«Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι μια από τις πιο βαθιές φόρμες, όταν πρόκειται να εξετάσουμε το παρόν και την πραγματικότητα μιας κοινωνίας. Για να γνωρίσουμε τη σημερινή Κούβα είναι απαραίτητο να διαβάσουμε τον Leonardo Padura, το ίδιο και τον Πέτρο Μάρκαρη για να μάθουμε για την Ελλάδα ή τον Vásquez Montalbán για την Ισπανία την εποχή της πολιτικής μετάβασης…», αυτά έλεγε ο μεγάλος Κολομβιανός συγγραφέας Santiago Gamboa, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα μας για το μυθιστόρημά του «Η νύχτα θα είναι μεγάλη»

Καθώς διάβαζα το καινούργιο του μυθιστόρημα το «Colombian Psycho» που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις «Διόπτρα» σε μετάφραση Δήμητρας Σταυρίδου, όσο κι αν η Κολομβία διαφέρει από την Ελλάδα, συχνά είχα την αίσθηση πως μιλάει και για μας.

Η τριάδα των ηρώων –με πολλά πρόσωπα να συμπρωταγωνιστούν– παραμένει η ίδια: Ένας παράξενος εισαγγελέας, με το σχεδόν απίθανο να προφερθεί επίθετό του –Έντιλσον Χουτσινιαμούι– ο οποίος είναι ένα από τα ελάχιστα μέλη της προστατευόμενης γηγενούς φυλής Γιτότο ή Ουιτότο, η δημοσιογράφος Χουλιέτα Λεζάμα, που κάνει μεγάλες έρευνες για περιοδικά του εξωτερικού και η βοηθός της Χουάνα, πρώην αντάρτισσα.

Το παράξενο είναι πως ο συγγραφέας βάζει τον εαυτό του μέσα στο βιβλίο και… δυστυχώς δεν μπορώ να πω τι του συμβαίνει γιατί θα καταστρέψω το σασπένς.

Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως με όχημα το αστυνομικό μυθιστόρημα μπορεί κανείς αν παρουσιάσει μια εξαιρετική ανάλυση της πολιτικής και της κοινωνίας, όχι αφηρημένη, ούτε από καθέδρας, αλλά βγαλμένη μέσα από τη ζωή.

Βεβαίως συγκλονιστικά είναι όσα τα παραθέτει, κάτω από το μανδύα της μυθοπλασίας για τη δράση των παραστρατιωτικών οργανώσεων.

Καθώς υπήρχε «μπόνους» για όσους σκότωναν, συχνά απήγαγαν άσχετους ανθρώπους, τους εκτελούσαν και «σκηνοθετούσαν» μάχες. Αυτοί οι άμαχοι χαρακτηρίζονται ως «ψευδώς θετικοί».

Πολλά μέλη παραστρατιωτικών οργανώσεων, υπεύθυνα για τέτοιες εκτελέσεις, ελευθερώθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων ειρήνευσης στη χώρα…  Φυσικά υπάρχει πάντα και η διαπλοκή με την πολιτική εξουσία.

Διαβάζοντας κρατούσα σημειώσεις κι αντί να γράψω τελικά δικά μου σχόλια και κρίσεις, προτιμώ να αφήσω τον ίδιο τον συγγραφέα να μιλήσει, παραθέτοντας κάποια αποσπάσματα:

«Ποιοι ζουν σήμερα  εν ειρήνη; Σε αυτή τη χώρα σκέφτηκε, πολύ λίγοι: αυτοί που ξεφυσούν ικανοποιημένοι όταν ελέγχουν το υπόλοιπο του τραπεζικού τους λογαριασμού».

«Αυτό που κάποιοι αποκαλούσαν “τάξη” δεν ήταν παρά η υποταγή των φτωχότερων».

«Μη γελιέσαι, σχεδόν όλα τα εγκλήματα σε αυτή τη χώρα είναι της υψηλής κοινωνίας, μόνο που τα μέλη της δεν πυροβολούν. Η κοινωνική τάξη είναι η απόσταση ανάμεσα σ’ εκείνον που διατάζει το έγκλημα και σε αυτόν που πατάει τη σκανδάλη».

«Ο αληθινός συγγραφέας πάντοτε πεθαίνει της πείνας. Σε αυτή τη θέση τον έχει τοποθετήσει η ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία: στη θέση του τρελού, του αλήτη ή του παλιάτσου. Από τον Βασιλιά Ληρ και μετά. Κι ξέρετε γιατί; Επειδή η λογοτεχνία έχει όλο και λιγότερη σημασία για τους ανθρώπους που διαθέτουν τη δύναμη να καθοδηγούν τις μάζες, και γι’ αυτό οι μάζες βλέπουν βιβλία και το βάζουν στα πόδια».

«Τα ξέρω τα πρόσωπα εκείνων που έχουν συγγενείς στη φυλακή. Οι άνθρωποι ντρέπονται, αλλά εγώ σου λέω το εξής: με όλους αυτούς τους κλέφτες με τις γραβάτες που είναι ελεύθεροι, δεν πρέπει να στενοχωριέσαι! Αντιθέτως μάλλον θα πρέπει να είσαι περήφανη που κάποιος πληρώνει τα χρέη του στη δικαιοσύνη όπως πρέπει».

«Αυτά ήταν τα “εγκλήματα απόγνωσης”. Τόσο διαφορετικά από αυτά που μπορούσαν να ονομαστούν “εγκλήματα φιλοδοξίας” ή “εγκλήματα απληστίας”, δηλαδή αυτά των ανθρώπων που είχαν επιλογές, που δεν ήταν στριμωγμένοι από τη ζωή. Μόνο εκείνος που μπορεί να επιλέξει είναι πραγματικά ένοχος».

«…κακή διάθεση, γροθιές στο τιμόνι, ραδιόφωνα στη διαπασών, κοινωνικά δίκτυα υπό κατάρρευση, φρενήρη chats, φωνητικά μηνύματα, καβγάδες μέσα στο αυτοκίνητο, χυδαιότητα σε αφθονία. Η απέραντη κακογουστιά μιας κοινωνίας σε πλήρη τεχνολογική ανάπτυξη, αλλά χωρίς το αντίστοιχο σε παιδεία  και σεβασμό προς τους άλλους».

«Όλα ήταν προβλέψιμα σε αυτή τη χώρα των αλαζονικών και συμπλεγματικών ανθρώπων, στην οποία με εξαίρεση τον λαό που υπέφερε και πλήρωνε τους φόρους, η πλειονότητα είχε ως μοναδικό στόχο να πλουτίσει και να αναρριχηθεί και στη συνέχεια να πιπιλάει τη φράση -καραμέλα: “Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;”…»

Πάντως μέσα από το μυθιστόρημά του ο συγγραφέας δεν οδηγεί στη ματαιότητα και στη παραίτηση. Όσο κι αν οι ήρωές του δεν είναι τελικά αισιόδοξοι προτιμούν να δίνουν τις μάχες, να πάρουν το ρίσκο της αποτυχίας, να τα βάλουν με εκείνους που μοιάζουν αλώβητοι.

Έχουν τα τραύματα και τις φθορές τους. Όμως είναι εδώ να δείχνουν πως κάθε αντίσταση έχει την αξία της. Και πράγματι, ο μόνος χαμένος αγώνας, είναι αυτός που δεν δίνεται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!