδικαλισμένοι, πόσοι δεν απεργούν, πόσα «σωματεία μας» κάλεσαν τους εργαζόμενους σε συνελεύσεις να τους μιλήσουν π.χ. για την Πρωτομαγιά, για την επίθεση της κυβέρνησης, για την ανάγκη της οργανωμένης πάλης;
Πόσες εξορμήσεις κάναμε για να αποτρέψουμε απολύσεις, να εμψυχώσουμε εργαζόμενους σε επιχειρήσεις-κάτεργα, να οργανώσουμε την πάλη των ανέργων;
Πάντα κάτι δίνουν οι συζητήσεις «συνελευσιακού χαρακτήρα και ζύμωσης» και οι προτροπές για «το όπλο παρά πόδα». Το ζήτημα είναι αν αντιστοιχούν στις πολιτικές ανάγκες της στιγμής, αν βοηθούν να συναντηθεί η «πολιτικοποιημένη» οργή του λαού με ένα ανατρεπτικό λαϊκό κίνημα.
Ήταν αυτό το «διά ταύτα», τούτης της συζήτησης;
ο Σωκράτης
[email protected]
[email protected]
Σχόλια