Στις 20 Μαΐου συμπληρώθηκαν 78 χρόνια από την Μάχη της Κρήτης. Τα γεγονότα εκείνων των δεκατριών ημερών –τόσες χρειάστηκαν οι Γερμανοί μέχρι να θέσουν υπό τον πλήρη έλεγχο τους το νησί– έχουν εγγραφεί ως μια από τις λαμπρότερες σελίδες στο κεφάλαιο των αγώνων του ελληνικού λαού κατά τον Β ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρόλα αυτά, ορισμένοι, σε μια προσπάθεια δήθεν αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας και αποκάθαρσής της από όλα τα φτιασίδια που της έχει φορέσει ένα «παροξυσμικό συλλογικό φαντασιακό», τείνουν να απαξιώνουν τον αγώνα του κρητικού λαού.
Προφανώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν κρίθηκε στην Μάχη της Κρήτης όπως επίσης είναι σαφές πως η άμυνα στους επιτιθέμενους αλεξιπτωτιστές δεν ήταν πάνδημη με την έννοια της συμμετοχής σε αυτήν του συνόλου των κατοίκων του νησιού. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την αξία του γεγονότος ότι στην Μάχη της Κρήτης είναι η πρώτη φορά που η γερμανική επίθεση βρίσκει απέναντί της μια γενικευμένη λαϊκή εξέγερση. Χιλιάδες ήταν οι Κρητικοί, γυναίκες και άντρες όλων των ηλικιών, που συμμετείχαν εθελοντικά, από όποια θέση μπορούσαν και με όποια μέσα διέθεταν στις μάχες εκείνων των ημερών, υπερασπιζόμενοι τις «καλύβες και τα πεζούλια» τους.
Η αυθόρμητη αυτή λαϊκή αντίσταση δεν οργανώθηκε από κανένα επίσημο ή κρατικό φορέα· οι Βρετανοί, που είχαν αναλάβει την οργάνωση της άμυνας του νησιού, δεν πίστευαν σε τέτοιες μορφές πολέμου, οι δε ελληνικές αρχές την αντιμετώπιζαν με απέχθεια και φόβο. Είναι ενδεικτικό ότι οι επίμονες παρακλήσεις των Κρητικών να τους δοθούν όπλα προκειμένου να συμμετάσχουν ενεργά στην άμυνα του νησιού έπεσαν στο κενό. Ακόμα πιο ενδεικτικό είναι ότι δύο μόλις μέρες μετά την έναρξη της επίθεσης, στις 22 Μαΐου, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση εγκατέλειψαν την Κρήτη με προορισμό το Κάιρο, αφήνοντας τον λαό μόνο του να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά.
Παρ’ όλες, λοιπόν, τις αντιξοότητες, παρά την υπεροπλία του αντιπάλου και την φήμη που τον συνόδευε, παρά την απουσία οργανωμένου σχεδίου άμυνας και οχυρωματικών έργων, παρά τις ελλείψεις σε οπλισμό –αφού η δικτατορία του Μεταξά είχε συγκεντρώσει όλα τα κυνηγετικά όπλα που υπήρχαν στο νησί επειδή φοβόταν τα αντιβασιλικά αισθήματα των κατοίκων–, παρόλο που το πιο αξιόμαχο κομμάτι του πληθυσμού βρισκόταν εκείνη την περίοδο εκτός Κρήτης –η V Μεραρχία που αποτελούνταν από 18.000 Κρήτες στρατιώτες είχε μεταφερθεί στο αλβανικό μέτωπο και είχε εγκλωβιστεί στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά την συνθηκολόγηση μη μπορώντας να επιστρέψει–, παρόλα αυτά ο λαός σήκωσε στις πλάτες του το βάρος της αντίστασης και της υπεράσπισης του τόπου του. Το εύρος της λαϊκής συμμετοχής σε αυτήν την προσπάθεια πιστοποιείται τρόπον τινά κι από την έκταση των αντιποίνων που εξαπέλυσαν οι Γερμανοί στην Κρήτη καθόλη την διάρκεια του καλοκαιριού του 1941: μέχρι τον Σεπτέμβριο είχαν σκοτώσει περίπου 1.300 αμάχους. Και παρόλα αυτά πολλοί Κρητικοί συνέχισαν να αντιστέκονται βοηθώντας με κίνδυνο της ζωής τους στη φυγάδευση χιλιάδων στρατιωτών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.
Για μια ακόμα φορά λοιπόν στην νεοελληνική ιστορία, ο λαός ήταν αυτός που σήκωσε το φορτίο της σωτηρίας της χώρας τη στιγμή που η ντόπια αστική τάξη και το πολιτικό προσωπικό της επέλεγαν είτε την συνεργασία με τον κατακτητή είτε ετοίμαζαν βαλίτσες για Κάιρο.