Της Έλενας Πατρικίου
Ο Δρόμος της 29ης Ιουλίου είδε στις σελίδες του δημοσιευμένα δύο κείμενα αριστερού πραγματισμού: Αυτό του Χρήστου Καραμάνου, που εν πολλοίς κατακεραυνώνει τον «κινηματισμό» προκρίνοντας στην παρούσα συγκυρία ως στρατηγική έναν πολιτικό μεγαλοϊδεατισμό κεντρικής στόχευσης, με σκοπό την κυβερνητική ανατροπή και την κατάκτηση της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ· και αυτό των Σ. Μπενετάτου και Β. Ξυδιά που, αντιθέτως, προτείνει ένα ξεπέρασμα τόσο της καταγγελτικής αναμονής της πτώσης του «παλαιού καθεστώτος» όσο και της παλαιάς κοπής συνδικαλιστικής δράσης ερήμην της κοινωνίας, προς όφελος μίας ανασύνθεσης των συνδικαλιστικών αγώνων σε σύμπνοια με τα γενικότερα κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα.
Προφανώς η επιλογή μεταξύ κεντρικού πολιτικού στόχου και «μερικής» δράσης δεν είναι ούτε επουσιώδης ούτε αθώα. Και, προφανώς, δεν μπορεί να γίνεται με ευκαιριακά κριτήρια. Η συλλογιστική των Μπενετάτου-Ξυδιά έχει το πλεονέκτημα να αναδεικνύει και να λαμβάνει υπ’ όψιν της το αντικειμενικό γεγονός πως, ακριβώς εξαιτίας της πολιτικής των μνημονίων, το μερικό έχει μετατραπεί αναπόδραστα σε καθολικό. Τα εργασιακά-συνδικαλιστικά προβλήματα έχουν πάψει πια να μεταφράζονται σε αιτήματα μέρους της κοινωνίας, για να αναδειχθούν σε καθολικά ζητήματα που απαιτούν όχι μόνο καθολική αντιμετώπιση, αλλά μία εντελώς νέα καθολική κατανόηση.
Στο «μερικό» επίπεδο των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων των εργαζομένων σ’ αυτήν, το πρόβλημα της Παιδείας είναι άλυτο, γιατί οι μνημονιακές συνθήκες το έχουν καταστήσει τέτοιο. Ειδωμένο ως καθολικό, πρόκειται για το πρόβλημα μιας κοινωνίας ολόκληρης που πρέπει να επανεξετάσει τι θέλει από το σχολείο, τι θέλει από την επαγγελματική εκπαίδευση, τι θέλει από τα πανεπιστήμιά της· που πρέπει να επανεφεύρει τις έννοιες και τις αξίες των γραμμάτων, της εργασίας, της μόρφωσης, που πρέπει να επανερμηνεύσει το αστικό ανθρωπιστικό ιδανικό της εγκύκλιας παιδείας και να του δώσει νέο νόημα.
Ως καθολικό, το πρόβλημα της Παιδείας απαιτεί ένα κίνημα λειτουργικών καταλήψεων, όπως προτείνει το κείμενο των Μπενετάτου-Ξυδιά, αλλά, ακριβώς για να μπορεί να σταθεί ένα τέτοιο κίνημα, απαιτεί και την εκ νέου νοηματοδότηση της παιδείας σε μία κοινωνία απελευθερωμένης και ανθρωπιστικής εργασίας.
Το πρόβλημα των εργαζομένων στην Υγεία δεν είναι πια το συνδικαλιστικό πρόβλημα γιατρών και νοσηλευτών, είναι το καθολικό πρόβλημα μιας κοινωνίας που, ζώντας την ηθελημένη οριστική διάλυση των δημόσιων δομών υγείας, βλέπει να συνταράσσονται εκ θεμελίων τα ιδεολογήματα περί ιερότητας του ανθρώπινου σώματος και της ανθρώπινης ζωής και να αποκαλύπτονται ανερυθρίαστες οι πρόστυχες πρακτικές και χειραγωγήσεις που κρύβονταν πίσω τους. Επομένως, ένα κίνημα «λειτουργικής κατάληψης» των δομών Υγείας, όχι μόνο πρέπει να εμπλέξει το σύνολο της κοινωνίας προκειμένου να αναπτυχθεί, αλλά πρέπει εξίσου να επαναστοχαστεί τις έννοιες του υγειούς και του άρρωστου σώματος. Ή, με αριστερούς όρους κοινωνικής απελευθέρωσης, του ελεύθερου και του καταπιεσμένου σώματος. Το πρόβλημα των ασφαλιστικών ταμείων δεν είναι πλέον ένα «μερικό» συνδικαλιστικό πρόβλημα εισφορών, αποθεματικών ή ασφάλειας, διότι, εφόσον οι μνημονιακές πολιτικές το συνέδεσαν με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, έχει μετατραπεί σε ένα καθολικό πρόβλημα ερμηνείας, κατανόησης και κεντρικότατων επιλογών του ρόλου που θα αποδώσουμε ως Αριστερά τόσο στο τραπεζικό σύστημα του κυβερνητικού μας μέλλοντος όσο και του ρόλου που αποδίδουμε ήδη στην αυτοδιαχείριση της περιουσίας των εργαζόμενων από τους ίδιους τους εργαζόμενους.
Ο «κινηματισμός» τον οποίο μέμφεται το κείμενο του Καραμάνου δεν είναι πλέον ένας κινηματισμός του μερικού. Ενστερνιζόμενος αρρήτως πλην σαφώς την εργοδοτική κατηγορία του «συντεχνιασμούή», όχι μόνο τον αδικεί, κυρίως δεν τον κατανοεί στην πραγματική αριστερή του σημασία. Πολύ περισσότερο, αυθαιρέτως θεωρεί ως δεδομένη την «λαϊκή» προτίμηση (ή «λαϊκό καημό [sic!]») για έναν κεντρικό «ανένδοτο» με στόχο την άμεση πτώση της κυβέρνησης, και ως «κινηματική πολυδιάσπαση» την διεκδίκηση των όρων με τους οποίους θα αγωνιστούμε όχι για μία άλλη κυβέρνηση, αλλά για μία άλλη πολιτική.
Φοβάμαι πως η αντίληψη αυτή περιγράφεται ιδανικά από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ μιλώντας για την μερίδα εκείνη του SPD που, ως «σχολή πολιτικού οππορτουνισμού» προσπαθούσε να μεταχειριστεί και να χειραγωγήσει την ιδέα της γενικής απεργίας («Η πολιτική γενική απεργία», Vorwärts, 24 Ιουλίου 1913): «Η πολιτική [αυτής της αντίληψης] είναι πολύ απλή. Επιδιώκει μεγαλειώδεις πολιτικές στο κοινοβούλιο με όλες τις μεθόδους της κρατικίστικης τακτικής, συμβιβάζεται με τα αστικά κόμματα, σχηματίζει ένα μεγάλο μέτωπο όλης της Αριστεράς.
Κι όταν αυτή η πολιτική αποτυγχάνει, όπως είναι καταδικασμένη, να προωθήσει την υπόθεση του προλεταριάτου ένα βήμα παρακάτω, αχ! τότε βγαίνουν οι εργάτες στους δρόμους και αρχίζουν την γενική απεργία. (Αυτές) οι διακηρύξεις είναι το τέλειο παράδειγμα του πώς να μη διοργανώσεις μια γενική απεργία».
Αδικώ, βεβαίως τον φίλο Χ. Καραμάνο όταν του προσάπτω ως μοναδική (σαφώς διατυπωμένη στο κείμενό του) στόχευση την κυβερνητική εξουσία, στο βαθμό που εξίσου σαφώς επιθυμητός είναι ο ίδιος στόχος και στο κείμενο των φίλων Σ. Μπενετάτου και Β. Ξυδιά.
Είναι εντυπωσιακό πώς δύο τόσο διαφορετικά κείμενα πραγματισμού μπορούν να συγκλίνουν όχι μόνο στον ίδιο επιδιωκόμενο πολιτικό στόχο, αλλά και σε μία ταυτόσημη αντίληψη για την επιδιωκόμενη αποστολή του κόμματος. Η αντίρρηση είναι σαφής: η πτώση της παρούσας κυβέρνησης και η ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να είναι στόχος, είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μέσον.
Όντως ο αριστερός (και όχι μόνον) κόσμος αναθάρρησε όταν διά στόματος Τσίπρα η ριζοσπαστική Αριστερά διακήρυξε ότι εγκαταλείπει τον μεσσιανικό αναχωρητισμό της και δέχεται να χάσει την αγωνιστική παρθενία της αναλαμβάνοντας τις βρόμικες ευθύνες της βρόμικης πραγματικότητας. Αλλά ο κυβερνητισμός δεν είναι σκοπός και η εξουσία δεν είναι στόχος. Μοναδικός σκοπός είναι η ελευθερία (ακόμα και των ομοφυλόφιλων, φίλε Χρήστο, πόσω μάλλον των εργαζόμενων) με ό,τι αυτή συμπεριλαμβάνει αυτοδικαίως ως δικαίωμα στην εργασία, στην Υγεία, στην Παιδεία, στη διαμόρφωση της πολιτικής, στη διαμόρφωση της ανασυγκρότησης, στη διαμόρφωση μιας άλλης ζωής.