Αναδημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα από ένα παλιότερο άρθρο της Γιάννας Γιαννουλοπούλου, με τίτλο «Η γλωσσομάθεια στην ελληνική κοινωνία και ο ρόλος του ελληνικού πανεπιστημίου», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ουτοπία, τεύχος 138 (2021). Το κείμενο διατηρεί την επικαιρότητα του, καθώς επιχειρεί μέσα από διεισδυτικές παρατηρήσεις για τη συρρίκνωση των φιλολογικών σπουδών να φωτίσει πλευρές της συνολικότερης πολιτικής για τη γλωσσομάθεια, τη γλώσσα και την ταυτότητα στη χώρα μας. Ολόκληρο το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε στη σελίδα του Συνεδρίου στον παρακάτω σύνδεσμο: yparxiakoellada.gr/i–glossomatheia–stin–elliniki–koinonia–kai–o–rolos–tou–ellinikou–panepistimiou
Η παρουσίαση και η ανάλυση που προηγήθηκε για τη γλωσσομάθεια και τα ιστορικά της συμφραζόμενα στην Ελλάδα στηρίζεται σε ορισμένες γλωσσολογικές παραδοχές και σε ορισμένες κοινωνιογλωσσικές απόψεις, οι οποίες θα αναφερθούν ρητά για να ολοκληρωθεί η κατατιθέμενη άποψη. Η πρώτη παραδοχή και ταυτόχρονα έννοια της γλωσσολογίας είναι η αναντίρρητη προτεραιότητα της μητρικής γλώσσας. Της γλώσσας, δηλαδή, που ο καθένας από εμάς μαθαίνει στο άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον με τρόπο φυσικό μέχρι τα 5-6 χρόνια της ζωής του και πριν ενταχθεί στην εκπαίδευση (οι φυσικά δίγλωσσοι που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν από γονείς με διαφορετική γλώσσα έχουν δύο μητρικές γλώσσες). Η γλώσσα αυτή αποτελεί για τον καθένα μας το πλέον άμεσο εκφραστικό μας μέσο, καθώς και τον τρόπο που διαμορφώνουμε τις έννοιες και την πρόσληψη της πραγματικότητας. Καμιά ξένη γλώσσα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μητρική. Επομένως, η διαδικασία εκμάθησης των ξένων γλωσσών είναι μια διαφορετική διαδικασία από τη διαδικασία της «απόκτησης», όπως ονομάζεται επιστημονικά, της μητρικής γλώσσας. Γιαυτό και η διδασκαλία της ξένης γλώσσας θα πρέπει να αρχίζει σε ηλικίες που το μικρό παιδί έχει ολοκληρώσει την απόκτηση της μητρικής του γλώσσας και έχει ενταχθεί στην εκπαίδευση. Η εκπαίδευση καλλιεργεί και επεκτείνει τις γνώσεις μας στη μητρική γλώσσα, μας διδάσκει τη γραφή, μας φέρνει σε επαφή με κείμενα, μας πλουτίζει το λεξιλόγιο, μας προσφέρει μεταγλωσσικές γνώσεις. Αυτό πραγματοποιείται στην πρότυπη εθνική γλώσσα, η οποία είναι ιστορικό προϊόν του εθνικού αστικού κράτους, της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και της διεύρυνσης της μόρφωσης σε όλο τον πληθυσμό. Παρόλο που πολλές κριτικές έχουν γίνει και μπορούν να γίνουν για τον ομογενοποιητικό χαρακτήρα των πρότυπων εθνικών γλωσσών (και την υποβάθμιση π.χ. των διαλέκτων), είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η πρότυπη εθνική γλώσσα (ειδικά όταν δεν είναι καθαρεύουσα, όπως μας έχει διδάξει η πικρή πείρα του γλωσσικού ζητήματος στη χώρα μας) λειτουργεί ενοποιητικά και προάγει την εκπαίδευση όλου του λαού. Τις τελευταίες δεκαετίες η κριτική στις εθνικές γλώσσες και η υποστήριξη των γλωσσικών ετεροτήτων πραγματοποιείται κυρίως σε πλαίσια (επιστημονικά και πολιτικά) που δεν θέτουν σε αμφισβήτηση, αλλά μάλλον αποδέχονται την παγκόσμια κυριαρχία της αγγλικής, και τον γλωσσικό και πολιτισμικό ιμπεριαλισμό που αυτή επιτελεί (Phillipson 1992).
Οι γλωσσικές ετερότητες (διάλεκτοι, μειονοτικές γλώσσες, κοινωνιόλεκτοι) αποτελούν πηγή πολιτισμικού πλούτου για τις ανθρώπινες κοινωνίες και γιαυτό πρέπει να μελετώνται και να προστατεύονται. Ωστόσο, μέσω των εθνικών γλωσσών αναπτύχθηκε η λογοτεχνία, η πολιτική θεωρία, η επιστημονική θεωρία, μέσω των εθνικών γλωσσών διευρύνθηκε και μαζικοποιήθηκε η εκπαίδευση. Επομένως, το απλοϊκό σχήμα που αντιπαραθέτει τις γλωσσικές ετερότητες στις εθνικές γλώσσες χωρίς να λαμβάνει υπόψη την παγκοσμίως ηγεμονική αγγλοαμερικανική, απλώς υπονομεύει την επιβίωση των εθνικών γλωσσών (ειδικά των μικρών όπως η ελληνική) και ενισχύει την αγγλοαμερικανική κυριαρχία.
ΓΙΑ ΝΑ επανέλθουμε στη συζήτηση για τη γλωσσομάθεια, αυτή δεν θα πρέπει να υπονομεύει την διδασκαλία και την καλλιέργεια της ελληνικής ως μητρικής και ως εθνικής γλώσσας. Γι αυτό και η έναρξη της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών θα πρέπει να γίνεται στην ηλικία του παιδιού που δεν δημιουργεί προβλήματα στην σχέση ταυτότητάς του με την μητρική, δηλαδή γύρω στην ηλικία των 8-9 ετών. Επομένως, οι πρόσφατοι πολυδιαφημισμένοι πειραματισμοί με την εισαγωγή της αγγλικής στα νηπιαγωγεία, εκτός από τα να μιμούνται αυτό που ήδη εφαρμόζεται σε ιδιωτικά σχολεία, επιχειρούν να αποδείξουν ότι η αγγλική δεν είναι ακριβώς ξένη γλώσσα στην Ελλάδα αλλά πρέπει να είναι εξαιρετικά οικεία, «οιονεί εθνική». Οι λόγοι είναι καταφανώς πολιτικοί, οικονομικοί, πολιτισμικοί.
Η γνώση ξένων γλωσσών είναι πολύτιμη. Κατά την ευφυή διατύπωση του Γκέτε: «όποιος δεν ξέρει ξένες γλώσσες, δεν ξέρει τίποτε από τη δική του». Η γνώση ξένων γλωσσών είναι το όχημα για την βαθιά γνωριμία μας με άλλους πολιτισμούς, για τη διεύρυνση των οριζόντων μας τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Είναι, επομένως, απολύτως απαραίτητο η έρευνα και η διδασκαλία των ξένων γλωσσών να είναι ευθύνη του κράτους και όχι έρμαιο ιδιωτικών οργανισμών ή θεσμών άλλων χωρών που ασκούν τη δική τους πολιτική, συχνά ηγεμονική απέναντι στην Ελλάδα. Είναι, επίσης, απολύτως απαραίτητο η έρευνα για τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών και η εκπαίδευση των δασκάλων ξένης γλώσσας να παραμείνει στα πλαίσια του δημόσιου πανεπιστημίου και να μην επιστρέψουμε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Η γλωσσική διδασκαλία τόσο της μητρικής γλώσσας, όσο και των ξένων γλωσσών είναι κεντρικό τμήμα της αγωγής και της εκπαίδευσης, δεν είναι ένα σετ δεξιοτήτων προς πιστοποίηση και πώληση. Όπως το διατύπωσε ο μεγάλος γλωσσολόγος και δάσκαλος, Μανόλης Τριανταφυλλίδης: «Η γνώση μιας ξένης γλώσσας… μας πάει στην ψυχολογία και στη νοοτροπία άλλου λαού, διαφορετική από τη δική μας. Μας ανοίγει ένα νέο κόσμο και σα να μας χαρίζη μια καινούργια ψυχή. Μας κάνει ακόμη, με τη σύγκριση, να νιώσωμε καλύτερα τη δική μας εθνική γλώσσα και την ιδιοτυπία του έθνους μας».
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου, είναι καθηγήτρια Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι μέλος της επιτροπής στήριξης του Συνεδρίου για «Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα». Την ομιλία της με θέμα ««Το ελληνικό πανεπιστήμιο στην κρίση: Η περίπτωση των ανθρωπιστικών σπουδών», στην 4η θεματική συνεδρία με τίτλο «Το κοινωνικό δικαίωμα στην Υγεία και την Εκπαίδευση: Από τη διάλυση στη διατεταγμένη υπηρεσία», μπορείτε να την δείτε στον παρακάτω σύνδεσμο, στο κανάλι του Συνεδρίου στο youtube