του Θανάση Μουσόπουλου*
Ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας» (Θεσσαλονίκη, 1969), στο κεφάλαιο που αναφέρεται στο Ηθογραφικό Διήγημα και στην πεζογραφία στο τέλος του 19ου αιώνα, προσεγγίζει μια σειρά από συγγραφείς με κοινωνικό «πρόσημο» θα λέγαμε: «Ο Ι. Κονδυλάκης, δημοσιογράφος και προπάντων διαλεχτός χρονογράφος, ζωγραφίζει με πολλή τέχνη στα λιγοστά του διηγήματα την κρητική ζωή, ιδιαίτερα στο καλύτερό του μυθιστόρημα “Ο Πατούχας”. Ο Γ. Βλαχογιάννης μοιρασμένος ανάμεσα στην ιστοριοδιφία (εκδίδει τον Μακρυγιάννη και τον Κασομούλη) και στη λογοτεχνία, διακρίνεται για το έντονο ύφος του και τη ρουμελιώτικα χρωματισμένη γλώσσα του […] Ιδιότυπη εντελώς είναι η πεζογραφία του Μ. Μητσάκη· γνήσιος μαθητής του νατουραλισμού, ό,τι τον ενδιαφέρει είναι πιο πολύ η περιγραφή, η πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας, και παράλληλα η δημιουργία ύφους, που το διακρίνει περισσή επιτήδευση. Το έργο του στάθηκε περιορισμένο, προσέχθηκε όμως πολύ από τους συγχρόνους και μεταγενέστερους (σελ. 59-60).
***
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1861-1920) γεννήθηκε στη Βιάννο Ηρακλείου της Κρήτης και είναι ο πρώτος πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ. Από τα γνωστότερα έργα του είναι ο «Πατούχας» και «Όταν ήμουν δάσκαλος». Ως λογοτέχνης, θεωρείται από τους κύριους εκπροσώπους του ελληνικού νατουραλισμού και «πατέρας του χρονογραφήματος», όπως τον ονόμασε πρώτος ο Παύλος Νιρβάνας. Μετέφρασε όλα τα ευρεθέντα στην εποχή του έργα του Λουκιανού καθώς και ορισμένα γαλλικά μυθιστορήματα. Το 1920 πέθανε από ημιπληγία.
Ο Πατούχας είναι ένα από τα πιο πρωτότυπα έργα της νεοελληνικής μας πεζογραφίας. Μια απλή, αλλά σωστά ψυχολογημένη ιστορία εξελίσσεται στη Βιάννο της Κρήτης. Κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ένας παράξενος νέος, πρωτόγονος και γεμάτος αυθορμητισμό. Ο συγγραφέας παρουσιάζει την κοινωνικοποίηση και προσαρμογή του Πατούχα.
«Ο Μανόλης, ο επονομασθείς ούτω Πατούχας, είχε δείξει από μικράς ηλικίας τόσην αγάπην προς την ποιμενικήν ζωήν, ώστε μετά δυσκολίας τον απέσπασεν ο πατήρ του από τα πρόβατα, διά να τον παραδώσει εις τον διδάσκαλον, ένα καλόγηρον, όστις προ ολίγου είχεν ανοίξει σχολείον, όπου έδιδε περισσοτέρους ραβδισμούς παρά μαθήματα. Ο καλόγηρος εδίδασκε τα κοινά ή εκκλησιαστικά λεγόμενα γράμματα και κατήρτιζεν αναγνώστας, δυναμένους να ψάλλουν εις την εκκλησίαν και φέροντας εις την ζώνην, ως έμβλημα της αξίας των, το μακρόν ορειχάλκινον καλαμάρι. Αλλ’ εις διάστημα δεκαπέντε ημερών ο Μανόλης δεν κατόρθωσε να μάθει τίποτε περισσότερον από την φράσιν «Σταυρέ βοήθει», την οποία προέτασσον τότε του αλφαβήτου».
«Εις την ερημίαν, εις την σιγήν των βουνών και των χειμαδιών, ο Μανόλης δεν εβράδυνε να εξαγριωθεί τελείως. Εις τούτο δε συνετέλεσε μεγάλως και η φοβερά ανάμνησις του σχολείου. Ο φόβος, που του ενέπνευσεν ο δάσκαλος, μετεβλήθη εις γενικήν ανθρωποφοβίαν. Εφοβείτο με το δέος του αγρίου ζώου και, όπως τούτο, άμα έβλεπεν άνθρωπον, ήτο έτοιμος να τραπεί εις φυγήν και να κρυβεί. Οι μόνοι άνθρωποι τους οποίους δεν εφοβείτο ήσαν οι σύντροφοί του, ποιμένες και τυροκόμοι, ημιάγριοι, ως αυτός. Αλλ’ ενώ ούτοι κατέβαινον από καιρού εις καιρόν εις το χωριό, δια να εκκλησιάζονται και μεταλαμβάνουν, ο Μανόλης ουδέ την ανάγκην ταύτην ησθάνετο. Από την θρησκείαν διετήρει μίαν ιδέαν στοιχειώδη και αμυδράν».
***
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης (Γιάννης Βλάχος) ήταν ερευνητής της νεοελληνικής ιστορίας, λογοτέχνης και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Ναύπακτο το 1867 και πέθανε στην Αθήνα το 1945. Όπως σημείωσα σε κάποιο άρθρο «Τον Γιάννη Βλαχογιάννη τον γνωρίζω κυρίως για τη διάσωση και έκδοση των Απομνημονευμάτων του στρατηγού Μακρυγιάννη, αλλά και για άλλα κείμενα του Αγώνα, που αν δεν φρόντιζε αυτόβουλα ο ίδιος θα χάνονταν, μεγάλος εθνικός πλούτος».
Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται στα 1893 με το διήγημα «Ο ξενιτεμένος» και με τις «Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη», συλλογή τριών ηθογραφικών διηγημάτων γραμμένων στη δημοτική. Έγινε γρήγορα δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους και επαινέθηκε από τον Κωστή Παλαμά. Με την ευκαιρία του εορτασμού των εκατό χρόνων από την ελληνική Ανεξαρτησία εξέδωσε με δικά του έξοδα τις συλλογές διηγημάτων «Τα μεγάλα χρόνια» και «Τα παλικάρια τα παλιά». Έγραψε ποιήματα, πεζογραφήματα, ιστορικές μελέτες, κριτικά δοκίμια, άρθρα, ακόμη και ένα μονόπρακτο έργο για το θέατρο.
***
Λίγο πριν το θάνατό του το αφηγηματικό του έργο κορυφώνεται με την δημοσίευση ενός πραγματικού αριστουργήματος, της νουβέλας «Της τέχνης τα φαρμάκια», έργο εμπνευσμένο από τη ζωή του Καραγκιοζοπαιχτών. Θα παρουσιάσουμε ένα απόσπασμα, που έχει δημοσιευθεί σε βιβλίο και παίχθηκε στη σκηνή.
«Κυριακή είπαμε, κι ο κόσμος άρχισε να πλακώνει. Τραβούσε πολύ η παράσταση, μάλιστα τα παιδιά, του λαού εργατικά παιδιά, που ψοφάγανε για του Κατσαντώνη την παλικαριά και του Μπαρμπαγιώργου τα τερτίπια τα πολεμικά. Έβλεπες λοιπόν εκεί και φτάναν από κάθε μαχαλά τα χασαπάκια και τα μαναβάκια, τα λογής κοπής μαστοράκια, κι οι μαστόροι, κι οι κάθε εργατικοί με τις γυναίκες τους και τα μικρά τους, και φτάναν εκειπέρα με φωνές και ταραχή, ανυπόμονοι μη χάσουν την παράσταση, ενώ αυτή μισή ώρα ακόμα ήθελε ν’ αρχίσει. Και μόλις φτάναν, όλοι πέφτανε σε μια βαθιά σιωπή, σε σεβασμό βαθύτερο. Γιατί το θέατρο το καραγκιοζαίικο, νιώθει κανείς, χωρίς άλλος να του το ξηγήσει, πως θέλει μεγάλη προσοχή, άμα είναι σπουδαία παράσταση, όχι δηλαδή τ’ αστεία μοναχά του Καραγκιόζη, και το ξύλο του Ντερβέναγα, και τα παθήματα του σιόρ Διονύσιου, και τ’ άλλα κωμικά, που ο κάθε μάγκας, πα’ να πει το κάθε αλάνι – όπως τώρα τα φωνάζουνε αυτά του δρόμου τα στολίδια –, τα ξέρει απόξω κι ανακατωτά και μπορεί να σου τα ξαναπεί νεράκι».
* * *
Ο Μιχαήλ Μητσάκης (Μέγαρα, 5 Αυγούστου 1868 – Αθήνα, 6 Ιουνίου 1916) δημοσιογράφος και συγγραφέας, ένας από τους σημαντικότερου εκπροσώπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Ήταν ένας ιδιόρρυθμος χαρακτήρας με ανησυχίες που τάραξαν την ψυχική του γαλήνη. Πολλές φορές νοσηλεύθηκε για ψυχικές νόσους. Πεθαίνει στις 6 Ιουνίου 1916 από περιπνευμονία στο Δρομοκαΐτειο.
Στη γλώσσα έπαιζε μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας, όπως «Η θλίψις του μαρμάρου» που έγινε «παράπονο», ιδιαιτερότητα που οδήγησε τον Παλαμά να τον χαρακτηρίσει «Κάλβο του πεζού λόγου».
Το παράπονο του μαρμάρου
«Με τα πόδια σπασμέν’ από το γόνατο, με τα χέρια κομμέν’ από τον άγκωνα, κοίτεται μέσα στο μουσείον το παλληκάρι το αρχαίο. Μισοπεσμένο στο δεξί του πλευρό, γέρνοντας ζερβά λίγο το κεφάλι, είναι ξαπλωμένο, ολόβολο, απάνω στο ξύλινο στήριγμά του, και φαίνεται ωσάν να κοιτάζη το ίδιο του το κορμί. Ακέρηο απ’ άκρη σ’ άκρη, το σώμα του τεντόνεται, σαν κατάλευκ’ ονειροφάντασμα ωραιότητας και γεροσύνης. Της γλυκειάς ωσάν κοριτσιού, της παλληκαρίσιας σαν ήρωα μορφής του το αλαφρό σήκωμα, βαστούνε, του εξαίσιου λαιμού του οι χαριτωμένες γραμμές».
Ο Λίνος Πολίτης, στο επόμενο κεφάλαιο της Ιστορίας αναφέρεται στην πεζογραφία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, που θα παρουσιάσουμε στην επόμενη ενότητα.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής