Του Στάθη Κουβελάκη.
1. Είναι πλέον σαφές ότι αυτό που άρχισε στις πλατείες, στις 25 Μάη, είναι μια ποιοτικά καινούργια φάση στον «παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο» που άρχισε με την ψήφιση του Μνημονίου. Μια φάση εξεγερσιακή, χαμηλής έντασης προς το παρόν, που μπορεί όμως να αποκτήσει διαφορετικά χαρακτηριστικά όσο πλησιάζει η στιγμή της προβλεπόμενης (με βάση τα ώς τώρα δεδομένα) στιγμής της κρίσιμης αναμέτρησης, δηλαδή της ψήφισης του νέου Μεσοπρόθεσμου μνημονίου της κυβέρνησης με την τρόικα.
Ήδη μπορούμε να πούμε ότι η ορμητική και παρατεταμένη, αλλά ταυτόχρονα και αδιαμόρφωτη – ή μάλλον «υπό διαμόρφωση»- είσοδος του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο, αλλάζει συνολικά τα ώς τώρα δεδομένα. Όποια κι αν είναι η έκβαση αυτού του συκρουσιακού κύκλου, δεν θα υπάρξει επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί. Όποια δύναμη δεν είναι σε θέση να το κατανοήσει και να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα, θα σαρωθεί από τις εξελίξεις. Και πρώτα απ’ όλες η Αριστερά.
Ήδη μπορούμε να πούμε ότι η ορμητική και παρατεταμένη, αλλά ταυτόχρονα και αδιαμόρφωτη – ή μάλλον «υπό διαμόρφωση»- είσοδος του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο, αλλάζει συνολικά τα ώς τώρα δεδομένα. Όποια κι αν είναι η έκβαση αυτού του συκρουσιακού κύκλου, δεν θα υπάρξει επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί. Όποια δύναμη δεν είναι σε θέση να το κατανοήσει και να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα, θα σαρωθεί από τις εξελίξεις. Και πρώτα απ’ όλες η Αριστερά.
2. Η εξέγερση των πλατειών δημιουργεί τις συνθήκες αυτού που ο Γκράμσι χαρακτηρίζει ως «οργανική κρίση». Δηλαδή διάρρηξη των παγιωμένων σχέσεων εκπροσώπησης μεταξύ βασικών κοινωνικών ομάδων και των κομματικών τους εκφράσεων και «ξαφνικό πέρασμά τους από την πολιτική παθητικότητα σε με ορισμένη δραστηριότητα και την προβολή διεκδικήσεων, που στο μη-συνεκτικό τους σύνολο αποτελούν μιαν επανάσταση». Η κρίση αυτή γίνεται «κρίση εξουσίας, κι αυτό ακριβώς είναι η κρίση ηγεμονίας ή κρίση του κράτους στο σύνολό του»(1).
Η δράση των μαζών αποτελεί, με άλλα λόγια, τη δική τους απάντηση, μετωπική και επικεντρωμένη στους χώρους και τα σύμβολα της πολιτικής εξουσίας, στην πρωτοφανή και ολοκληρωτικού χαρακτήρα επίθεση που δέχονται εδώ και ένα χρόνο. Αυτό είναι και το νόημα της ανάγκη άμεσης επανάκτησης της κεντρικότητας του κατ’ εξοχήν αστικού χώρου (δηλαδή των πλατειών) σε πανελλαδική κλίμακα, αρχίζοντας από την «πλατεία των πλατειών», το Σύνταγμα, απέναντι από το κέντρο της νομοθετικής εξουσίας ή μάλλον το κέντρο του συστήματος εκπρόσωπησης και νομιμοποίησης του κράτους. Αυτό είναι επίσης και το νόημα του ιδιοποίησης του σημαινόμενου της «δημοκρατίας» όπως επίσης, θα επανέλθουμε σ’ αυτό, και των εθνικών αναφορών από τον κόσμο των πλατειών. Η πιο προχωρημένη, ωστόσο, έκφραση του ξεσηκωμού βρίσκεται, αναμφίβολα, στην αυτοοργάνωση των καθημερινών ανοιχτών συνελεύσεων που, μ’ όλα τους τα όρια, συμπυκνώνουν την αντιπαράθεση χώρων, πρακτικών και νοημάτων που συμβολίζει την «ελληνική άνοιξη» του 2011.
Η δράση των μαζών αποτελεί, με άλλα λόγια, τη δική τους απάντηση, μετωπική και επικεντρωμένη στους χώρους και τα σύμβολα της πολιτικής εξουσίας, στην πρωτοφανή και ολοκληρωτικού χαρακτήρα επίθεση που δέχονται εδώ και ένα χρόνο. Αυτό είναι και το νόημα της ανάγκη άμεσης επανάκτησης της κεντρικότητας του κατ’ εξοχήν αστικού χώρου (δηλαδή των πλατειών) σε πανελλαδική κλίμακα, αρχίζοντας από την «πλατεία των πλατειών», το Σύνταγμα, απέναντι από το κέντρο της νομοθετικής εξουσίας ή μάλλον το κέντρο του συστήματος εκπρόσωπησης και νομιμοποίησης του κράτους. Αυτό είναι επίσης και το νόημα του ιδιοποίησης του σημαινόμενου της «δημοκρατίας» όπως επίσης, θα επανέλθουμε σ’ αυτό, και των εθνικών αναφορών από τον κόσμο των πλατειών. Η πιο προχωρημένη, ωστόσο, έκφραση του ξεσηκωμού βρίσκεται, αναμφίβολα, στην αυτοοργάνωση των καθημερινών ανοιχτών συνελεύσεων που, μ’ όλα τους τα όρια, συμπυκνώνουν την αντιπαράθεση χώρων, πρακτικών και νοημάτων που συμβολίζει την «ελληνική άνοιξη» του 2011.
3. Αν και αποτελεί τομή και χωρίς να αποτελεί συνείδηση όλων των συμμετεχόντων, η εξέγερση των πλατειών δεν έρχεται από το πουθενά. Είναι το αποτέλεσμα (με τη θετική και την αρνητική έννοια) της προηγούμενης περιόδου της πολιτικο-κοινωνικής σύγκρουσης. Με τη θετική, κατ’ αρχήν, γιατί είναι σωστή η επισήμανση του Σ. Ελληνιάδη στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου: «Η Αριστερά, εν ευρεία εννοία, έπαιξε ρόλο προθέρμανσης για την πολιτικοποίηση των ανθρώπων που τώρα κατεβαίνουν στο Σύνταγμα και τις πλατείες. Εκατοντάδες μικρές και μεγάλες κινητοποιήσεις, πολύ πλούσιο έντυπο υλικό, ποικίλες παρεμβάσεις και πάμπολλες συγκρούσεις με την κυβέρνηση και τις δυνάμεις καταστολής καλλιέργησαν το έδαφος για το επόμενο στάδιο κινητοποιήσεων». Ας προσθέσουμε ότι αυτό ισχύει και σε ένα βάθος χρόνου: σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, η μαζική λαϊκή διαμαρτυρία, η εξέγερση και η ίδια η επανάσταση είναι έννοιες με βαθιά λαϊκή νομιμοποίηση, αποτελούν μέρος της ίδιας της «εθνικής αφήγησης» κι όχι μόνο της Αριστεράς.
Αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά, η αρνητική. Γιατί είναι, βέβαια, τα εμφανή όρια καθώς και η αδυναμία των προηγούμενων κινητοποιήσεων και των πολιτικο-συνδικαλιστικών πλαισίων δράσης να σταματήσουν τη μνημονιακή λαίλαπα που, σε συνδυασμό με τη ραγδαία επιδείνωση όλων των οικονομικο-κοινωνικών δεικτών και την αναγγελία ενός ακόμη πακέτου βάρβαρων μέτρων, εξηγούν το πέρασμα σε μια διευρυμένη στη σύνθεση και τη δυναμική της μορφή συλλογικής διαμαρτυρίας. Όπως και εξηγούν, σε καθοριστικό βαθμό, τα αντιφατικά χαρακτηριστικά των πρακτικών, διεκδικήσεων και συνθημάτων που βγαίνουν στην επιφάνεια σε μια τέτοια συγκυρία, το «μη-συνεκτικό» χαρακτήρα της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών, και ειδικότερα των μέχρι πρότινος παθητικών τμημάτων τους, στον οποίο αναφέρεται ο Γκράμσι. Αυτό το «μείγμα οργής, αγανάκτησης, “αντιπολιτικών” αντανακλαστικών, προωθημένης αγωνιστικότητας αλλά και ιδεολογικών αντιφάσεων, προχωρημένων πολιτικών συνθημάτων αλλά και γηπεδικών τόνων», σύμφωνα με τις εύστοχες διατυπώσεις του Π. Σωτήρη(2).
Αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά, η αρνητική. Γιατί είναι, βέβαια, τα εμφανή όρια καθώς και η αδυναμία των προηγούμενων κινητοποιήσεων και των πολιτικο-συνδικαλιστικών πλαισίων δράσης να σταματήσουν τη μνημονιακή λαίλαπα που, σε συνδυασμό με τη ραγδαία επιδείνωση όλων των οικονομικο-κοινωνικών δεικτών και την αναγγελία ενός ακόμη πακέτου βάρβαρων μέτρων, εξηγούν το πέρασμα σε μια διευρυμένη στη σύνθεση και τη δυναμική της μορφή συλλογικής διαμαρτυρίας. Όπως και εξηγούν, σε καθοριστικό βαθμό, τα αντιφατικά χαρακτηριστικά των πρακτικών, διεκδικήσεων και συνθημάτων που βγαίνουν στην επιφάνεια σε μια τέτοια συγκυρία, το «μη-συνεκτικό» χαρακτήρα της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών, και ειδικότερα των μέχρι πρότινος παθητικών τμημάτων τους, στον οποίο αναφέρεται ο Γκράμσι. Αυτό το «μείγμα οργής, αγανάκτησης, “αντιπολιτικών” αντανακλαστικών, προωθημένης αγωνιστικότητας αλλά και ιδεολογικών αντιφάσεων, προχωρημένων πολιτικών συνθημάτων αλλά και γηπεδικών τόνων», σύμφωνα με τις εύστοχες διατυπώσεις του Π. Σωτήρη(2).
4. Η ιδιοποίηση των εθνικών αναφορών και συμβόλων που «μπέρδεψε» αρκετούς στην αριστερά αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία γιατί βρίσκεται στο σημείο τομής των προηγούμενων τάσεων. Σίγουρα παραπέμπει στην παρουσία κοινωνικών στρωμάτων, ώς τώρα αποκομμένων από την εμπειρία συλλογικής οργάνωσης και δράσης, άρα ξένων ως προς τις αναφορές και τα σύμβολα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Αυτό ακριβώς το γεγονός, όμως, είναι που υποδηλώνει ότι η πολιτική κρίση έχει πλέον μετατραπεί σε εθνική κρίση αντιπροσώπευσης, σε απονομιμοποίηση των «από πάνω» και ριζική αμφισβήτηση της ικανότητάς τους να διευθύνουν την κοινωνία και να ηγούνται του εθνικού σχηματισμού. Οι ελληνικές σημαίες στις πλατείες σημαίνουν πρώτα και κύρια ότι «η Ελλάδα», δηλαδή «ο λαός της», βρίσκεται εκεί, στις πλατείες και τους δρόμους, έχοντας κάνει απόσχιση από τους θεσμούς και το προσωπικό που -υποτίθεται- ότι τον αντιπροσωπεύουν και δρουν στο όνομά τους. Σημαίνει επίσης και το πανθομολογούμενο πλέον «ξεπούλημα της χώρας» από αυτούς που έχουν υφαρπάξει τη λαϊκή εντολή, το γεγονός δηλαδή ότι η πολιτική του Μνημονίου δεν είναι μια συνηθισμένη ταξική πολιτική, αλλά αναίρεση των ίδιων των θεμελίων του κοινωνικού συμβολαίου, καταβαράθρωση της θέσης της χώρας στο διεθνές πεδίο και αντιδημοκρατική εκτροπή με προφανή τα στοιχεία υποταγής σε εξωγενή (και άκρως αντιδραστικά) κέντρα αποφάσεων.
Αυτό, φυσικά, σε καμιά περίπτωση δεν αίρει τον ταξικό χαρακτήρα της συντελούμενης αντιπαράθεσης, τον «επικαθορίζει» όμως, προσδίδοντάς του ειδικά χαρακτηριστικά. Για να συγκροτηθεί, λοιπόν, με μαζικούς όρους μια ταξική πρόταση από τη σκοπιά των εργαζομένων σ’ αυτή τη συγκυρία πρέπει να έχει ηγεμονική διάσταση, να συνθέτει, όπως απαιτούσε ο Γκράμσι, την ταξική με την «εθνική-λαϊκή» διάσταση. Να απευθύνεται στη «βαθιά Ελλάδα» που γεμίζει τις πλατείες προτάσσοντας ένα συνολικό σχέδιο που να ανοίγει μια βιώσιμη προοπτική για τη χώρα και για ένα εναλλακτικό μπλοκ εξουσίας με τις δυνάμεις της εργασίας σε ηγετική θέση.
Αυτό, φυσικά, σε καμιά περίπτωση δεν αίρει τον ταξικό χαρακτήρα της συντελούμενης αντιπαράθεσης, τον «επικαθορίζει» όμως, προσδίδοντάς του ειδικά χαρακτηριστικά. Για να συγκροτηθεί, λοιπόν, με μαζικούς όρους μια ταξική πρόταση από τη σκοπιά των εργαζομένων σ’ αυτή τη συγκυρία πρέπει να έχει ηγεμονική διάσταση, να συνθέτει, όπως απαιτούσε ο Γκράμσι, την ταξική με την «εθνική-λαϊκή» διάσταση. Να απευθύνεται στη «βαθιά Ελλάδα» που γεμίζει τις πλατείες προτάσσοντας ένα συνολικό σχέδιο που να ανοίγει μια βιώσιμη προοπτική για τη χώρα και για ένα εναλλακτικό μπλοκ εξουσίας με τις δυνάμεις της εργασίας σε ηγετική θέση.
5. Η διπλή οριοθέτηση τόσο από την αφ’ υψηλού θεώρηση της κίνησης των από κάτω όσο και από την «υποταγή στο αυθόρμητο» αποτελεί σήμερα κυριολεκτικά όρο ύπαρξης για την Αριστερά. Η Αριστερά που δεν είναι διατεθειμένη να ακούσει και να μάθει, άρα και να αλλάξει η ίδια, από την αυθόρμητη κίνηση των «από κάτω» και την αυτενέργειά τους είναι ιστορικά καταδικασμένη. Η Αριστερά που αρκείται, όμως, στο να πλέκει το εγκώμιο αυτής της κίνησης και να καλεί στη διάχυση των οργανωμένων δυνάμεων στο εσωτερικό της αναιρεί τον εαυτό της και αποποιείται τις ευθύνες της. Γιατί η ενοποίηση των ετερογενών τμημάτων των εν κινήσει μαζών (ας πούμε της «κάτω» και της «πάνω» Πλατείας Συντάγματος) είναι κατ’ εξοχήν θέμα πολιτικής, άρα δικό της. Γιατί η κατεύθυνση που μπορεί να πάρει μια πρωτογενής ριζοσπαστικοποίηση ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων είναι περισσότερη από μία, και κρίνεται στο πεδίο της οργανωμένης πολιτικής παρέμβασης. Γιατί, όσοι μας καλούν να εκστασιαστούμε μπροστά στο αδιαμεσολάβητο «μεταμοντέρνο πλήθος» ξεχνούν ότι απέναντι υπάρχει ένας αντίπαλος, που διαθέτει ισχυρότατες διαμεσολαβήσεις, ικανότητες σχεδιασμού και πολυάριθμο προσωπικό έτοιμο να τσακίσει τις αντιστάσεις και να διαφυλάξει την εξουσία του. Όπως ξεχνούν ότι αν και μια εξέγερση «από τα κάτω» μπορεί να ρίξει ακόμη και κυβερνήσεις με κοινοβουλευτική-εκλογική νομιμοποίηση (βλέπε Αργεντινάζο), μόνο με αριστερή πολιτική ηγεμονία είναι σε θέση οι λαϊκές δυνάμεις να επιβάλλουν τις δικές τους λύσεις και να αποτρέψουν την ανακύκλωση, έστω και με κάποιες παραχωρήσεις, της προηγούμενης κατάστασης (βλέπε Κίρχνερ).
6. Από αυτήν την άποψη και παρά τα σωστά κινηματικά αντανακλαστικά ενός αξιόλογου τμήματός της (κυρίως στη βάση), η ανεπάρκεια της Αριστεράς σ’ αυτές τις ιστορικές στιγμές είναι πασιφανής. Και άκρως επικίνδυνη. Το ΚΚΕ κατάφερε να συνδυάσει την παγιωμένη φοβική στάση απέναντι σε ό,τι δεν ελέγχει, με μια συστημική αντίδραση στο κεντρικό επίδικο της συγκυρίας (έξοδος από το ευρώ) αντάξια αυτής που είχε δείξει το Δεκέμβρη του 2008. Ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς πολιτική πρόταση και βαθιά διχασμένος σε όλα περίπου τα κομβικά θέματα, ποντάρει στην επικοινωνιακή αντιπολιτευτική του τακτική, στη στοχοποίηση που δέχεται από την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ, καθώς και στη φιλική του στάση στο κίνημα, για να αποκομίσει κάποια οριακά οφέλη. Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, προφανώς, δεν διαθέτει την κρίσιμη μάζα και την κοινωνική αγκύρωση για να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο.
Και όμως! Πέρα από τον υπάρχοντα κατακερματισμό, μια σειρά από δυνάμεις συγκλίνουν όλο και πιο καθαρά στην μοναδική ριζοσπαστική ατζέντα που έχει αναδείξει εντός της Αριστεράς η κρίση του τελευταίου χρόνου. Με αιχμή του δόρατος τη στάση πληρωμών με στόχο τη διαγραφή του χρέους ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του και βασικά συστατικά την έξοδο από την Ευρωζώνη, τη ρήξη με την Ε.Ε., την εθνικοποίηση των τραπεζών, την αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου και τη δημοκρατική επαναθεμελίωση. Η ανοιχτή και ενωτική εμφάνιση αυτών των δυνάμεων, με αυτήν την πρόταση, μπροστά στο λαό, αποτελεί επιτακτικό αίτημα της συγκυρίας. Επείγει, τη στιγμή ειδικά που εν όψει της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου κρίνεται η συνέχιση και κλιμάκωση της κινητοποίησης.
Η ώρα της κρίσης είναι και η ώρα της απόφασης για μια άλλη Αριστερά. Την Αριστερά της λαϊκής αντεπίθεσης και της νέας νίκης.
Και όμως! Πέρα από τον υπάρχοντα κατακερματισμό, μια σειρά από δυνάμεις συγκλίνουν όλο και πιο καθαρά στην μοναδική ριζοσπαστική ατζέντα που έχει αναδείξει εντός της Αριστεράς η κρίση του τελευταίου χρόνου. Με αιχμή του δόρατος τη στάση πληρωμών με στόχο τη διαγραφή του χρέους ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του και βασικά συστατικά την έξοδο από την Ευρωζώνη, τη ρήξη με την Ε.Ε., την εθνικοποίηση των τραπεζών, την αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου και τη δημοκρατική επαναθεμελίωση. Η ανοιχτή και ενωτική εμφάνιση αυτών των δυνάμεων, με αυτήν την πρόταση, μπροστά στο λαό, αποτελεί επιτακτικό αίτημα της συγκυρίας. Επείγει, τη στιγμή ειδικά που εν όψει της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου κρίνεται η συνέχιση και κλιμάκωση της κινητοποίησης.
Η ώρα της κρίσης είναι και η ώρα της απόφασης για μια άλλη Αριστερά. Την Αριστερά της λαϊκής αντεπίθεσης και της νέας νίκης.
(1) Α. Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλι, Ηριδανός, χ. χ., σ. 95.
(2) Π. Σωτήρης, «Η εκνευριστική πρωτοτυπία μιας αυθεντικής
λαϊκής εξέγερσης» στο www.aristerovima.gr
* Ο Στάθης Κουβελάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
Σχόλια