Οι πολιτικές αγωνίες σε Αθήνα, Λισσαβώνα και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κορυφώνονται, ενώ απομένουν 8 μέρες για τις γερμανικές εκλογές.
Καθώς οι δημοσκοπήσεις συντηρούν κλίμα αβεβαιότητας για το τι είδους κυβέρνηση θα προκύψει, τα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων πέραν του Βερολίνου δεν κρύβουν την προτίμησή τους σε έναν μεγάλο συνασπισμό μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών. Με τη Μέρκελ στο τιμόνι πάντα, η οποία, όμως, θα πρέπει να συνδιαχειριστεί τη γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη με πρόσωπα που θεωρούνται κατά τι πιο φιλικά στην ιδέα της ομοσπονδιοποίησής της.
Το Ευρωκοινοβούλιο
Ήδη, δύο εξελίξεις που προέκυψαν αυτή την εβδομάδα στα ευρωπαϊκά fora θεωρείται ότι εμπεριέχουν μηνύματα και πιέσεις προς τη γερμανική ηγεσία. Η μία είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να εγκρίνει το σχέδιο της Κομισιόν για την προώθηση της Τραπεζικής Ένωσης, και η δεύτερη είναι η γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας της Ε.Ε. ότι για την προώθηση αυτής της ένωσης δεν χρειάζεται τροποποίηση των ευρωπαϊκών συνθηκών. Αυτό το τελευταίο είναι το διαρκές επιχείρημα της γερμανικής πλευράς για να καθυστερεί την τραπεζική ένωση.
Επί της ουσίας, η ένωση αυτή προβλέπει ενιαία εποπτεία στις τράπεζες της Ε.Ε., ενιαίο μηχανισμό εκκαθάρισης όσων χρεοκοπούν και τελικά ένα ενιαίο ταμείο για να αναλαμβάνει τα κόστη και των τραπεζικών χρεοκοπιών και της εγγύησης των καταθέσεων. Αυτό είναι κάτι που εξακολουθεί να προκαλεί φλύκταινες στους περισσότερους γερμανούς πολιτικούς, που δεν θέλουν να χάσουν τα κέρδη της χώρας τους από την κρίση, ούτε να μοιραστούν οποιαδήποτε χρέη της Ευρωζώνης, τραπεζικά ή κρατικά.
«Απορρίπτουμε την αμοιβαιοποίηση του χρέους», θύμισε επί τη ευκαιρία σε συνέντευξή της η Μέρκελ και είναι μάλλον σίγουρο ότι δεν αναφερόταν μόνο στο κρατικό χρέος, αλλά και στο τραπεζικό. Η τρύπα στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης υπολογίζεται σε τουλάχιστον 1 τρισ. ευρώ και η κάλυψή της, που τελικά αποτελεί όρο ύπαρξης του κοινού νομίσματος, θα απαιτούσε να βάλει η Γερμανία το χέρι στην τσέπη ή να δεχθεί να μοιραστεί με τους εταίρους της ένα υψηλότερο κόστος δανεισμού, από το μηδενικό που απολαμβάνει σήμερα.
Ώρα αποφάσεων
Η νέα κυβέρνηση του Βερολίνου, επομένως, από τις 23 του μηνός και εντεύθεν θα πρέπει να λάβει σειρά οριστικών αποφάσεων: αν θέλει να εξελιχθεί πράγματι η τραπεζική ένωση της Ευρώπης, αν θέλει να σώσει πάση θυσία το ευρώ, και αν το ευρώ πρέπει να διασωθεί απαραίτητα μαζί με τους ανεπίδεκτους εξυγίανσης εταίρους του, όπως η Ελλάδα ή η Πορτογαλία. Αυτό το τελευταίο δίλημμα σημαίνει τρίτο πακέτο στήριξης για την Ελλάδα, αλλά η Μέρκελ επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία ότι η βοήθεια είναι υπόθεση δούναι-λαβείν. «Η παροχή και η αντιπαροχή είναι άρρηκτα συνδεδεμένες», είπε η Μέρκελ, υπενθυμίζοντας στους ψηφοφόρους της ότι το ευρώ «εξασφαλίζει για την Γερμανία θέσεις εργασίας και ευημερία». Φυσικά, τα πράγματα περιπλέκονται, όταν η αντιπαροχή που ζητάει η γερμανική ηγεσία από τα άλλα υποζύγια του ευρώ σημαίνουν ανεργία και φτώχεια. Κι είναι μάλλον απίθανο η Γερμανίδα καγκελάριος να μην αντιλαμβάνεται ότι ένα ακόμη «μνημόνιο φτώχειας και ανεργίας» στην Ελλάδα θα τινάξει στον αέρα το «πουλέν» της, την κυβέρνηση Σαμαρά.
Γι’ αυτό κι επανέρχονται δειλά στο προσκήνιο τα σενάρια του Grexit, όχι τόσο σαν τιμωρία του αποδιοπομπαίου τράγου, αλλά σαν μοναδική εναλλακτική επιβίωσης για χώρες σαν την Ελλάδα και αποκατάστασης της συνοχής του ευρώ. Και μάλιστα με ένα bonus από τους εταίρους της, με τη μορφή ελάφρυνσης του χρέους ή ένα μικρό σχέδιο Marshall. Υπάρχει, άραγε, αυτό το σενάριο στο μυαλό της Μέρκελ κι άλλων επιφανών της γερμανικής ηγεσίας; Δεν είναι λίγοι οι επικεφαλής γερμανικών ινστιτούτων που το έχουν υποστηρίξει δημόσια. Κι ίσως δεν είναι διόλου τυχαία η αποκάλυψη του πρώην μέλους του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι ότι η Γερμανίδα καγκελάριος πριν ένα χρόνο ήταν πεπεισμένη ότι η Ελλάδα μπορούσε να βγει από το ευρώ με ασφάλεια και για την ίδια και για το κοινό νόμισμα. Την απέτρεψαν οι εκθέσεις που προέβλεπαν Αρμαγεδδώνα; Την απέτρεψε η… γοητεία του Αντώνη Σαμαρά; Ή είναι μια σκέψη που στην πραγματικότητα δεν απωθήθηκε ποτέ;
Γιάννης Κιμπουρόπουλος