Δεν αρκεί να λέμε «Αγώνας και ανατροπή» αν δεν γεμίσουμε το σύνθημα με όραμα και σχέδιο. Της Κωνσταντίνας Μπερετάνου
Δεν έχει και νόημα η διαρκής αναφορά στα προβλήματα της νεολαίας. Είναι γνωστά και τα ζούμε. Η σκέψη και η δυσκολία είναι το πώς οι νέοι στην Ελλάδα του 2013 από αντικείμενο μιας πρωτοφανούς επίθεσης θα βρούμε το ρόλο μας σε μια πορεία διεξόδου.
Αποκλείεται να τη γλιτώσουμε –όπως και καμιά άλλη «κατηγορία»– εάν δεν αλλάξει πορεία συνολικά η χώρα. Σε ποιους πυλώνες, όμως, μπορεί να στηριχτεί μια τέτοια αλλαγή; Πραγματική δημοκρατία, ανασυγκρότηση πολιτειακή και παραγωγική, ένας νέος πατριωτισμός στη θέση της παντελούς αδιαφορίας για το μέλλον αυτού του λαού και του τόπου που χαρακτήρισε τις πολιτικές των επικυρίαρχων δεκαετίες τώρα. Αυτά έχουν τεθεί και από τα μαζικά κινήματα και τους αγώνες της περιόδου. Όπως, επίσης, και με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν αποτελεί ούτε απάντηση, ούτε κίνητρο αγώνα, ειδικά στη νέα γενιά, το «Θα καταργήσουμε το Μνημόνιο» νέτα-σκέτα.
Άρα, δεν ζούμε στην εποχή κάποιων ιδιαίτερων διεκδικήσεων αλλά σε περίοδο που απαιτούνται νέα προτάγματα και φρέσκιες ιδέες τέτοιες που να μπορούν να χτίσουν ένα μαζικό ρεύμα, ένα πολιτικό κίνημα που θα θέτει στο επίκεντρο την επιβίωση του λαού και της χώρας με το γκρέμισμα του μνημονιακού οικοδομήματος. Πιο απλά: Δεν πρόκειται να σωθούμε αν δεν συμβάλουμε εμείς οι ίδιοι στο να δοθεί μια συνολική διέξοδος. Και δεν αρκεί να λέμε «Αγώνας και ανατροπή» αν δεν τα γεμίσουμε με ουσία, με όραμα, με σχέδιο.
Ιδέες-κίνητρα
Οι ιδέες δεν μπορεί να είναι φαντασιακό κατασκεύασμα, ούτε να κινούνται στο επίπεδο της Δευτέρας Παρουσίας. Πολύ περισσότερο, δεν μιλάμε για ιδέες των λίγων, κάποιων τάχα ψαγμένων, αλλά για ιδέες-κίνητρα για την αλλαγή στάσης, συμπεριφοράς και παρότρυνσης για αγώνα χιλιάδων ανθρώπων σε αυτή τη χώρα. Εδώ έγκειται και η αλλαγή της κοινωνικής συνείδησης ενός νέου αξιολογικού μοντέλου ενάντια στον παρασιτισμό και τον κοσμοπολιτισμό, ως ταυτόχρονος και αναγκαίος όρος για οποιαδήποτε διέξοδο και κρίσιμος ειδικά για τη νέα γενιά.
Είναι σήμερα εφικτό και πρέπει να δημιουργηθεί ένα μαζικό ρεύμα νέων ανθρώπων που να διεκδικεί, να περιγράφει, να χτίζει μια άλλη Ελλάδα; Ποια είναι σήμερα τα κυρίαρχα ρεύματα σε επίπεδο συμπεριφορών και συνείδησης, ποια είναι η κατάσταση πνευμάτων; Μετανάστευση. Κατάθλιψη/παραίτηση. Αφασία. Ιδιώτευση-αυτοκτονίες, εκφασισμός. Και σίγουρα ο καθένας από εμάς ψάχνει κάπως να λύσει τα μεγάλα, άμεσα προβλήματα της επιβίωσης. Και όλα αυτά, όχι καθαρά και ξάστερα, αλλά συνυπάρχουν. Και κάπου μέσα σε όλα αυτά πολλές χιλιάδες νέων που θα ήταν πρόθυμοι να συνεισφέρουν σε κάτι διαφορετικό, έτοιμοι να χειραφετηθούν, ένα φορτίο που ζητά άλλα πράγματα, που στέκεται υποστηρικτικά σε αγώνες. Πώς αλλιώς εξηγούνται τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ;
Είναι εφικτό αλλά χρειάζεται να δουλέψουμε γι’ αυτό. Και να ξεπεράσουμε μερικές περιοριστικές αντιλήψεις: οι νέοι ως ψηφοφόροι, οι νέοι ως υποστηρικτές ή και μέλη ενός κόμματος, οι νέοι απλά μέσα στα κινήματα. Χρειάζεται να συγκροτηθούν οι κοινωνικοί χώροι της νεολαίας. Πανεπιστήμια, σχολεία, νέοι επιστήμονες, άνεργοι κ.λπ. Με την οπτική της συνεισφοράς και όχι στενά της διεκδίκησης. Άρα, σε κάποιους πιο γενικούς στόχους: Από το «όχι στο μαύρο της ΕΡΤ» να πάμε στο «τι δημόσια τηλεόραση» χρειάζεται. Από το πανεπιστήμιο που διαλύεται σ’ ένα πανεπιστήμιο που θα βρει ρόλο στον αγώνα. Την ανασυγκρότηση, δηλαδή, χώρων όπου δρα και κινείται η νεολαία, οι οποίοι θα συμβάλουν στο ρεύμα διεξόδου προς ένα μετατροϊκανό ξέφωτο σε μία νέα ανεξάρτητη Ελλάδα που θα μπορεί να παράγει, να ικανοποιεί τις κοινωνικές ανάγκες, που θα πάψει να είναι παρασιτική, με το λαό και τη νεολαία όρθια και αξιοπρεπή.
Κλείνοντας, λέμε «εγώ θα μείνω» για να μείνουμε τελικά πάρα πολλοί – όλοι. Δεν είναι, λοιπόν, ένα απλό σύνθημα. Είναι ένας στόχος για να κρατηθεί ζωντανή η χώρα. Γιατί αν η μάχη δεν δοθεί με τους νέους στον το τόπο τους, τότε πολλά απ’ αυτά που λέμε και οραματιζόμαστε θα μείνουν στα χαρτιά. Για όλους όσοι αγωνίζονται, λοιπόν, σε κάθε μικρή αντίσταση σε κάθε μεγάλο κίνημα, σε κάθε χώρο, το σύνθημα «εγώ θα μείνω» πρέπει να ακουστεί δυνατά, πολύ δυνατά.
* Η Κωνσταντίνα Μπερετάνου
είναι μέλος της πρωτοβουλίας
«Εγώ θα μείνω»