Τη στιγμή που το Ισραήλ, παρά την παγκόσμια κατακραυγή, συνεχίζει τη γενοκτονία των Παλαιστίνιων στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη με την προκλητική στήριξη των ΗΠΑ, της Βρετανίας και λοιπών συμμάχων της Δύσης, ένας απρόβλεπτος όσον αφορά την εξέλιξή του πόλεμος «χαμηλής έντασης» έχει εμπλέξει στη δίνη του 10 χώρες στην περιοχή. Μεταξύ άλλων, από τις 7 Οκτωβρίου μέχρι χθες είχαν σημειωθεί 165 επιθέσεις σε αμερικανικές βάσεις και φυλάκια στη Μέση Ανατολή –κυρίως στη Συρία και το Ιράκ– από μαχητικές οργανώσεις που συνδέονται με το Ιράν, ως απάντηση στη στήριξη που παρέχουν οι ΗΠΑ στο καθεστώς του Τελ Αβίβ. Στη σοβαρότερη από αυτές, την περασμένη Κυριακή, επλήγη από μη επανδρωμένο αεροσκάφος αμερικάνικη βάση στην Ιορδανία, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 3 Αμερικάνοι στρατιώτες και να τραυματιστούν πάνω από 40.
Η Ιορδανία, χώρα φιλική προς τις ΗΠΑ, έσπευσε να δηλώσει τη δέσμευσή της να συνεργαστεί στενά με τις ΗΠΑ για την ενίσχυση της ασφάλειας κατά μήκος των συνόρων της. Χαμηλούς τόνους κράτησε και η Τεχεράνη, διαβεβαιώνοντας ότι δεν κρύβεται η ίδια πίσω από την επίθεση, και κατηγορώντας ταυτόχρονα το Ισραήλ ως υπεύθυνο για την έκρυθμη κατάσταση σε ολόκληρη την περιοχή: «Οι κατηγορίες [για ιρανική εμπλοκή] διατυπώνονται με πολιτικό στόχο, για να αντιστραφούν οι πραγματικότητες στην περιοχή», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών του Ιράν, Νασέρ Καναανί. Και συμπλήρωσε ότι οι οργανώσεις που εμπλέκονται στις επιθέσεις «ανταπαντούν στα εγκλήματα πολέμου του Ισραήλ, χωρίς να λαμβάνουν διαταγές από το Ιράν». Από την πλευρά του ο Μπάιντεν δήλωσε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις «συγκεντρώνουν στοιχεία για την επίθεση», συμπληρώνοντας: «Μην έχετε καμία αμφιβολία – θα θέσουμε όλους τους υπεύθυνους προ των ευθυνών τους σε χρόνο και με τρόπο που θα επιλέξουμε εμείς».
Η αμερικανική πολιτική ενώπιον ισχυρών διλημμάτων
Η επίθεση αυτή πυροδότησε μια οξυμένη αντιπαράθεση στο εσωτερικό των ΗΠΑ, που ήδη σπαράσσονται από βαθύτατο διχασμό καθώς βαδίζουν προς τις προεδρικές εκλογές το επόμενο φθινόπωρο, κι ενώ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η αντιπαράθεση για το «σφράγισμα» των συνόρων με επίκεντρο το Τέξας. Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές κατηγόρησαν τον Μπάιντεν για ατολμία, και ο Τραμπ δήλωσε ότι δεν θα είχε συμβεί τέτοιο γεγονός αν ήταν ο ίδιος πρόεδρος. Επιτελείς, γεωπολιτικά ινστιτούτα και αναλυτές δημοσίευσαν δεκάδες προτάσεις για τον τρόπο αντίδρασης των ΗΠΑ, προεξοφλώντας την αναγκαιότητα ενός σφοδρού κτυπήματος κατά του Ιράν, θεωρώντας δεδομένο ότι αυτό είναι υπεύθυνο για την επίθεση. Αρκετοί όμως επισημαίνουν ταυτόχρονα ότι το κτύπημα πρέπει να είναι τέτοιο που να μην πυροδοτήσει ένα γενικευμένο πόλεμο. Συνδυασμός που δύσκολα επιτυγχάνεται…
Επιθετικότερος όλων εμφανίστηκε ο γνωστός, ελληνικής καταγωγής, Τζ. Σταυρίδης, πρώην ναύαρχος του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού που εργάζεται τώρα για την Carlyle Group, μια παγκόσμια επενδυτική εταιρεία: «Το Πεντάγωνο θα πρέπει να δημιουργήσει επιλογές που θα στρέφονται απευθείας κατά των ιρανικών εγκαταστάσεων παραγωγής όπλων, των ναυτικών μέσων και των συστημάτων πληροφοριών σε περίπτωση που οι μουλάδες θέλουν έναν ακόμη γύρο. Μια ισχυρή κυβερνοεπίθεση θα ήταν μία ακόμα βιώσιμη επιλογή, είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα πλήγματα», είπε μεταξύ άλλων. Όπως αναφέρουν οι ως τώρα διαθέσιμες δημοσιογραφικές πληροφορίες, φαίνεται πως η κυβέρνηση Μπάιντεν αποφάσισε μια σειρά επιδρομών εναντίον στόχων στο έδαφος του Ιράκ και της Συρίας, και εγκαταστάσεων του Ιράν στις δύο αυτές χώρες. Από την πλευρά του ο Ιρανός πρόεδρος Ραϊσί προειδοποίησε χθες ότι «το Ιράν δεν θα ξεκινήσει κανέναν πόλεμο, αλλά θα απαντήσει με δύναμη σε όποιον επιχειρήσει να μας εκφοβίσει»…
Μπορεί οι ΗΠΑ να μην επιθυμούν ή να μην διαθέτουν τους πόρους για μια απευθείας σύγκρουση (και) με το Ιράν, δεν σταματούν όμως να υποδαυλίζουν τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή
Στρατηγική χάους
Αυτά ήταν λίγο πολύ αναμενόμενα. Το πραγματικό δίλημμα όμως της αμερικάνικης πολιτικής είναι πώς θα συνεχίσει να παριστάνει τον ανυποχώρητο υπερασπιστή της τάξης στη Μέση Ανατολή χωρίς να εμπλακεί σε απευθείας πόλεμο με το Ιράν. Ήδη η εμπλοκή της στον πόλεμο της Ουκρανίας δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, και δυσκολεύεται περισσότερο μετά το μπλοκάρισμα της χρηματοδότησης του Κιέβου από τους Ρεπουμπλικάνους. Δυσκολίες συναντά και με το Ισραήλ όπου, μετά τα εγκλήματα στη Γάζα, το σχέδιο για έλεγχο της περιοχής μέσω ενός πλαισίου συνεργασίας μεταξύ του Ισραήλ και των ισχυρών μοναρχιών του αραβικού κόσμου έχει ματαιωθεί. Είναι ενδεικτικές οι δηλώσεις στο CNN του Τζον Κίρμπι, συντονιστή στρατηγικών επικοινωνιών του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας: «Δεν επιδιώκουμε έναν πόλεμο με το Ιράν. Δεν επιδιώκουμε μια ευρύτερη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Στην πραγματικότητα, κάθε ενέργεια που έχει λάβει ο πρόεδρος έχει σχεδιαστεί για να αποκλιμακώσει, να προσπαθήσει να μειώσει τις εντάσεις».
Η αλήθεια βέβαια είναι διαφορετική. Μπορεί οι ΗΠΑ να μην επιθυμούν ή να μην διαθέτουν τους πόρους για μια απευθείας σύγκρουση (και) με το Ιράν, δεν σταματούν όμως να υποδαυλίζουν τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή – είτε με την παροχή απροκάλυπτης υποστήριξης στο Ισραήλ, είτε με την άμεση εμπλοκή τους σε επιθετικές ενέργειες στο Ιράκ, τη Συρία και την Υεμένη. Χωρίς αμφιβολία, η επιλογή δημιουργίας μιας χαοτικής κατάστασης στη Μέση Ανατολή μπορεί προσωρινά να εξισορροπεί τις αδυναμίες της αμερικάνικης πολιτικής, καθόλου όμως δεν απομακρύνει το ενδεχόμενο μιας πλήρους ανάφλεξης σε ολόκληρη την περιοχή.