Ήμουν στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, καλεσμένος σε ένα τριήμερο εκδηλώσεων με θέμα «Κρητικός διατροφικός πολιτισμός – Γη, τροφή, υγεία» που πραγματοποιήθηκε στην Επισκοπή, τους Σταμνιούς και το Καινούργιο Χωριό που ανήκουν στο Δήμο Χερσονήσου με τη συμμετοχή αγροτών, αξιωματούχων της τοπικής αυτοδιοίκησης, πανεπιστημιακών κ.ά. Οργανωτής ο «Πλοηγός» και υποστηρικτής του εγχειρήματος η Περιφέρεια Κρήτης. Πέρα απ’ αυτούς που ήδη γνώριζα, συνάντησα κι άλλους αξιόλογους ανθρώπους κι έμαθα από πρώτο χέρι πάρα πολλά πράγματα, πολύ χρήσιμα για να καταλάβει κανείς πού βρίσκεται σήμερα όχι μόνο η Κρήτη, αλλά η χώρα ολόκληρη. Ευτυχώς, ακόμα υπάρχουν άτομα που προσπαθούν να διασώσουν ό,τι μπορεί να διασωθεί από τα πολύτιμα αγαθά που συνεχώς και συστηματικά κακοποιούνται και καταστρέφονται, υποβαθμίζοντας τον τόπο, φτωχαίνοντας τους πολίτες, εξαντλώντας τους πόρους και διαφθείροντας την πολιτισμική μας υπόσταση. Η Κρήτη παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον από μόνη της, αλλά αυτά που συμβαίνουν εκεί δείχνουν με ανάγλυφο τρόπο πού πάει όλη η Ελλάδα, αλλά και τις δυνατότητες που επιζητούν αξιοποίηση. Μετά τη δημοσίευση της ομιλίας μου στο σημερινό «Περίπτερο Ιδεών», θα επακολουθήσουν και άλλα σχετικά κείμενα.
Ψευδαισθήσεις
Δεν είμαι ειδικός στα θέματα του «Διατροφικού Πολιτισμού», αλλά θα αποπειραθώ να συνεισφέρω με μερικές σκέψεις, σκόρπιες, σχετικές με το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούμε και προσπαθούμε να πραγματοποιήσουμε τα ωραία πράγματα που οραματιζόμαστε.
Η κοινωνία μας γενικότερα έχει μείνει πολύ πίσω σε σχέση με τα παγκόσμια ρεύματα, με τις αλλαγές που γίνονται, με τις κατευθύνσεις που παίρνουν οι κοινωνίες. Έχουμε μείνει σ’ ένα κόσμο παλιό και προσπαθούμε συχνά να ανακαλύψουμε ξανά τον τροχό. Ή να βρούμε λύσεις για προβλήματα που άλλοι έχουν επιλύσει.
Βέβαια, σε μια χώρα που βαδίζει χωρίς κανένα σχέδιο, ακυβέρνητη, στην οποία μερικές εύπορες οικογένειες αποφασίζουν με βάση το δικό τους συμφέρον πώς μοιράζεται ο πλούτος στην κοινωνία, κι ας έχει ο πολίτης την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχει ή ότι τον λαμβάνουν υπόψη τους επειδή ψηφίζει, είναι τρομερά δύσκολο να υλοποιηθούν ακόμα και οι καλύτερες προτάσεις που προκύπτουν από άτομα, ομάδες και ανάγκες. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με την εκάστοτε κυβέρνηση. Αν είχε, ίσως θα επιλυόταν ευκολότερα. Αυτό έχει αποκτήσει διαχρονικότητα. Κι έχει να κάνει με αντιλήψεις και τρόπους παγιωμένους και απαρχαιωμένους, εκτός εποχής. Οι δικτυωμένοι με το κράτος, πλούσιοι και γραφειοκράτες, μ’ αυτό το καθεστώς ευημερούν και μακροημερεύουν, οπότε το προστατεύουν με κάθε μέσο για να μην αλλάξει. Και το πολιτικό προσωπικό, εξαρτημένο ή θολωμένο, δεν μπαίνει καν στον κόπο να διερευνήσει, να επινοήσει, να σχεδιάσει και να στηρίξει ένα νέο δρόμο, πιο συμμετοχικό και πιο αναπτυξιακό.
Σ’ αυτή την κατάσταση που είναι σε βάρος τους, προσαρμόζονται και οι πολίτες που ανήκουν στα πλατιά κοινωνικά στρώματα που δεν διεκδικούν το μερίδιο τους, θες από αδυναμία και άγνοια, θες από απογοήτευση και μοιρολατρία, αρκούμενοι σε ένα όπως-όπως κομματάκι επιβίωσης και, ακόμα χειρότερα, δυστροπώντας, επηρεασμένοι από την κυρίαρχη ιδεολογία, για κάθε αλλαγή και καινοτομία, διευκολύνοντας έτσι την εξουσία να μην κάνει τίποτα ουσιαστικό για τον τόπο. Κι έτσι κάθε φιλότιμη προσπάθεια για αλλαγή πλεύσης που ξεκινάει από κάτω ή έστω από τη μέση, αντιμετωπίζει σοβαρά εμπόδια όχι μόνο από την κεντρική εξουσία, αλλά και από πολίτες και φορείς που αν δεν πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει.
Γι’ αυτό κάθε απόπειρα σε πρακτικό επίπεδο καλό θα ήταν να συνοδεύεται από καμπάνιες μεγαλύτερης εμβέλειας και καλύτερης ενημέρωσης για το εγχείρημα. Μην υποτιμάμε αυτόν τον παράγοντα. Όσο λιγότερα γνωρίζουν οι πολίτες, όσο λιγότερα έχουν καταλάβει, τόσο πιο αναποτελεσματική θα είναι η προσπάθεια. Με την πρόσκληση για συμμετοχή σε κάθε δραστηριότητα, εθελοντών, με τη διάδοση της ιδέας και των εφαρμογών της και με κοινοποίηση των μέσων και των αποτελεσμάτων παρόμοιων εγχειρημάτων μέσα στη χώρα, όποια υπάρχουν, αλλά και στο εξωτερικό και ιδίως έξω από το τμήμα της ανθρωπότητας που μέχρι σήμερα γνωρίζουμε, ενισχύεται το πεδίο δράσης. Το περίφημο «ανήκομεν εις την Δύσιν» κατίσχυσε μεθοδευμένα σαν πλαίσιο και σαν μονόδρομος. Πρέπει, όμως, να δούμε αν εξακολουθεί να έχει αξία. Αν μπορείς ακόμα να αντλήσεις από κει κάτι χρήσιμο. Κι αν όχι, να μην μείνεις άβουλος και αδρανής. Γιατί αν η Δύση τείνει στη στασιμότητα και τη φθορά, όπως φαίνεται και ομολογείται, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κινητικότητα και πρόοδος αλλού.
Δεν έχω έτοιμη συνταγή, αλλά είμαι σίγουρος ότι ικανοί και κατάλληλοι άνθρωποι, που ακόμα ελπίζουν και προσπαθούν κόντρα στο ρεύμα, υπάρχουν για να βρουν τον τρόπο. Και πάνω απ’ όλα υπάρχει η ζωτική ανάγκη να προχωρήσουμε, γιατί το μοντέλο που κουτσά-στραβά εφαρμόστηκε, πνέει τα λοίσθια. Κι αυτό πρέπει να το εμπεδώσει ο πολίτης. Να μην περιμένει ανάκαμψη με τις παλιές συνταγές. Έχουν λήξει.
Γενικώς, δεν νομίζω ότι έχουμε όλοι στον ίδιο βαθμό συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει μια αναδιάταξη παγκόσμια με νέες προτάσεις και με απτά παραδείγματα. Ότι η Ευρώπη και η Αμερική μπορεί να μην είναι πλέον το αναμφισβήτητο κέντρο βάρος του κόσμου και οι πηγές τους από τις οποίες ανάβλυζαν οι καινούργιες ιδέες μάλλον εξαντλούνται. Ενώ, απ’ την άλλη, διαμορφώνονται και ισχυροποιούνται μοντέλα που αλλάζουν έως και ανατρέπουν τα μέχρι σήμερα δεδομένα. Αν, βέβαια, πιστεύουμε ότι αυτές οι θετικές μεταβολές δεν μας αφορούν, συνεχίζουμε όπως μάθαμε κι όπως συνηθίσαμε. Κι όπου μας ρίξει.
Αν, όμως, συμφωνούμε ότι μας αφορούν, μήπως έχουμε καθυστερήσει πολύ και βρισκόμαστε ήδη εκτός νυμφώνος;
Ανθυγιεινός τουρισμός
Σήμερα, ίσως όσο ποτέ άλλοτε, η Ελλάδα κινδυνεύει να αλλοτριωθεί και να απαλλοτριωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά, στην κυριολεξία. Χάνονται, καταστρέφονται ή ελαχιστοποιούνται τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.
Το βλέπουμε στο ανθρώπινο δυναμικό∙ οι νέοι δραπετεύουν μαζικά∙ 500 χιλιάδες τα τελευταία χρόνια! Είναι ασύλληπτο το νούμερο για οποιαδήποτε χώρα και, ιδίως, για μια χώρα δέκα εκατομμυρίων. Που έχει και πρόβλημα γήρανσης. Τεράστιο θέμα! Αλλά ποιος ασχολείται μ’ αυτό; Επίσης, το βλέπουμε στην παιδεία, την υγεία, την οικονομία, το περιβάλλον, τη μουσική, τη διατροφή, τη φιλοξενία, τον τουρισμό, σε όλα. Ενώ, όμως, αντιλαμβανόμαστε ότι το μόνο που μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να ζήσουμε αξιοπρεπώς είναι αυτά που διαθέτει ο τόπος, σε ανθρώπους, φυσικό πλούτο, περιβάλλον και πολιτισμό, ταυτόχρονα παρακολουθούμε με αμηχανία την υποβάθμισή του, αν δεν συμβάλλουμε παθητικά ή ενεργητικά σ’ αυτή.
Σχετικά με τη διατροφή και τον τουρισμό, πώς αφήσαμε να συρρικνωθεί η αγροτική οικονομία από το 50% πριν από μερικές δεκαετίες, στο 3% σήμερα; Μακάρι να οφειλόταν αυτό στην εκμηχάνιση, αλλά οφείλεται κυρίως στην εγκατάλειψη της γης και της πρωτογενούς παραγωγής. Γιατί η κρύα Ολλανδία εξάγει εκατό φορές περισσότερες ντομάτες από την ηλιόλουστη Ελλάδα; Γιατί η χώρα μας κυβερνιέται χωρίς προοπτική, χωρίς plan a, b, c ή d! Χωρίς να λαμβάνεται καν υπόψη το θέμα της εθνικής επιβίωσης και άμυνας! Έτσι δεν φτάσαμε στο να εισάγουμε έτοιμο μουσακά από την Κίνα και να τον σερβίρουμε στους τουρίστες για ελληνικό φαγητό;
Η διατροφή, αυτονόητα, είναι από κάθε άποψη πολύ σημαντική. Και για την ακεραιότητα του τόπου, και για την υγεία και ευζωία των κατοίκων, αλλά και για την αναδιαμόρφωση και αναβάθμιση του τουρισμού. Γινόμαστε παχύσαρκοι και αρρωσταίνουμε, σωματικά και ψυχολογικά, γιατί αυτό που τρώνε οι τουρίστες, το συνηθίζουν και το προτιμούν και τα παιδιά μας. Πολλαπλό το κακό. Σκοτώνει την αγροτική μας παραγωγή, εξουδετερώνει την τοπική μας κουζίνα και αρρωσταίνει εμάς τους ίδιους και τους απογόνους μας. Αν τρώνε σαβούρα οι τουρίστες, και δη εισαγωγής, αργά ή γρήγορα την τρώμε κι εμείς.
Συζητώντας με ειδήμονες, διαπιστώνω ότι υπάρχει δυνατότητα αναβίωσης της αγροτικής παραγωγής, επιλεκτικά και με σύγχρονα μέσα. Αλλά κάποιος πρέπει να εκπονήσει το σχέδιο και να το εφαρμόσει! Οι τοπικές προσπάθειες όπως αυτή του «Πλοηγού» βοηθούν, γιατί κατ’ αρχήν διαταράσσουν τη στασιμότητα στη σκέψη, που συχνά είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για κάθε λύση. Και οι προσπάθειες αυτές μπορεί να δημιουργήσουν και να ενδυναμώσουν εστίες ανακοπής του καθοδικού ρεύματος και πυροδότησης μιας επανεκκίνησης χωρίς την οποία η ζωή μας θα γίνεται όλο και πιο αδιέξοδη.
Το μέλλον θα κριθεί από τα ψηφιακά τσιπάκια, αλλά θα κριθεί και από το ποιος έχει νερό και προϊόντα διατροφής. Όποιος δεν έχει και το ένα και το άλλο θα φυτοζωεί και θα ζει παρασιτικά, εξαρτημένος.
Αυτά, λοιπόν, βάζουν ξανά στο τραπέζι την ανάγκη αναθεώρησης του τουριστικού μοντέλου. Το μοντέλο Made in Greece είναι καταστροφικό για τη χώρα και τους κατοίκους της.
Ουκ εν τω πολλώ…
Ένας φίλος Γάλλος, οικονομολόγος, με ρωτούσε «πώς γίνεται να έχετε 30 εκατομμύρια τουρίστες το χρόνο και να είστε τόσο φτωχοί;» Μισθοί, συντάξεις, χρέη, όλα μελανά. Δηλαδή, να έχουμε αριθμό τουριστών τριπλάσιο από τον πληθυσμό της Ελλάδας και να έχουμε τους πιο άθλιους μισθούς και το μεγαλύτερο εξωτερικό χρέος στην Ευρώπη!
Καμία άλλη εύπορη χώρα δεν έχει τουρισμό τριπλάσιο του πληθυσμού της. Η Γαλλία είναι πρώτη στον κόσμο σε απόλυτους αριθμούς τουριστών, γύρω στα 90 εκατ., που ξεπερνούν τον πληθυσμό της περίπου κατά 30%, έχοντας καλύτερες υποδομές, όντας πέντε φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα και πιο εύκολα προσβάσιμη λόγω της θέσης της στο κέντρο της Ευρώπης! Αντίστοιχα, ανάμεσα στις πρώτες χώρες με τουρισμό, η Ιταλία με 60 εκατ. κατοίκους δέχεται 60 εκατ. τουρίστες.
Τι έχει γίνει εδώ; Πώς ξεχειλώσαμε τόσο πολύ;
Αν, λοιπόν, η Γαλλία δεχόταν τουρίστες τρεις φορές τον πληθυσμό της, θα έπρεπε να δέχεται πάνω από 200 εκατ.! Αλλά δεν το θέλουν οι Γάλλοι, γιατί αντιλαμβάνονται ότι από ένα σημείο και μετά ο τουρισμός επιδρά αρνητικά. Κι αν η Κίνα δεχόταν τρεις φορές τον πληθυσμό της, θα έπρεπε να δέχεται 4,5 δισεκατομμύρια τουρίστες το χρόνο! Και δέχεται μόνο 145 εκατομμύρια, δηλαδή το 10% του πληθυσμού της ενώ έχει αμέτρητα αξιοθέατα πάσης φύσεως, πολύ αρχαία και πολύ σύγχρονα, διαθέτει όλα τα κλίματα λόγω της τεράστιας και πολύμορφης γεωγραφικής της έκτασης, με υποδομές εξαιρετικές και με τιμές πολύ προσιτές. Μάλιστα, λόγω πανδημίας, μείωσαν με πολύ αυστηρά κριτήρια τις ξένες επισκέψεις στα 30 εκατομμύρια υφιστάμενοι την οικονομική απώλεια για να προστατεύσουν την υγεία του πληθυσμού. Δεν υπέκυψαν στο τουριστικό συνάλλαγμα, γιατί δεν είναι χώρα-σκορποχώρι. Και είναι πολλές οι χώρες, μικρές και μεγάλες, που δεν αφήνουν τον τουρισμό να τις αλώσει και να τις ισοπεδώσει. Που δεν ταΐζουν τους τουρίστες με τρόφιμα εισαγωγής ούτε εξοπλίζουν τα ξενοδοχεία με έπιπλα και σκεύη ξένης κατασκευής. Χρησιμοποιώντας τον τουρισμό για να αναπτύξουν, αντί να μειώσουν, την αγροτική και βιομηχανική τους παραγωγή.
Τα επισημαίνω για να υπογραμμίσω πόσο εξωφρενικό είναι να κορδώνονται οι πολιτικοί για τον αριθμό των τουριστών στην Ελλάδα! Έχουν επενδύσει μόνο σ’ αυτό θεωρώντας ότι είναι το μάννα εξ ουρανού. Δηλαδή, αλλού γι αλλού. 30 εκατομμύρια που όσο αυξάνονται τόσο λιγότερο αποδοτικά γίνονται και τόσο αποδομείται η χώρα. Δεν πάει, λοιπόν, κάτι εντελώς στραβά;!
Αδιέξοδο
Και αν μετρηθεί το κόστος που έχει για τη χώρα και τον κάθε Έλληνα ο κάθε τουρίστας, σε επίπεδο χρήσης όλων των κοινών, δρόμοι, λιμάνια, νερό, ενέργεια, σκουπίδια, αποχέτευση κ.λπ., θα διαπιστωθεί με νούμερα ότι το κράτος χρηματοδοτεί τον κάθε τουρίστα, τον επιχορηγεί για να έρθει στην Ελλάδα και να περάσει καλά με δική μας επιβάρυνση. Δηλαδή, από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς το θέμα, η οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική και πολιτισμική ζημιά είναι, ποιοτικά και ποσοτικά, πάρα πολύ μεγάλη.
Άρα θα πούμε όχι στον τουρισμό; Όχι, βέβαια, αλλά επείγει να τον σχεδιάσουμε αλλιώς. Όχι αυθαίρετα, ό,τι γίνει κι όπου πάει! Να μειωθούν τα αρνητικά και να αυξηθούν τα θετικά. Κι αυτό προϋποθέτει ότι πρώτα θα επαναξιολογήσουμε τον εαυτό μας και τον τόπο μας. Δεν είμαστε παρακατιανοί ούτε δούλοι. Ούτε πουλάμε φούμαρα. Έχουμε ανεκτίμητο θησαυρό. Για να προστατεύσουμε την Ελλάδα και να επωφεληθούν οι Έλληνες χωρίς να γίνουν όλα τα παιδιά που καταφεύγουν μαζικά στο εξωτερικό, λαντζέρηδες και σερβιτόροι με πανεπιστημιακούς τίτλους. Αυτή δεν είναι πορεία προόδου των ανθρώπων και ανάπτυξης της χώρας. Αν νικηθούμε, αν υποκύψουμε, τότε η χώρα μας θα συνεχίσει να λέγεται Ελλάδα, το όνομα είναι κατοχυρωμένο διεθνώς, αλλά με καθεστώς προτεκτοράτου!
Η Χαβάη με τα 137 νησιά της μας ξεπερνάει έχοντας πολλαπλάσιους από τον φτωχό πληθυσμό της τουρίστες, αλλά δεν είναι καν χώρα, είναι από βίαιη προσάρτηση πολιτεία των ΗΠΑ, τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την μητρόπολη! Οι ιθαγενείς έχασαν τη γη τους, το 95% ανήκει σε 82 κρατικές και ιδιωτικές εταιρίες, έχασαν τη γλώσσα τους, υποχρεώθηκαν να δουλεύουν στις φυτείες, στις αμερικάνικες βάσεις και τα ξενοδοχεία και να μεταναστεύουν εργάτες στα καζίνα του Λας Βέγκας με αποτέλεσμα σήμερα να αποτελούν μόνο το 10% του πληθυσμού της χώρας.
Αυτή είναι η κατάληξη, με παραλλαγές, των λαών που εγκλωβίζονται στο μονόδρομο του τουρισμού.
Η Ελλάδα, όμως, δεν είναι Χονολουλού! Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε. Η Ελλάδα χρειάζεται τουρισμό φιλικό στο περιβάλλον, στην κοινωνία και τον πολιτισμό, που θα είναι μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου δημιουργικής και ποιοτικής ανάπτυξης. Όχι τουριστική μονοκαλλιέργεια που εξαντλεί τους πόρους, φθείρει τον πολιτισμό, αλλοιώνει τους ανθρώπους και καταστρέφει τον τόπο!
Πισίνα και πίτσα
Τι να τον κάνεις τον τουρίστα που έρχεται στην Ελλάδα για να κάνει μπάνιο στην πισίνα δίπλα στη θάλασσα και να τρώει πλαστική πίτσα με μπίρα αδιαφορώντας εντελώς για τη φύση, την ιστορία και τον πολιτισμό μας; Δεν είναι επιβλαβής αυτός ο τύπος επισκέπτη; Χρειαζόμαστε επισκέπτες στοιχειωδώς φιλέλληνες και όχι καταναλωτές των κοινών σε βάρος του τόπου. Τι ωφελεί τον ίδιο κι εμάς αν δεν έρχεται να απολαύσει όχι μόνο τον ήλιο, αλλά και τον παραδοσιακό και εντόπιο πολιτισμό;
Ούτε μπορούμε να στηρίξουμε τον τουρισμό στη φυσική ομορφιά του τόπου και στα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας όταν και τα δύο τα κακοποιούμε, τα μεταλλάσσουμε και τα ακυρώνουμε εμείς οι ίδιοι. Για παράδειγμα, πώς γίνεται να συνυπάρχει η ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος με τις ανεμογεννήτριες ή με τα επαγγελματικής κλίμακας φωτοβολταϊκά που θεωρούνται διεθνώς, και είναι, βιομηχανικά πάρκα; Δεν είναι παράνοια να κάνεις βιομηχανικά πάρκα στην Τήνο και την Άνδρο ή να στήνεις εξέδρες πετρελαίου στο Ιόνιο και το Κρητικό Πέλαγος; Δεν είναι αυτοκτονία; Τι δεν καταλαβαίνουμε;
Και πώς επιτρέπουμε να χτίζονται μεγαθήρια ξενοδοχειακές μονάδες κοντά στη θάλασσα και σε σημεία εξαιρετικής ομορφιάς αντιπαρερχόμενοι την αρχιτεκτονική και τα μεγέθη που διατηρούν τις ισορροπίες με το περιβάλλον, το φυσικό και το ανθρωπογενές;
Πώς μπορούμε να καταργούμε την ελεύθερη και ανέξοδη πρόσβαση στις παραλίες και τη θάλασσα αλλοιώνοντας το τοπίο με ξαπλώστρες, ομπρέλες, θορυβώδη τζετ-σκι και άλλα εμπόδια και ρυπογόνα στοιχεία;
Οι διακοπές πρέπει να συσχετίζονται με τον πολιτισμό του τόπου. Εκτός κι αν έχουμε αποφασίσει να σπαταλήσουμε αλόγιστα, για ευκαιριακά μικροκέρδη τον εθνικό μας πλούτο, δημόσιο και ιδιωτικό. Σαν να μη φτάνει η λεηλασία του από τα τραστ. Ο τουρίστας πρέπει να γνωρίζει τον πολιτισμό μας και να τον εκτιμάει. Όπως με τα αρχαία. Δεν μπορεί να τα βεβηλώνει. Οφείλει να μπαίνει στην Ελλάδα όπως μπαίνει στο Λούβρο. Με σεβασμό και δέος. Υπερβολικό ακούγεται αυτό, αλλά δίνει το νόημα. Πρέπει να διαλέξουμε. Αν θα την κουτσοβγάλουμε ενώ όλα που αποτελούν την ταυτότητα μας και τον τόπο μας θα γίνονται ερείπια ή αν θα ζήσουμε διαφυλάσσοντας την αξιοπρέπεια και τον πολιτισμό που χωρίς αυτόν θα είμαστε όχι ακριβώς Κρήτες και Έλληνες, αλλά «τύπου κρητικού» και «τύπου ελληνικού». Τώρα προς τα εκεί βαδίζουμε. Και να αφήσουμε τις αυταπάτες.
Παρακολουθώ συστηματικά τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο. Τον κόσμο που αποτελεί τα 7 από τα 8 δισεκατομμύρια που ζουν στον πλανήτη. Γιατί ο κόσμος όλος δεν είναι το ένα δισεκατομμύριο που ζει στο δυτικό μπλοκ. Είχε επικρατήσει αυτή η κοσμοθεώρηση λόγω αποικιοκρατίας. Τώρα, όμως, αναδύονται τα 7 δισεκατομμύρια. Κι αν δεν το παρακολουθείς, δεν έχεις σαφή αντίληψη για το πού πάει η ανθρωπότητα. Και καλά, μπορεί η Γερμανία που έχει βιομηχανία, αγροτική παραγωγή, τεχνολογία και know-how να επιβιώσει. Εμείς πώς θα επιβιώσουμε; Με τον all inclusive τουρίστα; Που δεν ξέρει καλά-καλά πού βρίσκεται; Και με κρεμμύδια Πολωνίας, πατάτες Αιγύπτου, λεμόνια Τουρκίας, αρνιά Βουλγαρίας και τυριά Δανίας;
Πιθανότατα πολλοί θεωρούν ότι ό,τι έγινε έγινε και δεν ξεγίνεται. Αν επικρατήσει αυτή η ηττοπαθής άποψη, κάθε σκέψη εναλλακτική είναι άκαιρη και περιττή. Είναι, όμως, έτσι; Παραιτηθήκαμε οριστικά; Πάπαλα;
Παράδοση και εκσυγχρονισμός
Βασικά, για να δούμε αληθινή άσπρη μέρα πρέπει να αποκτήσουμε φιλελληνική κυβέρνηση. Πρέπει να αγωνιζόμαστε αδιάκοπα για την εθνική μας ανεξαρτησία. Χωρίς αυτήν, λίγα μπορούμε να αλλάξουμε. Το αποδεικνύουν οι Κινέζοι, οι οποίοι, είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι, έχουν φύγει μπροστά με χίλια. Και δεν απογειώθηκαν επειδή είναι πολλοί και έχουν φτηνά μεροκάματα. Εξίσου πολλοί είναι οι Ινδοί και οι Αφρικανοί με πολύ φτηνότερα μεροκάματα. Γιατί αυτοί δεν απογειώθηκαν ακόμα; Άρα κάτι άλλο συμβαίνει.
Απογειώθηκαν γιατί από το 1949 δεν έχουν κηδεμόνες να τους βάζουν τα πόδια σε σιδερένια παπούτσια. Εμάς, μετά τη μεγάλη ληστεία με το Χρηματιστήριο, μας έκαναν άλλη μια γκραν λεηλασία με τα μνημόνια. Όχι γιατί το χρέος είχε φτάσει στο 120% του ΑΕΠ. Σήμερα, το χρέος είναι στο 220%, αλλά επειδή αρπάζουν ανενόχλητα τις αξίες του τόπου, δημόσιες και ιδιωτικές, δεν λένε τίποτα για το δυσθεώρητο ύψος στο οποίο έχει εκτιναχθεί. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ανεξαρτησία χρειαζόμαστε. Ο αγώνας που ξεκίνησε το 1821 συνεχίζεται.
Από την αρχή οι Κινέζοι καταστρώσανε σχέδιο, κεντρικά και τοπικά, για τα πάντα. Δεν αφέθηκαν στην ασυδοσία της κερδοσκοπίας, στην «οικονομία της απληστίας» όπως σωστά τη χαρακτήρισε ο καθηγητής αρχιτεκτονικής Νίκος Σκουτέλης, που είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μοντέλου που εφαρμόζουμε. Οι Κινέζοι επένδυσαν πολύ σοβαρά στην παιδεία. Το 1949 είχαν 600 εκατομμύρια ανθρώπους που δεν ήξεραν γραφή και ανάγνωση. Σήμερα έχουν χιλιάδες πανεπιστήμια με 32 εκατομμύρια φοιτητές.
Η Κίνα ξοδεύει για εξοπλισμούς το ένα τέταρτο των δαπανών που κάνει η Αμερική, αλλά βγάζει περισσότερους επιστήμονες κι έχει περισσότερες πατέντες για καινοτομίες. Και επίσης, η Κίνα συνδυάζει σε όλα τα επίπεδα τη μεγάλη πολιτιστική της παράδοση με την πιο προωθημένη τεχνολογία και με τον πιο σύγχρονο τρόπο ζωής. Ας σκεφτούμε μόνο ότι 1,4 δισεκ. Κινέζοι, δηλαδή όλοι, συνεχίζουν να τρώνε με ξυλάκια! Όπως έτρωγαν οι μακρινοί τους πρόγονοι! Εξυψώθηκαν χωρίς πιρούνια που για τους Δυτικούς ήταν κριτήριο για την ανωτερότητα του πολιτισμού που επιβάλανε σε όλη τη γη. Είτε είναι στο ορεινό χωριό, είτε σε ένα ουρανοξύστη στη Σαγκάη ή σε ένα τρένο που τρέχει με 400 χιλιόμετρα την ώρα, τρώνε με ξυλάκια. Ούτε τη γραφή τους άλλαξαν όπως τους συμβούλευαν οι ευρωπαϊστές για να εκσυγχρονιστούν. Διατηρούν την τοπική κουζίνα σε κάθε γωνιά της Κίνας, στα 600.000 χωριά και τις 47.000 πόλεις.
Συνδυάζουν αρμονικά τα εκ πρώτης όψεως ασύμβατα μεταξύ τους. Πρώτοι στην παράδοση και πρώτοι στον εκσυγχρονισμό! Αυτός είναι ο δρόμος για το μέλλον. Είτε τον εφαρμόσεις σε χώρα του μεγέθους της Κίνας είτε το εφαρμόσεις στην Κρήτη ή την Ελλάδα. Αυτή είναι η γνώμη μου.
Θέμα ζωής…
Εμείς, που ξεχωρίζουμε μ’ αυτή τη φοβερή παράδοση, αλλά και την πλούσια σύγχρονη λαϊκή και έντεχνη μουσική μας, δες Κρήτη, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχουν ισοπεδωθεί οι λαϊκές τους μουσικές, κάναμε την αλλαγή του χρόνου με τον Σάκη Ρουβά ο οποίος -όσο συμπαθής κι αν είναι- εκπροσωπεί μία κουλτούρα άχρωμη, ξενόφερτη και τυποποιημένη, φλατ. Κάτι ξεπλυμένα τραγούδια απροσδιορίστου πολιτισμικού χαρακτήρα. Οι Κινέζοι γιόρτασαν το νέο έτος με κόκκινα φαναράκια στους δρόμους, με τεράστιους δράκους και με χορευτικά συγκροτήματα πολύ υψηλής ποιότητας που συνδυάζουν τις εμπνευσμένες ενδυμασίες με χρώματα και κεντήματα από τη μακραίωνη αυτοκρατορική παράδοση της Κίνας και τους παραδοσιακούς ρυθμούς με τα δικά τους όργανα, χορογραφημένα με μοντέρνο τρόπο και με σκηνικά από ολογράμματα, δηλαδή με χρήση της τελευταίας τεχνολογίας.
Άκουσα ξανά στην Κρήτη, τους εκπροσώπους των «Πιο ωραίων χωριών της Ιταλίας». Και χαίρομαι που συνεχίζουν. Σε μια εποχή που δεν είναι και η καλύτερη, με την Ιταλία στα χειρότερά της. Αντίστοιχα δίκτυα «όμορφων» χωριών υπάρχουν σε Γαλλία, Καναδά, Ιαπωνία, Ισπανία, Ρωσία και Ελβετία, αλλά στον τόπο μας η ιδέα δεν βρήκε ώριμο έδαφος. Ή κάτι δεν κάναμε καλά ή δεν μας ταιριάζει.
Θα μου πεις, με το πολιτικό προσωπικό που διαθέτει η χώρα, μπορεί να γίνει κάτι ανάλογο στην Ελλάδα; Δύσκολα. Θα υπονομευτεί. Αλλά επειδή για μας είναι θέμα ζωής και θανάτου, ατομικά και συλλογικά, αφού επιμένουμε να θέλουμε να ζούμε αξιοπρεπώς και η Ελλάδα να μην καταντάει χωματερή προϊόντων και καταναλωτών, πρέπει να ξεφύγουμε από την πεπατημένη, από το μοιραίο, και να το αντιπαλεύουμε με θετικές δράσεις από τα κάτω. Γιατί από πάνω δεν βγαίνει φως. Εκτός κι αν γίνει καμιά επανάσταση, που το βλέπω χλομό.
Προοπτικές
Ανησυχώ πολύ. Οι νέοι εγκαταλείπουν την Ελλάδα και ο τόπος γερνάει. Τι θα γίνει;
Προτείνω στον «Πλοηγό» να οργανώσει μεγάλες καμπάνιες ενημέρωσης των πολιτών της Κρήτης. Επίσης, να καλέσει όλους τους βουλευτές της Κρήτης και όλους τους υποψήφιους σε ένα συνέδριο με θέμα «πώς βλέπετε την Κρήτη, τι προτείνετε και πώς θα παλέψετε για να υλοποιηθεί». Να ακούσουν τους αγρότες και να τοποθετηθούν. Όχι με σκοπό να γελοιοποιηθούν, αλλά για να δεσμευτούν και να ενεργοποιηθούν. Όσοι είναι χαλασμένοι θα εκτεθούν μόνοι τους.
Είναι μεγάλη ανάγκη να επινοήσουμε πράγματα. Δεν μπορούμε μόνο με τα παλιά εργαλεία ούτε μόνο με καινούργια ακόμα κι αν τα είχαμε στη διάθεσή μας. Πρέπει να αναζητούμε συνεχώς καλύτερες μεθόδους. Και πώς θα βάλουμε κι άλλους στο χορό. Μπορεί να θέλουν περισσότερη ενθάρρυνση για να πάρουν μπρος. Να βρούμε τους κατάλληλους τρόπους, τους πιο αποτελεσματικούς.
Όσα ενδεικτικά παρουσίασα δείχνουν μια μελανή εικόνα της πραγματικότητας στην Ελλάδα, υπάρχει, όμως, πάντα κάτι κρυμμένο που περιμένει την ευκαιρία που θα δημιουργήσουμε για να εμφανιστεί. Γι’ αυτό πιστεύω ότι καμία ειλικρινής και χρήσιμη προσπάθεια, όσο μικρή κι αν είναι, δεν πάει χαμένη.
Οι μεγαλύτεροι θα θυμούνται πώς εκτινάχτηκε το τουριστικό ρεύμα προς την Ελλάδα. Πριν ακόμα ο τουρισμός γίνει παγκόσμια μόδα και «βιομηχανία». Με δύο ταινίες, ένα μουσικό όργανο περιφρονημένο από τις ελίτ και ένα χορό. Με το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν και το μπουζούκι του Ζαμπέτα που έπαιζε τα «Παιδιά του Πειραιά» του Χατζιδάκι και αμέσως μετά με τον «Ζορμπά» του Καζαντζάκη και το συρτάκι του Θεοδωράκη που χόρευε ο Άντονι Κουίν στην Κρήτη σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη. Αυτό το χρώμα, το ξεχωριστό, του τοπίου, της μουσικής, των ανθρώπων, των μνημείων, της αρχιτεκτονικής των σπιτιών και του φυσικού τρόπου ζωής, προκάλεσε μια παγκόσμια φρενίτιδα για την Ελλάδα, στο ξαφνικά κι από εκεί που κανένας δεν το περίμενε. Και μάλλον ακόμα κρατάει η ουρά εκείνης της μουσικής, αν και το «ρεύμα» γιγαντώθηκε ανεξέλεγκτα.
Γι’ αυτό, ποτέ δεν πρέπει να αποθαρρυνόμαστε και να κρατάμε αναμμένη τη φλόγα της αναγέννησης του τόπου εσαεί. Γιατί μπορεί να φουντώσει απότομα και απρόβλεπτα. Αρκεί να κάνουμε συνεχώς μια προσπάθεια. Η ανάγκη επιβίωσης σε συνδυασμό με το βαθύ αίσθημα της πολιτισμικής μας ταυτότητας χωρίς την οποία είμαστε κάτι ανθρωποειδή χωρίς βάθος και έρμα, μπορεί να κάνει θαύματα. Και, βέβαια, γιατί πράγματι η ελπίδα πρέπει να πεθαίνει τελευταία.
Στέλιος Ελληνιάδης