Αρχική πολιτισμός Η ώρα των μικρομηκάδων

Η ώρα των μικρομηκάδων

Αφιέρωμα στο 44ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (12-18/9/2021)

Το 44ο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας διεξάχθηκε και φέτος ζωντανά, στις δύο χειμερινές αίθουσες, σε ένα θερινό σινεμά και ένα drive-in. Η παράλληλη ονλάιν έκδοσή του στη διαδικτυακή πλατφόρμα του φεστιβάλ, με ενιαίο εισιτήριο, έδωσε τη δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους απ’ όλη την Ελλάδα, να παρακολουθήσουν πάνω από 110 ταινίες. Για πρώτη φορά φέτος, η γυναικεία παρουσία έχει ισχυρό προβάδισμα, στο Εθνικό Διαγωνιστικό Πρόγραμμα.

Σπανίζουν και πάλι οι ταινίες είδους που έκαναν θραύση παλιότερα, ως άσκηση ύφους, με αισθητή την παρουσία νεανικών θεματικών, με ιστορίες ενηλικίωσης, για τη φιλία και τις σχέσεις, με αποκορύφωμα τον εξαιρετικό τίτλο «Αν ήσουν ταινία θα ήσουν μικρού μήκους» της Γωγώς Μαραγγούλη. Σε λιγότερο από 12 λεπτά, εξιστορείται η εξέλιξη ενός φλερτ, στην ταράτσα αθηναϊκού μπαρ, με τίτλο που μεταφέρει τον τρόπο που η νέα γενιά αντιλαμβάνεται την έννοια μιας μικρού μήκους, αλλά και μιας σχέσης, «απλή, ευρηματική, ελεύθερη και σύντομη» όπως αναφέρει η κοπέλα στο αγόρι.

Δίχως ιδιαίτερη πολιτική χροιά φέτος, αναδεικνύονται ωστόσο θεματικές που θίγουν την καταπίεση που ασκεί το κυρίαρχο γυναικείο πρότυπο στις εφηβικές ηλικίες, φαινόμενο που αναπαράγεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μοιάζει να εντάθηκε με τις απανωτές καραντίνες.

Στο εθνικό διαγωνιστικό υπερτερεί η ρεαλιστική φόρμα γραφής, με κάποιες πειραματικές ταινίες και δυο ντοκιμαντέρ.

Για την πρωτότυπη θεματική του και τη σκηνοθετική του δεινότητα ξεχωρίζει το αλληγορικό 26λεπτο «Brutalia, εργάσιμες μέρες», του Μανώλη Μαυρή. Σε μια φανταστική κοινωνία μιλιταριστικού τύπου, οι μέλισσες-εργάτριες ντυμένες πανομοιότυπα, με ολόσωμη μπεζ φόρμα, αρβύλες, αυστηρό καρέ χτένισμα, και τουφέκι στον ώμο, δουλεύουν ακατάπαυστα, για την κοινωνία της κυψέλης, με την βασίλισσα να γεννοβολάει απογόνους. Σε εκτός κάδρου αφήγηση περιγράφεται η ιεραρχία των μελισσών και μέσα από διαδοχικά πλάνα εικονογραφείται η εξέλιξή τους, καθαρίστριες που γίνονται κτίστριες κελιών, παραμάνες και φρουροί της κυψέλης, δουλεύοντας «σαν να μην υπάρχει αύριο», ενώ κοιμούνται σε κοινούς κοιτώνες. Στον αντίποδα βρίσκονται οι κηφήνες-άντρες, που απεικονίζονται αραχτοί να παίζουν πινγκ-πονγκ και να πίνουν μπύρες, περιμένοντας τη σειρά τους να γονιμοποιήσουν την βασίλισσα. Η διαστρωμάτωση της ανελέητης κοινωνίας των μελισσών υποδηλώνει αλληγορικά την ιεραρχική δομή της σύγχρονης κοινωνίας, με μια ανατροπή προς το τέλος. Καθώς ακούγεται «οι αδύναμοι δεν έχουν θέση σε μια τέτοια τέλεια κοινωνία», απεικονίζεται μια ισχυρή πράξη σθεναρής αντίστασης, που τινάζει στον αέρα αυτό το ισχυρό οικοδόμημα.

Η ταινία παρουσιάζει αρκετές αναφορές στις σύγχρονες νεανικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας τύπου «Αγώνες Πείνας», ιδίως στον τρόπο ηρωικής παρουσίασης της εργάτριας-πρότυπο, με την οθόνη χωρισμένη στα δυο, αλλά και στην κινηματογραφική μεταφορά του οργουελικού «1984» (1984/Μάικλ Ράντφορντ), ως προς την ομοιόμορφη αμφίεση των μελισσών-εργατριών. Επίσης, το λευκό προσωπείο της κοκκινομάλλας βασίλισσας, σε μετωπικά πλάνα, φέρνει στο νου την ασάλευτη βασιλική φιγούρα στο «Ελισσάβετ» (1998/Σεκάρ Καπόυρ). Η ταινία του Μαυρή εντυπωσιάζει και με την ευρηματική χρήση κλασικής μουσικής, σε σκηνές αργής κίνησης. Στα διαδοχικά πλάνα με αργή κίνηση, της κοπιαστικής ρουτίνας των μελισσών-εργατριών, η προσπάθειά τους εξευγενίζεται με τη μπαρόκ μουσική «Les Indes Galantes», του Ραμό, ενώ στις χορευτικές ασκήσεις τους στο προαύλιο, ακούγεται το μεγαλοπρεπές βαλς της σουίτας «Masquerade», του Κατσατουριάν. Η άρια «Ombra mai fu», του Χέντελ, στη σκηνή όπου ένας φαντάρος-κηφήνας απεικονίζεται να την τραγουδάει συγχρονισμένα, εντείνει με το άκουσμα της φωνής κόντρα-τενόρου, το αίσθημα σαρκασμού. Το πασίγνωστο «Πέταγμα της μέλισσας»,  του Ρίμσκι Κόρσακοφ, διακωμωδεί ιδανικά τις σκηνές σε αργή κίνηση των αντρών-κηφήνων που προπονούνται σκληρά, προκειμένου να επιλεγούν οι ικανότεροι για γονιμοποίηση.

Στο 24λεπτο «Soul Food», του Νίκου Τσεμπερόπουλου, ο συνεσταλμένος ψηλός δεκαπεντάχρονος Γιάννης (Απόλλωνας Σαρρής), με γυαλιά, άριστος στο μπάσκετ και πάντα λιγομίλητος, προτιμάει να ακούει τζαζ με ακουστικά, από το «αρχαίο» ντίσκμαν του τρομπετίστα πατέρα του, αγνοώντας τα πειράγματα των εφήβων της νέας γειτονιάς του, όπου μετακόμισαν με την μητέρα του, στο σπίτι του συντρόφου της. Όσο περιθωριοποιείται, ως νεοφερμένος, το ενδιαφέρον του προσελκύεται από ένα άλλο «θύμα εκφοβισμού», την μικροκαμωμένη και ξερακιανή «απροσάρμοστη» σαραντάρα (Έλενα Τοπαλίδου) που τον μυεί στην πανκ, στο υπόγειο της πολυκατοικίας τους. Η εξεγερτική αυτή μουσική γίνεται αρχικά ο δίαυλος της επικοινωνίας τους, πριν αναδυθεί και ερωτική έλξη. Μέσα από το μπάσκετ, αποσπά την εύνοια της εφηβικής παρέας. Σύντομα όμως έρχεται αντιμέτωπος με την κρίσιμη στιγμή, όπου ή θα υψώσει ανάστημα υπερασπιζόμενος αυτά που αγαπά και που πιστεύει ή θα υποταχτεί σιωπαίνοντας για πάντα. Στο μεταίχμιο αυτής της δύσκολης εσώτερης πάλης, μεταφέρεται εύστοχα η ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή, κυρίως μέσα από τη σιωπή του. Ο Νίκος Τσεμπερόπουλος αιχμαλωτίζει εύστοχα τη στιγμή ενηλικίωσης του 15χρονου, που αμφιταλαντεύεται να ακολουθήσει την αγέλη ή να αντιδράσει, έτοιμος να υποστεί τις συνέπειες. Με αδρές γραμμές σκιαγραφείται και το κοινωνικό πλαίσιο, σε κάποια βιομηχανική ζώνη, στην περιφέρεια, σε συγκρότημα εργατικών πολυκατοικιών, θυμίζοντας τις βρετανικές ταινίες κοινωνικού ρεαλισμού, ενώ ο σκηνοθέτης αποσπά και εξαιρετικές ερμηνείες από όλους. Στην ταινία ωστόσο κάνουν αίσθηση και οι ελληνικής χροιάς μουσικές επιλογές. Τα τζαζ ηχοχρώματα ανήκουν στους Valia Calda, τα ορμητικά πανκ στο ελληνικό νόιζ πανκ συγκρότημα Rita Mosss, δίχως να παραλείπεται και το παλιότερο άκουσμα του «Unfall» (1980), των Γερμανών ποστ-πανκ Abwärts.

Τι συνέβηκε άραγε μέσα στο τανκ που βρέθηκε μπροστά από την πύλη του Πολυτεχνείου το βράδυ της 17/11/1973; Ο Βασίλης Καλαμάκης, στη μοναδική καθαρά πολιτική ταινία του φετινού Εθνικού Διαγωνιστικού «Ο φοιτητής», καταφέρνει να προσεγγίσει το θέμα αυτό σε λιγότερο από 9 λεπτά, με αυστηρή ασπρόμαυρη φόρμα ρεαλιστικής μυθοπλασίας, μέσα από διαλόγους και κυρίως με την ερμηνευτική ένταση των ηθοποιών, μεταφέροντας όχι μόνο την ψυχολογική πίεση ενός τεράστιου ηθικού διλήμματος, αλλά επιδιώκοντας την αναμόχλευση της ιστορικής μνήμης της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, στηλιτεύοντας παράλληλα το λόγο ύπαρξης του μιλιταριστικού μηχανισμού.

Θυμίζοντας αμυδρά το πολεμικό δράμα «Λίβανος» (2009/Σαμιουέλ Μαόζ/Χρυσός Λέοντας, 66ο Φεστιβάλ Βενετίας), όπου βλέπουμε τα πάντα επί μιάμιση ώρα, μέσα από την περιορισμένη οπτική του εσωτερικού ενός τανκ, εδώ ο Καλαμάκης αντιστρέφει την οπτική γωνία, με την κάμερά του προς το κλειστοφοβικό χώρο του τανκ, αποτυπώνοντας κυρίως με κοντινά πλάνα τις ψυχολογικές εντάσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους στρατιώτες και στον Ίλαρχο, όταν δίνει διαταγή στον νεαρό χειριστή να ρίξει την πύλη του Πολυτεχνείου, αδιαφορώντας για το πλήθος άοπλων φοιτητών. Η πίεση των ανωτέρων, λόγω της καθυστέρησης που προέκυψε από την άρνηση, αρχικά, του νεαρού στρατιώτη, προκαλεί τη μήνη του Ίλαρχου, που τον σημαδεύει με όπλο, ενώ ακούγονται απ’ έξω αγωνιστικά συνθήματα, μαρτυρώντας την παρουσία εξεγερμένου λαού ολόγυρα. Οι εικόνες των κρεμασμένων στα κάγκελα φοιτητών έχουν πλέον γράψει ιστορία. Ο Καλαμάκης σκεπτόμενος κινηματογραφικά, δεν αναπαράγει αυτές τις εικόνες, εμφανίζοντας έστω ιστορικά ντοκουμέντα -τετριμμένη τηλεοπτική κυρίως λύση- αλλά στρέφει την κάμερα στο εσωτερικό του τανκ, επιχειρώντας να αναπαραστήσει μυθοπλαστικά μια άγνωστη σκηνή, που ενδέχεται να έχει λάβει χώρα σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή, δημιουργώντας ένα δυνατό ψυχολογικό θρίλερ. Ο σκηνοθέτης επιλέγει εύστοχα να μεταφέρει όλο το ιστορικό πλαίσιο στο εκτός κάδρου πεδίο, μέσα από ηχητικά ντοκουμέντα της εποχής, με τα συνθήματα και το κρητικό ριζίτικο «Πότε θα κάνει ξαστεριά».

Αυτό το σπάνια θιγόμενο θέμα αναδεικνύει τρόπους διατήρησης της συλλογικής ιστορικής μνήμης μέσα από το σινεμά, σε μια νέα γενιά που απομακρύνεται από την πολιτική σκέψη, μέσα από ισχυρούς εθιστικούς μηχανισμούς αυτοέκθεσης της νεανικής εικόνας της, ως δημόσιο υπερθέαμα, οδηγώντας την σε μια διαρκή ομφαλοσκόπηση, που καταλήγει σε νοητική αδράνεια.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Exit mobile version