Των Γιάννη Νιράκη, Γιώργου Σκουλά, Αγγέλας Σμυρνάκη, Γιώργου Χαλκιαδάκη
Μια νέα πραγματικότητα διαμορφώνει η μνημονιακή επίθεση στον τρίτο χρόνο της. Κυριολεκτικά καταστρέφει ολοσχερώς την παραγωγική δύναμη που ονομάζουμε εργασία, σε όλα τα επίπεδα. Ταυτόχρονα, η ιδιοτελής «παραγωγική» δύναμη του κεφαλαίου διαρκώς ενισχύεται. Ζούμε την εξαθλίωση, τη φτώχεια, την ανθρωπιστική κρίση που καθημερινά επιβάλλουν οι δανειστές και το πολιτικό προσωπικό τους.
Είναι απέραντη, ζοφερή και οδυνηρή αυτή η πραγματικότητα για όλη τη χώρα και την πλειοψηφία των κατοίκων της. Ζόφος και οδύνη, για δυο χρόνια, με τη διαρκή λιτότητα, την κατάργηση κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, με το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου. Τώρα, ο τρίτος χρόνος, οδηγεί στη μαζική εξαθλίωση. Είναι η χρονιά των άστεγων, των ανεπαρκώς σιτιζόμενων, των εντελώς στερούμενων τροφής, των ανθρώπων χωρίς εργασία και εισόδημα, των ανασφάλιστων, των ανεμβολίαστων παιδιών, των νέων χωρίς πατρίδα. Με μια λέξη, όλοι οι «χωρίς» ζωή και οι στερημένοι κάθε ονείρου είναι η νέα πραγματικότητα που παίρνει τρομακτικές διαστάσεις.
Αυτή η πραγματικότητα, αντικειμενικά έρχεται να αμφισβητήσει, να αναιρέσει την αξία των αγορών και του πολιτικού προσωπικού τους. Να αμφισβητήσει το ρόλο τους για το συνολικό καλό. Να αναιρέσει την εμπιστοσύνη του κόσμου των «κολασμένων» στον ηγεμονικό ρόλο της αστικής τάξης. Τώρα, ο καθένας και η καθεμία κατανοεί καλύτερα από πριν ότι το υπάρχον πολιτικοοικονομικό σύστημα, με τις νέες μνημονιακές δεσμεύσεις του, ούτε μπορεί να διασφαλίσει ούτε καν να συντηρήσει «την αναπαραγωγή των εκμεταλλευόμενων τάξεων».
Αν αυτή είναι μια αλήθεια, σχεδόν καθολικά παραδεκτή, μια δεύτερη, χρήζει αποδοχής. Πρέπει ταχύτατα να κατανοήσουμε πως η αναίρεση -σε όποια έκταση και βάθος- της ηγεμονίας της αστικής τάξης, δεν συνεπάγεται αυτόματα την ηγεμονία των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων και του πολιτικού τους φορέα. Του φορέα που επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε.
Οι παραπάνω αναφορές δεν γίνονται για θεωρητικούς λόγους. Γίνονται για λόγους πρακτικούς και πολιτικούς:
α) Για να αναδειχθεί η ανάγκη πληρέστερων προγραμματικών θέσεων, γειωμένων σε μεγαλύτερο βαθμό στο σήμερα και
β) Για να γίνει πιο πειστικό το κατεπείγον της ανάγκης αλλαγής του πολιτικού σκηνικού από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Και τα δυο είναι στο χέρι μας. Και την καταστροφή της κοινωνίας οφείλουμε να σταματήσουμε και την όποια αμφισβήτηση των αγορών και των πολιτικών τους εκπροσώπων από μεγάλες κοινωνικές ομάδες, οφείλουμε να τη συγκεντρώσουμε, να τη διευρύνουμε. Έτσι που να μετατραπεί σε ένα πλειοψηφικό ρεύμα ανατροπής και αλλαγής, με πολιτικό φορέα τον ΣΥΡΙΖΑ.
Με άλλα λόγια, δεν θα περιμένουμε το θάνατο της κοινωνίας μας, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε στο πολιτικό νεκροτομείο, τα αίτια της καταστροφής. Σε συνθήκες εντατικής δράσης ας προσπαθήσουμε να σωθεί. Γιατί μόνο τότε μπορούμε να βάλουμε τα θεμέλια για μια καλύτερη ζωή, χωρίς φτώχεια και ανέχεια, ανεργία και ανασφάλεια, για ένα καινούργιο όνειρο. Έτσι απλή και ανθρώπινη ας είναι η προσέγγιση της Αριστεράς μας.
Ορισμένες σκέψεις για προγραμματικά ζητήματα
Στο προγραμματικό επίπεδο έχουμε μια σχετική επάρκεια. Η πρόσφατη, μάλιστα, επεξεργασία και παρουσίαση των θέσεων κατά της φτώχειας αποτελεί εξαιρετική πρωτοβουλία που ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα. Είναι η έκφραση των αναγκών των «χωρίς» που προαναφέραμε. Ανάλογα, καλή είναι η δουλειά για τη δημόσια διοίκηση.
Όμως υπάρχουν πολλά προγραμματικά κενά και γενικόλογες προσεγγίσεις που δεν απαντούν στις αγωνίες. Στις ανησυχίες των πληττομένων πολιτών. Στα ερωτήματα των τοπικών κοινωνιών. Κενά που μειώνουν το ρεαλισμό, τη φερεγγυότητα και την αξιοπιστία, άρα την αποτελεσματικότητα των προτάσεών μας.
Παραδείγματα:
α) Το ερώτημα, με τι πόρους, με τι λεφτά, θα υλοποιήσουμε στόχους και προτάσεις που περιγράφουμε στο πρόγραμμα μας, δεν είναι απόρροια της εχθρικής μόνο προπαγάνδας. Εμφανίζεται και ως κενό πειστικότητας και ρεαλισμού. Και οφείλουμε μια πιο αναλυτική τεκμηρίωση και παρουσίαση.
β) Στα ζητήματα του αναπτυξιακού προσανατολισμού της χώρας, του χαρακτήρα της ανάπτυξης, της παραγωγικής ανασυγκρότησης καταγράφεται έλλειμμα. Που δεν έχει να κάνει τόσο με τους γενικούς στόχους, όσο κυρίως με την εξειδίκευσή τους. Σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Γεγονός που μαρτυρά την αδυναμία των τοπικών οργανώσεων και του δυναμικού τους. Να ασχοληθούν και συλλογικά να απαντήσουν. Να διατυπώσουν το τοπικό προγραμματικό όραμα που θα συναρθρώνει μια εποπτική χωροταξική και αναπτυξιακή αντίληψη, με τα απαιτούμενα έργα, τις υπηρεσίες, τη διοικητική οργάνωση, τις ανθρώπινες παραγωγικές δραστηριότητες. Η αδυναμία αυτή, αν δεν αρθεί, θα έχει τις επιπτώσεις της και στη μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών.
γ) Το θέμα της μετανάστευσης και μάλιστα νέων επιστημόνων δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο με καταγγελίες και συνθήματα. Είναι σκόπιμο να διατυπώσουμε θέσεις που αφορούν τους νέους. Θέσεις που θα λαμβάνουν υπ’ όψιν ότι οι νέοι άνθρωποι διψούν για ζωή και δημιουργία. Οι νέοι επιστήμονες ευελπιστούν σε μια ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία. Σε μια ένταξη αντίστοιχη των προσόντων τους και σε μια απρόσκοπτη επιστημονική εξέλιξη. Ότι οι νέοι άνθρωποι ονειρεύονται και έχουν το δικαίωμα για τη δημιουργία οικογένειας. Ότι οι νέοι έχουν δικαίωμα στην μόρφωση, στην έκφραση και τη δημιουργία. Ανεξάρτητα αν τα παραπάνω αποτελούν ή όχι ενδεικτικά στοιχεία για την επεξεργασία θέσεων, είναι ανάγκη να υπάρξει ένα προγραμματικό πλαίσιο για τη νέα γενιά με επικεφαλίδα: Η νεολαία θέλει – Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί. Και προφανώς η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ έχει τον πρώτο λόγο για αυτό.
δ) Δεν απαντιέται επαρκώς τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην περίπτωση αδυναμίας υλοποίησης των δεσμεύσεών του, λόγω ανυπέρβλητων δυσκολιών εκ μέρους των δανειστών. Και της συνδυασμένης επίθεσης της εγχώριας πολιτικοοικονομικής διαπλοκής. Κατανοητός είναι ο ρόλος που θα διαδραματίσει ο συσχετισμός των δυνάμεων, η κινηματική δράση και η λαϊκή συμμετοχή στη δοσμένη στιγμή.
Χρειαζόμαστε, όμως, πιο σοβαρές απαντήσεις. Η θέση ότι θα διαπραγματευτούμε και θα πείσουμε δεν απαντά ολοκληρωτικά. Η σύναψη συμμαχίας με τις χώρες του Νότου είναι αναγκαία. Ο συσχετισμός όμως μπορεί να μην το επιτρέψει. Η επίκληση της ρύθμισης του γερμανικού χρέους είναι ορθή, όχι όμως ικανή να πείσει. Οι παραπάνω τοποθετήσεις, αν και ορθές, δεν παίρνουν υπόψη τους ή υποβαθμίζουν τη σφοδρότητα των επιθέσεων που θα δεχτεί μια κυβέρνηση της Αριστέρας, με στόχο την αποτυχία της.
Είναι σαφές ότι θα χρειαστούν συγκρούσεις και απαιτείται συνολική προετοιμασία και στήριξη στο λαό. Επιχειρήματα που απλώς διασκεδάζουν τα παραπάνω, δίνοντας υπέρμετρη βαρύτητα στον ευρωσκεπτικισμό, που ανθεί τελευταία, αφαιρούν τη νηφαλιότητα που απαιτεί ο αναγκαίος πολιτικός σχεδιασμός για όλα τα ενδεχόμενα. Η εμπειρία της Κύπρου, η έλλειψη εναλλακτικής λύσης παρά το περήφανο «όχι» του λαού της, επέτρεψαν να περάσουν οι εκβιασμοί της τρόικα. Οι διάσπαρτες, σημαντικές φωνές αριστερών ανθρώπων που εξετάζουν όλα τα ενδεχόμενα, πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν.
Είναι αναγκαίο όλες οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ να προετοιμαστούν πληρέστερα για την πιο σκληρή σύγκρουση σε όλα τα επίπεδα με το λαό ενημερωμένο.
Συγκέντρωση κοινωνικών δυνάμεων – άνοιγμα στην κοινωνία – αλλαγή συσχετισμών υπέρ μας
Χωρίς τη συγκέντρωση των κοινωνικών δυνάμεων -των οποίων τα συμφέροντα θέλουμε να εκφράσουμε και που σήμερα είναι συντριπτική πλειοψηφία- χωρίς το αποφασιστικό άνοιγμά μας στην κοινωνία και στις πολύμορφες εκφάνσεις της, χωρίς την πραγματική αλλαγή των συσχετισμών υπέρ της ανατροπής, η ανάδειξη κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας, με στυλοβάτη τον ΣΥΡΙΖΑ, όλοι κατανοούμε πως δεν θα προκύψει.
Τις προτεραιότητες αλλά και την έκταση του ανοίγματος στην κοινωνία καθορίζει η πραγματικότητα που ζούμε. Το άνοιγμα στην κοινωνία, στα κινήματα, στις συλλογικές δραστηριότητες, στα αυτοδιοικητικά αιτήματα, στις μορφές αλληλεγγύης είναι επιτακτικό. Και οι πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν ή να στηριχτούν με βάση τις ζωτικές ανάγκες των ανθρώπων της εργασίας, σήμερα δεν έχουν, πρόσημο διαχειριστικό ή αριστερό. Η αντιπαράθεση του τι είναι επαναστατικό, τι αριστερό και τι δεν είναι, δεν έχει νόημα. Επαναστατική σήμερα είναι κάθε πράξη και δράση που βάζει αναχώματα στον κατήφορο. Το να συμμετέχουμε ή να στηρίζουμε π.χ. τα κοινωνικά ιατρεία δεν κατατάσσει τον ΣΥΡΙΖΑ στις δυνάμεις της ελεημοσύνης και της διαχείρισης.
Άνοιγμα στην κοινωνία
Ως πρώτιστη επιλογή είναι το άνοιγμά μας στους «χωρίς». Αυτό είναι σήμερα ένα νέο πολυάριθμο κομμάτι της κοινωνίας, που αν και «βουβό», τώρα δεν έχει να χάσει τίποτα με την ανάδειξη μιας κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας της Αριστεράς, παρά μόνο τη φτώχεια, την πείνα, την απειλή της δήμευσης σε ό,τι δημιούργησε, το κρεβάτι πολυτελείας των πεζοδρομίων, την απώλεια της «χαράς» του ξενιτεμού. Το εξαθλιωμένο αυτό κοινωνικό σώμα μπορεί κάλλιστα να το προσεταιριστεί -λόγω της έλλειψης της δικής μας παρουσίας και δράσης- και το ναζιστικό μόρφωμα. Ας προσέχουμε!
Είναι φανερό ότι αυτές οι κοινωνικές ομάδες δεν ορίζονται σήμερα με τις διακρίσεις, αριστερός, δεξιός, κεντρώος. Δεν «πολιτεύονται» ή μένουν αδρανείς με βάση αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Αντίθετα, προσεγγίζουν την πολιτική με όρους επιβίωσης. Μετρούν τη μέρα τους με την ανάγκη του επιουσίου και έτσι καθορίζουν στάσεις και συμπεριφορές.
Αν θελήσουμε προγραμματικά -κεντρικά το κάνουμε- και κινηματικά να ακουμπήσουμε τον πόνο αυτών των «κολασμένων» συνάνθρωπων μας, η δύναμη πυρός του κινήματος των αγανακτισμένων και της πολιτικής μας θα καταστεί υπέρτερη αυτής των δανειστών, της τρικομματικής αναλγησίας και των Πρετεντέρηδων.
Έναν τέτοιο προσανατολισμό σε επίπεδο Τοπικών Επιτροπών και Νομαρχιακών Οργάνων, μόνιμο και σταθερό, χρειαζόμαστε. Είναι ζητούμενος επειγόντως. Απουσιάζει, όμως, ακόμα από το οπτικό μας πεδίο και πολύ περισσότερο από τις δράσεις μας. Στην καλύτερη περίπτωση παραμένει στο επίπεδο της θεωρητικής συζήτησης.
Από ορισμένες πλευρές, ως άνοιγμα στην κοινωνία, νοείται η ένταξη ορισμένων πολιτικών στελεχών από άλλα κόμματα και κυρίως από το ΠΑΣΟΚ. Η μονοσήμαντη αυτή τοποθέτηση δημιουργεί συγχύσεις. Περιοριστικές της ανάγκης για πλατιά διείσδυσή μας στην κοινωνία. Όμως και η άρνηση της ένταξης στελεχών του ΠΑΣΟΚ, από ορισμένους συντρόφους, χωρίς ουσιαστικούς λόγους, παραγνωρίζει σήμερα, την επείγουσα ανάγκη συγκέντρωσης των δυνάμεων της ανατροπής.
Να το τοποθετήσουμε διαφορετικά; Ούτε την ένταξη στελεχών από το ΠΑΣΟΚ μπορούμε να αποκλείσουμε -αν δεν έχουν υπηρετήσει τα μνημόνια- ούτε την ανάγκη του πιο πλατιού ανοίγματος στην κοινωνία και στα προβλήματα της επιλύουμε, με την εγγραφή 20-30 στελεχών από το χώρο αυτό.
Για να αλλάζουμε τους συσχετισμούς υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανάγκη να συνδυάζουμε -σε καθημερινή βάση- την προγραμματική ανασύνταξη και την κινηματική παρέμβαση. Σταθερά να μπολιάζουμε την κοινωνία με τις προγραμματικές μας ιδέες και παράλληλα να αντλούμε από την κοινωνία τις βελτιώσεις των προγραμματικών μας διακηρύξεων. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναγνωρίζεται ως ο φυσικός πολιτικός φορέας που εκφράζει και πολιτικά διατυπώνει τα συμφέροντα των «πολλών» και των «κάτω».
Καταλαβαίνουμε ότι είναι προτιμότερο να συσπειρώνεις ευρύτερες δυνάμεις για την υπεράσπιση π.χ. της δημόσιας υγείας (φορείς πασχόντων, ανέργους, ανασφαλίστους, φορείς και σωματεία) παρά να δίνεις μάχες απροετοίμαστες και από χέρι χαμένες στο χώρο των νοσοκομείων με απεργίες συμμετοχής του 5-10%. Είναι προτιμότερο να διαμορφώνεις τον κοινό πολιτικό προσανατολισμό υπεράσπισης της Δημόσιας Εκπαίδευσης με το Πανεκπαιδευτικό Μέτωπο, αντί να διαχειρίζεσαι με μεμψιμοιρία τις απεργιακές σου αδυναμίες. Στην πρώτη περίπτωση έχεις την πιθανότητα δημιουργίας ενός στοιχειώδους -έστω- διεκδικητικού μετώπου. Στη δεύτερη οδηγείς στην απογοήτευση. Αλλά το κυριότερο, αλλάζεις τους συσχετισμούς σε βάρος του κινήματος και της αναγκαίας πολιτικής ανατροπής.
Η νέα πραγματικότητα και το νέο κόμμα – ο ΣΥΡΙΖΑ
Όλοι συγκλίνουμε στην ανάγκη να θεμελιωθεί ένα νέο κόμμα. Μαζικό, πολυτασικό, δημοκρατικό, αριστερό. Για τη φυσιογνωμία και αυτήν την ταυτότητα του εγχειρήματός μας δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς. Για την αποτελεσματικότητα και τη χρησιμότητά του, όλοι ορκιζόμαστε.
Είναι απορίας άξιον τότε, προς τι οι ενστάσεις, οι αρνήσεις, η αναβλητικότητα, οι κατά το δοκούν ερμηνείες. Είναι σαφές πως το ζήτημα δεν είναι απλό όπως φαίνεται.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν δυνάμεις που ίσως ποτέ δεν θα ήθελαν, ούτε προσήλθαν σε αυτόν, με την προοπτική ενός ενιαίου κόμματος. Ήρθαν και έμειναν με την προϋπόθεση ενός συνασπισμού κομμάτων, κινήσεων ή προσώπων. Είναι κατανοητό. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν οι πρακτικές και η τραυματική εμπειρία της λειτουργίας και της δράσης των πλειοψηφικών εσωκομματικών συσπειρώσεων στην προσυνεδριακή συνδιάσκεψη. Και όχι μόνο σε αυτήν. Αλλά και οι αντίστοιχες πρακτικές των μειοψηφιών. Πρακτικές που έπληξαν και πλήττουν τη συλλογικότητα, την ενότητα, τη δημοκρατικότητα του κόμματος. Που υποτιμούν αξίες και αρχές του αριστερού κινήματος. Υπάρχουν, τέλος, οι διαφωνίες. Πολιτικές και ιδεολογικές. Που δεν κρύβονται.
Όμως τώρα η ζωή ανέδειξε την ανάγκη για ένα νέο φορέα-ενιαίο κόμμα. Τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να τον δημιουργήσουμε. Και τα ανωτέρω εμπόδια πρέπει να αρθούν. Είναι ελπιδοφόρο που ένα πλαίσιο πολιτικής συμφωνίας διαφαίνεται ήδη. Στο κείμενο των Προσυνεδριακών Θέσεων και στο καταστατικό. Θα συνεισφέρει παραπέρα ο προσυνεδριακός διάλογος και τελικά το ίδιο το Συνέδριο.
Η ζωή ανέδειξε την ανάγκη για ενιαίο κόμμα. Δεν έχουμε δικαίωμα να απορρίψουμε αυτή τη λύση. Δεν μπορούμε να παραμείνουμε στην τωρινή μορφή και συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Μια μορφή που δεν διασφαλίζει την ισοτιμία των μελών. Μια μορφή όπου μειονεκτούν όσοι επιθυμούν να βρίσκονται εκτός συνιστωσών. Η τωρινή μορφή καταργεί τη δημοκρατία. Προωθεί έναν ιδιότυπο συγκεντρωτισμό, συνιστωσών, κόμματων και προσωπικοτήτων. Έτσι που να είναι απορριπτέα. Αφού Κόμμα της Αριστεράς, με δημοκρατία δυο ταχυτήτων, δε νοείται. Δεν μπορείς να ευαγγελίζεσαι τη σοσιαλιστική κοινωνία, με δημοκρατία και ελευθερία και στο εσωτερικό σου να μη βρίσκουν οι αξίες αυτές πλήρη εφαρμογή.
Συνεπώς, η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ-ενιαίου κόμματος είναι μονόδρομος. Και το ανεκδιήγητο της διατήρησης μιας συνιστώσας που «αφού δεν προκαλεί προβλήματα, άρα παραμένει και βλέπουμε», μόνο ως μια κακή στιγμή του συντρόφου που το διατύπωσε μπορεί να εκληφθεί!
Επισημάνσεις για το νέο κόμμα μας
Ι) Για τη δημοκρατία και την αποτελεσματικότητα
Η συζήτηση και η οργάνωσή της, στις οργανώσεις και τα όργανα, δεν θυμίζει πολιτικό φορέα που συζητά και δρα. Προσομοιάζει σε λέσχες συζητήσεων. Η διαφορετική γνώμη αντιμετωπίζεται όχι ως μια άλλη πλευρά του θέματος, αλλά πολλάκις ως αποδιοπομπαίος τράγος. Απορρίπτονται σκέψεις και ιδέες. Γίνονται προσωπικές διχαστικές επιθέσεις που απομακρύνουν σταδιακά συντρόφους και παραλύουν τη δράση μελών και οργανώσεων.
Έτσι, σήμερα, ενώ στοχεύουμε, το θεμέλιο του κόμματος μέσα στην κοινωνία να είναι η Οργάνωση Μελών, που να αποτελεί το κόμμα στο χώρο της, έχουμε πρώιμα οδηγηθεί σε μαρασμό των τοπικών επιτροπών. Αντί ο κύριος προσανατολισμός των οργάνων να είναι η ενίσχυση της λειτουργίας των Οργανώσεων Μελών, η πολιτική μας λειτουργία περιορίζεται στις διευρυμένες Ν.Ε. Οι διευρυμένες Ν.Ε. μπορεί να συνεισφέρουν, δεν λύνουν όμως το πρόβλημα.
Όλο και περισσότερο εδραιώνεται μια βαθιά αντιδημοκρατική κουλτούρα και λειτουργία προσωπικών μηχανισμών συνδεδεμένων με κεντρικά ηγετικά στελέχη. Κληρονομημένη από προϋπάρχοντες μηχανισμούς. Αν αυτό εκφράστηκε περίτρανα στις εκλογές για αντιπροσώπους στη συνδιάσκεψη, στο Συνέδριο οφείλουμε να απορριφθεί. Οφείλουμε να μην πάμε ξανά σε μια καθοδηγούμενη εκλογή αντιπρόσωπων με τα κριτήρια των συνιστωσών ή αυτά πλειοψηφικών ή μειοψηφικών ρευμάτων. Κριτήρια ιδιοτελή αλλά και αδιαφανή για πολλά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ .
Οι τάσεις, διαμορφώνονται ως συνέχεια των συνιστωσών, δεν αποτελούν ως όφειλαν, ανοιχτές ομάδες προβληματισμού, δε συνεδριάζουν ανοιχτά, στο πλαίσιο της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και της δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος. Είναι ευθύνη των μελών του ΣΥΡΙΖΑ να εδραιώσουν το Κόμμα των Μελών. Γιατί, αν ο παραπάνω τρόπος λειτουργίας συνεχίσει να είναι παρόν και τη δημοκρατία και την αποτελεσματικότητα θα υπονομεύει. Αν στη θέση των συνιστωσών εγκατασταθεί με τα ίδια χαρακτηριστικά ένα στάτους πλειοψηφίας-μειοψηφίας, αν το «κράτος» των νικητών εκπαιδεύεται, παρατάσσεται και κοντράρεται με το «κράτος» των ηττημένων, συνολικά ηττηθήκαμε. Αν οι συσχετισμοί διαμορφώνονται στα σπίτια ή τις λέσχες των ομάδων, η δημοκρατία παύει.
Η δική μας Αριστερά δεν είναι αμόλυντη από τα χαρακτηριστικά των αντιπάλων. Μέρα με τη μέρα τα φαινόμενα της ιδιοτέλειας και του παραγοντισμού, παρεισφρύουν. Απόψεις ποινικοποιούνται. Η κριτική δεν εισακούεται. Αποφάσεις και κινήσεις που οδήγησαν σε αρνητικά αποτελέσματα δεν αξιολογούνται. Ευθύνες για αποτυχίες δεν αποδίδονται. Σοβαρά πολιτικά ζητήματα αντιμετωπίζονται με ατομικές κινήσεις και στρατηγικές.
Όμως εμείς δεν χρειαζόμαστε ένα κόμμα κλειστό, τεμαχισμένο, αμήχανο και φοβικό. Αντίθετα, πρέπει να δημιουργήσουμε ένα μαζικό, λαϊκό κόμμα για να εισβάλουν στον ΣΥΡΙΖΑ οι λαϊκές αξίες των ανθρώπων της βιοπάλης. Ένα κόμμα συλλογικό, διάφανο, αξιοκρατικό. Πρόπλασμα της κοινωνίας που ονειρευόμαστε.
ΙΙ) Αποτελεσματικότητα και πολυφωνία
Ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά καιρούς, εκπέμπει μια πολυφωνία σύγχυσης και αλλοίωσης των προγραμματικών θέσεων και του πολιτικού του στόχου. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στις συνιστώσες. Εκφράζει τις διαφορετικές προσεγγίσεις και τα διαφορετικά δια ταύτα κεντρικών στελεχών. Δικαίωμα αναφαίρετο το δικαίωμα της γνώμης. Δεν μπορεί να υπάρξει δεύτερη γνώμη σε αυτό. Όμως, άλλο αυτό και άλλο να μην προβάλλεται η συλλογική άποψη του ΣΥΡΙΖΑ. Το να προκαλείς συστηματικά σύγχυση για το πολιτικό διακύβευμα του τόπου και την πολιτική πρόταση του κόμματός σου είναι πρόβλημα μεγάλης εμβέλειας. Διότι, απλούστατα, πετροβολάς την αποτελεσματικότητα του φορέα που πασχίζεις να γίνει πιο αποτελεσματικός.
Τα προβλήματα αυτά πρέπει να λυθούν. Οι ρυθμιστικοί κανόνες που θα τα περιορίσουν πρέπει να διατυπωθούν. Σε κάθε περίπτωση, ας ευθυγραμμιστούμε όλοι με μια αίσθηση συλλογικής ευθύνης απέναντι στην υπόθεσή μας, τη δημοκρατία στις γραμμές μας και τη σταθερή προσήλωση στις συλλογικές αξίες της Αριστεράς.
Αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ μια Α.Ε., σε αυτήν θα υπήρχαν οι μέτοχοι και οι μεγαλομέτοχοι των συνιστωσών, έγραψε κάποιος σ. στην Αυγή. Είθε με το Συνέδριο και μετά από αυτό να προκύψει ο ΣΥΡΙΖΑ ενιαίο κόμμα χωρίς μικρομέγαλους μέτοχους.
Ας γνωρίζουμε ότι όποιος ευαγγελίζεται να σώσει τον ΣΥΡΙΖΑ είτε από τον αριστερό σεχταριστικό κίνδυνο είτε από τη δεξιόστροφη πορεία του με αντιδημοκρατικές λογικές και πρακτικές, με άρνηση της δημοκρατίας, με σχεδιασμούς έξω και μακριά από το σώμα του, αργά ή γρήγορα θα αποτύχει οικτρά, παρά τις όποιες νίκες στα σημεία. Ας κατανοήσουμε ότι η όποια εσωκομματική διαπάλη, αν δεν υπακούει στην ανάγκη της προωθητικής σύνθεσης, δε θα έχει αίσιο αποτέλεσμα. Και το πιο οδυνηρό θα είναι αν ενταφιάσουμε τις ελπίδες που στηρίζει πάνω μας ο κόσμος της εργασίας.
Λίγο το δουλέψαμε, λίγο μας έτυχε να σηκώσουμε τη σημαία της ελπίδας για τη χώρα μας και για την παγκόσμια Αριστερά. Ας την κρατήσουμε επάξια, στο χέρι μας είναι.