Γιώργος Καραμπελιάς, Η αποστασία των διανοουμένων, Εναλλακτικές Εκδόσεις 2012, σελ. 318
Η προδοσία των διανοουμένων… Στον τίτλο του σύντομου δοκιμίου του Γάλλου συγγραφέα Ζιλιέν Μπεντά καταφεύγει ο Γ. Καραμπελιάς στο τελευταίο έργο, έργο πολεμικής όπως αυτό του Μπεντά, ο οποίος, στα 1927, κατηγορούσε τους συγκαιρινούς του διανοουμένους ότι είχαν εκουσίως απαρνηθεί την ψύχραιμη φωνή της λογικής και τον κριτικό τους ρόλο, υποκύπτοντας στις σειρήνες του εθνικισμού και του μιλιταρισμού που οδήγησαν στην ανθρωποσφαγή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μπροστά σε μια κρίση κολοσσιαίων διαστάσεων, σαρωτική, που μεταβάλλεται, σύμφωνα με τον συγγραφέα, σε «κρίση υπαρκτικού χαρακτήρα» του ίδιου του ελληνισμού, ο Γ. Καραμπελιάς διαπιστώνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ανάλογη «αποστασία» των πνευματικών ελίτ της χώρας, που σηματοδοτεί την πλήρη εξάντληση των πνευματικών ρευμάτων που σφράγισαν τη μεταπολιτευτική περίοδο. Για το συγγραφέα, που και σε παλαιότερα έργα του έχει ασχοληθεί με την ιδιαίτερη ταξική υπόσταση του κοινωνικού στρώματος των διανοουμένων, θεωρώντας ως φενάκη την παρουσίασή τους ως ενός ενδιάμεσου στρώματος «αποϊδεολογικοποιημένων» τεχνοκρατών και επιστημόνων. Αντιθέτως, αντιμετωπίζει τους διανοουμένους ως παραγωγούς και φορείς ιδεολογιών.
Η φενάκη αυτή, την εποχή της κρίσης, γνωρίζει ημέρες δόξας, όταν από κάθε «συστημικό» Μέσο Ενημέρωσης αναπέμπονται αίνοι για το δήθεν αμερόληπτο ορθολογισμό των τεχνοκρατικών, επιστημονικών λύσεων, που αποτελούν τη μόνη σωτήρια ασπίδα απέναντι στη «λαίλαπα του λαϊκισμού»…
Με τέτοιου είδους επιχειρήματα δικαιολογήθηκαν τα μνημόνια (που… «αν δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τα εφεύρουμε», όπως συχνά λέγεται), η μη εκλεγμένη κυβέρνηση Παπαδήμου, η σημερινή τρικομματική κ.λπ. Έτσι, ο Γ. Καραμπελιάς αρθρώνει την κριτική του γύρω από εμβληματικά παραδείγματα αυτού που αποκαλεί «αποστασία των διανοουμένων», με πρώτο το «βασικό ιδεολογικό-μιντιακό εκπρόσωπο των μνημονιακών δυνάμεων» Στέλιο Ράμφο (Η φιλοσοφία του μνημονίου). Στη συνέχεια, ένα μεγάλο μέρος της μελέτης αφιερώνεται σε αυτό που ο συγγραφέας της αποκαλεί «εθνοαποδομητική ιστορία», στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ιστοριογραφικής παραγωγής της τελευταίας εικοσιπενταετίας και η σύμπλευσή της με τα αντίστοιχα διεθνή ρεύματα.
Στη συνέχεια, τον απασχολεί το αρκετά διαδεδομένο (και με εμφανείς, πλέον, διασυνδέσεις με το χώρο της ναζιστικής ακροδεξιάς) ρεύμα της λαϊκίστικης αρχαιολατρίας. Ως τμήμα της πλέον pop δημόσιας ιστορίας, αυτό το ανορθολογικό ρεύμα «σκέψης», που εκπροσωπείται από τον Λιακόπουλο και οδηγεί στη Χρυσή Αυγή, έμεινε στο απυρόβλητο για χρόνια και αφέθηκε να πραγματοποιεί τις σκοτεινές διαδρομές του, χωρίς να απασχολήσει το χώρο των ακαδημαϊκών ιστορικών, όχι φυσικά ως πεδίο επιστημονικού διαλόγου αλλά ως τμήμα της δημόσιας Ιστορίας. Η γοητεία που ασκεί ο «νέο-οθωμανισμός» και η νέα τουρκική εξωτερική πολιτική σε στρώματα διανοουμένων -και μέσω αυτών στην κοινή γνώμη- αποτελεί ένα ακόμη ζήτημα αιχμής για τον συγγραφέα, ο οποίος ολοκληρώνει την κριτική του με τη σύμπλευση των ελίτ με το ρεύμα της παγκοσμιοποίησης, θεωρητικοποίηση της οποίας, σύμφωνα με τον συγγραφέα αποτελούν οι αναλύσεις του πρώην «επαναστάτη διανοούμενου» Τόνι Νέγκρι για την Αυτοκρατορία. Αντίθετα με τις φιλο-παγκοσμιοποιητικές σειρήνες, ο συγγραφέας καλεί σε μια «στροφή προς τα μέσα», προς την ιστορική αυτοσυνειδησία, κίνηση την οποία θεωρεί ως μοναδική διέξοδο προκειμένου «να βρούμε τη δύναμη να ανασυγκροτήσουμε έναν ατόφιο οργανισμό».
Στρατής Αρτεμισιώτης