Τις μέρες του Πάσχα οι περισσότεροι πήγαμε πίσω στα χωριά μας, στις περίφημες «ρίζες». Χωριά που ερημώνουν, με πληθυσμό που γερνάει, με τους θανάτους εδώ και χρόνια να είναι πολλαπλάσιοι των βαφτίσεων.

Όποια μέρη δεν είναι «τουριστικά» σβήνουν σιγά σιγά από τον χάρτη. Η κτηνοτροφία γίνεται παρελθόν, τα χωράφια ακαλλιέργητα, τουλάχιστον σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές.

Αυτό που μένει είναι απλώς ένα ωραίο σκηνικό. Γιατί φτιάχνουμε και φροντίζουμε τα σπίτια μας που εν μέσω κρίσης μάς έδωσαν διέξοδο να κάνουμε λίγες μέρες διακοπές καθώς οι τιμές έχουν πάει στον ουρανό.

Σκηνικό και το Πάσχα. Από τα έθιμα έχουμε κρατήσει μόνο την επιφάνεια κι ό,τι είναι βολικό.

Μια ψευδεπίγραφη, εξιδανικευμένη ιστορία είναι αυτό που μένει. Όλα χτυπημένα στο μίξερ, ένας πολτός άνευ ουσίας.

Κάτι σαν τα διάφορα σίριαλ της μόδας με το ψευδοφολκλόρ. Μια ακίνδυνη ανάγνωση του παρελθόντος και της «παράδοσης». Με μια εσάνς από ντοπιολαλιά, με λίγα τραγούδια και μουσικές που υποτίθεται «ζωντανεύουν» μια εποχή.

Όμως οι αποσιωπήσεις είναι πιο πολλές. Γιατί πίσω από τη βιτρίνα υπάρχει το τραύμα. Αυτό που έφερε τα χωριά και τη χώρα στη σημερινή κατάσταση. Διότι δεν ήταν ούτε αναπόφευκτη αλλά ούτε και τυχαία η εξέλιξη.

Σκέφτομαι καθώς διαβάζω το βιβλίο της Galit Atlas «Η κληρονομιά του τραύματος» (εκδόσεις Κέλευθος, μετάφραση Ελισάβετ Εκκεκάκη). Ένα βιβλίο που μιλά για «αποσιωπημένες εμπειρίες όχι μόνο δικές μας, αλλά και των γονέων, των παππούδων και των προπαππούδων μας, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους επηρεάζουν τη ζωή μας».

Διότι «κληρονομούμε οικογενειακά τραύματα, ακόμα και αυτά για τα οποία δεν μας έχουν μιλήσει», ενώ «τα κληρονομημένα συναισθήματα του μη επεξεργασμένου τραύματος των γονέων» είναι φαντάσματα που ζουν μέσα μας, «φαντάσματα αυτού που δεν είχε ειπωθεί και δεν μπορούσε να ειπωθεί».

Η καθηγήτρια Yolanda Gampel μιλά για «τη «ραδιενέργεια του τραύματος», δηλαδή την ολέθρια συναισθηματική «ακτινοβολία» που εξαπλώνεται στη ζωή των επόμενων γενεών».

Στην Ελλάδα που έζησε έναν Εμφύλιο κι ένα τρομακτικό μετεμφυλιακό κράτος –ουσιαστικά μέχρι το 1974– αυτά τα τραύματα που κληρονομούνται στις επόμενες γενιές παίζουν μεγάλο ρόλο στο πού βρισκόμαστε σήμερα.

Διότι «οι ιστορίες που δεν έχουν ειπωθεί ποτέ, οι ήχοι που συχνά έχουν σιγήσει είναι αυτά που μας αφήνουν ανολοκλήρωτους».

Δεν ήταν μόνο η οικονομική επιβίωση που άδειασε τα χωριά μετά τον πόλεμο, αλλά και η τρομοκρατία. Αυτοί που παρέμειναν συχνά ήταν οι «νομοταγείς». Όσοι επέστρεφαν είχαν να αντιμετωπίσουν ένα απίστευτο κλίμα.

Στο χωριό μου, έναν από τους αντάρτες που τόλμησε να γυρίσει, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, τον πέταγαν με τις κλωτσιές από το καφενείο. Ήταν αποσυνάγωγος.

Θα ασχοληθούμε και προσεχώς με αυτό το εξαιρετικό βιβλίο που μας δείχνει πως ένας τρόπος αντιμετώπισης αυτής της διαγενεακής μεταβίβασης του τραύματος, είναι «να επεξεργαστείς αυτές τις εμπειρίες και να βοηθήσεις άλλους να τις αναγνωρίσουν και να τις επεξεργαστούν. Τα φαντάσματα εξαφανίζονται όταν ανάβουμε το φως».

Ένα βιβλίο που ρίχνει φως, μέσα από διηγήματα που πράγματι μας παρουσιάζουν τη ζωή όπως ήταν κάποτε στα χωριά μας, χωρίς εξωραϊσμούς, αλλά με αυθεντικότητα, είναι η «Προδομένη νοσταλγία» (εκδόσεις Πέτρα) μια συλλογή διηγημάτων του Νίκου Χρ. Καραβασίλη που κυκλοφόρησε το 2005. Ο συγγραφέας δεν βρίσκεται πια εν ζωή, όμως μας άφησε πολύτιμη παρακαταθήκη με το έργο του. Μελλισουργιώτης στην καταγωγή, έζησε στην Άρτα παίζοντας σημαντικό ρόλο στην πνευματική της ζωή.

Νέο παιδί έζησε και την εμπειρία του «θεάτρου του βουνού» πλάι στον Γιώργο Κοτζιούλα. Στα διηγήματά του, με εξαιρετική γλώσσα και γνώση αφηγείται πραγματικές και φανταστικές ιστορίες, αλλά και θρύλους της περιοχής. Αποτυπώνει αυτή την πραγματικότητα που σήμερα προσπερνάμε ή αντιμετωπίζουμε ως βιτρίνα.

Εδώ υπάρχει ψυχή πλάι στο λογοτεχνικό ταλέντο.

Δεν ξέρω αν σας μπέρδεψα σήμερα, «παντρεύοντας» το Πάσχα με δυο βιβλία που μοιάζουν εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά φωτίζουν το παρελθόν.

Αυτό που περιέχει μέσα του το παρόν και το μέλλον…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!