Το ότι φθάσαμε εδώ που φθάσαμε είναι άμεσα συνυφασμένο με την Ε.Ε. Γιατί η Ε.Ε. και το ευρώ αποτελούν τη βασική αιτία της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού της χώρας καθώς και της ληστρικής εκμετάλλευσης του λαού μέσω της χρεομηχανής.
Παραγωγική αποδιάρθρωση
Στην Ελλάδα μέχρι την ένταξη στην ΕΟΚ/Ε.Ε. είχε διαμορφωθεί μια ορισμένη παραγωγική δομή, κύρια μέσα από μια πολιτική παροχών στο μεγάλο κεφάλαιο και την έντονη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Στη δεκαετία του ’70 η Ελλάδα μπήκε, με σχετική καθυστέρηση, στην παγκόσμια κρίση. Η τότε διαμορφωμένη παραγωγική διάρθρωση είχε έντονο το στοιχείο της στρέβλωσης, καθώς ήταν αναιμικός ο τομέας της βαριάς βιομηχανίας και ειδικά ο κλάδος παραγωγής μέσων παραγωγής (μηχανές κ.λπ.). Ο αστισμός δεν επένδυε σε τέτοιους τομείς, που απαιτούσαν μεγάλα κεφάλαια, δεν ενδιαφέρθηκε για την καθετοποίηση της παραγωγής. Ακόμη και ο ορυκτός πλούτος της χώρας, σε μεγάλο βαθμό, εξαγόταν για επεξεργασία στο εξωτερικό και εισαγόταν στην Ελλάδα με την μορφή των τελικών προϊόντων. Το κράτος, επίσης, ποτέ δεν πήρε πρωτοβουλίες για να αλλάξει αυτήν τη στρεβλή κατάσταση. Αυτό είναι το λεγόμενο διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας της Ελλάδας. Βασικό χαρακτηριστικό ήταν οι πολύ αυξημένες εισαγωγές, το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, με τις εξαγωγές να καλύπτουν ένα μικρό μέρος των εισαγωγών (βλ. Πίνακα 2).
Με την είσοδο στην τότε ΕΟΚ η κατάσταση χειροτέρευσε, ενώ με την είσοδο στην περίοδο της ΟΝΕ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η χώρα οδηγήθηκε στην καταβαράθρωση του παραγωγικού της δυναμικού. Εύλογα -μέσα στην υπερβολή του- ο λαός πλέον διαπιστώνει ότι «δεν παράγουμε τίποτα».
Στα χρόνια της ευρωποποίησης ο αγροτικός τομέας συρρικνώθηκε δραματικά. Άλλαξε, αρχικά, ο προσανατολισμός του και από την κάλυψη της εσωτερικής αγοράς στράφηκε μονόπλευρα προς τα εξαγωγικά προϊόντα. Την ευφορία της πρώτης δεκαετίας, λόγω επιδοτήσεων και ανεβασμένων εισοδημάτων, διαδέχθηκε το αδιέξοδο, καθώς με την παγκοσμιοποίηση τα ελληνικά προϊόντα έγιναν πολύ ακριβά και έχαναν τη θέση τους στις αγορές. Ανθηρότατοι τομείς, όπως τα καπνά, εξαφανίστηκαν. Η Ελλάδα, ενώ θα μπορούσε να είναι αυτάρκης έγινε χώρα-εισαγωγέας πάσης φύσεως αγροτικών προϊόντων. Φακές από τον Καναδά, λεμόνια από την Αργεντινή, κρασιά από τη Νότια Αφρική, κρέατα από τη Βόρεια Ευρώπη. Ακόμη και τα σιτηρά πλέον εισάγονται, καθώς ο πάλαι ποτέ «σιτοβολώνας της Ελλάδας», ο θεσσαλικός κάμπος, στράφηκε λόγω των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων ολοκληρωτικά στο βαμβάκι και σήμερα βέβαια ρημάζει. Ζήσαμε το άκρον άωτο του παραλογισμού: μια ολόκληρη λίμνη, η Λίμνη Κάρλα στη Μαγνησία, να αποξηραίνεται για να βαμβακοκαλλιεργηθεί και σήμερα να δαπανώνται νέα μεγάλα κονδύλια για να ανασυσταθεί. Αυτός είναι ο ευρωπαϊκός ορθολογισμός.
Στην περίοδο της ευρωποποίησης η μεταποιητική βιομηχανία κυριολεκτικά ανατινάχθηκε. Τα αγροτικά εφόδια πλέον εισάγονται, έκλεισαν π.χ. τα εργοστάσια λιπασμάτων, αφού εξαγοράστηκαν πρώτα από ευρωπαϊκές πολυεθνικές. Η βιομηχανία ζάχαρης το ίδιο. Η καπνοβιομηχανία το ίδιο. Οι αγροτικές μηχανές το ίδιο – παλιότερα στην Ελλάδα συναρμολογούνταν τρακτέρ. Έκλεισε η κλωστοϋφαντουργία, καθώς κυριάρχησαν τα προϊόντα από τις χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, ενώ οι ντόπιοι βιομήχανοι μεταφέρθηκαν -με κρατική επιδότηση μάλιστα- στα Βαλκάνια. Έκλεισε και η παραγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού (ηλεκτρικές συσκευές, αυτοκίνητα, λεωφορεία), που μπορούσε να καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής αγοράς. Σχεδόν έκλεισαν και τα ναυπηγεία σε μια χώρα με τόσο αναγκαία την ακτοπλοΐα και με ένα τόσο μεγάλο εμπορικό στόλο. Ένα μεγάλο τμήμα του ορυκτού πλούτου συνεχίζει να εξάγεται ανεπεξέργαστο, όπως είναι π.χ. το χρωμιονικέλιο που η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη παραγωγός στην Ευρώπη και το οποίο αποτελεί τη βάση για τον ανοξείδωτο χάλυβα, ενώ θα μπορούσε με οικολογικές προδιαγραφές, αυτή η επεξεργασία να γίνεται εδώ.
Οι νέοι τομείς, οι νέες τεχνολογίες, πληροφορική, ηλεκτρονική, πάλι δεν αναπτύχθηκαν με σχέδιο και στηρίχθηκαν στις εισαγωγές. Πράγμα απαράδεκτο για μια χώρα που «εξάγει εγκεφάλους». Στον τομέα της έρευνας η χώρα παραμένει ουραγός στην Ε.Ε.
Στην περίοδο της ευρωποποίησης υπήρξε μεγάλη μεγέθυνση στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτό κάνει ορισμένους να λένε πόσο αναπτυγμένη χώρα είναι η Ελλάδα, καθώς η στροφή στις υπηρεσίες είναι κεντρική τάση του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Όμως, η περίπτωση της Ελλάδας είναι «λίγο διαφορετική». Στην Ελλάδα έχουμε έναν εκσυγχρονισμένο μεταπρατισμό. Ο τομέας των υπηρεσιών μεγεθύνθηκε κυρίως λόγω του τουρισμού και του εμπορίου. Ένας τουρισμός που, καθώς ξεπερνά κάθε μέτρο, οδηγεί στην καταστροφή του βασικού πλεονεκτήματος της χώρας, δηλαδή του περιβάλλοντος. Ενώ το εμπόριο αντανακλά την παραγωγική υποβάθμιση και την άνοδο των εισαγωγών.
Αντίθετα, στον αναπτυγμένο καπιταλισμό ο κλάδος των υπηρεσιών αφορά κυρίως τη διαχείριση μιας παγκοσμιοποιημένης παραγωγής (π.χ. με τις πολυεθνικές να βγάζουν τα εργοστάσια τους από τις μητροπόλεις προς τον τρίτο κόσμο κ.λπ.).
Υπάρχει το ερώτημα αν για όλη αυτήν την υποβάθμιση της χώρας όντως ευθύνεται η ΕΟΚ και η Ε.Ε. Και ναι, όντως έτσι είναι τα πράγματα. Αλλού με σαφείς «οδηγίες» και πολιτικές -όπως στον αγροτικό τομέα ή στα ναυπηγεία- αλλού με έμμεσο τρόπο -πχ μέσω της επιλογής των τομέων που είχαν χρηματοδότηση και του αποκλεισμού άλλων- το ευρωπαϊκό διευθυντήριο καθόρισε την πορεία παραγωγικής αποδιάρθρωσης της Ελλάδας. Προκειμένου ακριβώς να ανοίξει πεδίο δράσης στις ευρωπαϊκές (κυρίως γερμανικές) πολυεθνικές. Λέγεται, από ορισμένους κύκλους της Αριστεράς, ότι η πορεία αυτή δεν επιβλήθηκε «απ’ έξω» αλλά ήταν επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου. Ο ισχυρισμός αυτός καταρρέει αμέσως, ως προς το σκέλος της τάχα μη επιβολής «απ’ έξω», αρκεί μόνο να αναλογιστούμε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Η χρηματοδότησή του προέρχεται αποκλειστικά από την Ε.Ε. Παράλληλα, δεν υπάρχει ελληνική επένδυση, κυριολεκτικά ούτε μία, που να μη στηρίζεται στην κρατική επιδότηση από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Πρακτικά, δηλαδή, όλο το σχέδιο της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας ελέγχεται απολύτως από την Ε.Ε. Το τι θα υπάρξει ως παραγωγή και ως οικονομία στη χώρα καθορίστηκε και καθορίζεται στις Βρυξέλλες.
Ο Πίνακας 2 δείχνει τη διαχρονική εξέλιξη στο ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές που, ουσιαστικά, απηχεί το παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Ο δείκτης αυτός είχε έντονη αυξητική πορεία μεταπολεμικά και μέχρι το 1980, παρά το ότι, όπως προαναφέρθηκε, υπήρχε σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα στην οικονομία. Εκεί παρατηρείται μια κάμψη στο ρυθμό αύξησης του δείκτη, παραμένει δηλαδή σχετικά στάσιμη στη δεκαετία του ’80 η σχέση εξαγωγών με εισαγωγές. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 αρχίζει η χειροτέρευση. Μπαίνοντας στην περίοδο της ΟΝΕ, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 συντελείται η κατάρρευση. Με γοργούς ρυθμούς προχωρά η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού. Επιστροφή στη δεκαετία του ’60, εν μέσω αστικών διθυράμβων για «ισχυρή Ελλάδα του ευρώ».
Έχει σημασία να παρατηρήσουμε ότι ανάλογη πορεία με το εμπορικό έλλειμμα παρουσιάζει και το δημόσιο χρέος. Στον Πίνακα 1 βλέπουμε ότι το δημόσιο χρέος «ξεφεύγει» στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 παγιώνεται σε επίπεδα άνω του 100% του ΑΕΠ, από τα οποία ποτέ δεν θα αποκλιμακωθεί. Κι αυτό, παρά το ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, ξεπουλιέται ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας περιουσίας. Το Ελληνικό Δημόσιο πουλάει, ιδιωτικοποιεί, για να έρθουν είτε αμέσως είτε στη συνέχεια οι πολυεθνικές, κυρίως οι ευρωπαϊκές, να αγοράσουν σε χαμηλή τιμή, κερδοφόρες δραστηριότητες και να μονοπωλήσουν τους πιο κρίσιμους κλάδους της οικονομίας.
Συμπερασματικά, παραγωγική αποδιάρθρωση, χρέωση, διείσδυση του ξένου κεφαλαίου και ένταση της εξάρτησης της χώρας είναι συμπληρωματικές διαδικασίες.
Για να έχουμε μια εικόνα της εκρηκτικής σημασίας του εμπορικού ελλείμματος ας ανατρέξουμε στον Πίνακα 3. Εκεί βλέπουμε ότι στα χρόνια του ευρώ, από το 1999 μέχρι το 2008, το εμπορικό έλλειμμα με την Ε.Ε. ήταν σωρευτικά περί τα 167 δισ. ευρώ (στήλη 5), ενώ ακόμη και αν λάβουμε υπ’ όψιν τον τουρισμό και τις υπηρεσίες, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν σωρευτικά περί τα 140 δισ. ευρώ (στήλη 10). Στο ίδιο διάστημα το δημόσιο χρέος αυξήθηκε περίπου κατά 145 δισ. ευρώ. Δηλαδή, η εκτίναξη του συσσωρευόμενου εμπορικού ελλείμματος ήταν πολύ μεγαλύτερη από ο δημόσιο χρέος. Ποιος, λοιπόν, άνθρωπος με απλή λογική, δεν μπορεί να αντιληφθεί την κρισιμότητα του εμπορικού ελλείμματος; Κι όμως, σε αυτήν την κοντόθωρη αντίληψη υποτίμησης της σημασίας της παραγωγικής αποδιάρθρωσης της χώρας επιμένουν ορισμένοι απολογητές του «αριστερού ευρωπαϊσμού», που αδιαφορούν για τον ευρωπαϊκό καταναγκασμό, που επιβάλλεται στη χώρα και πρόθυμα υλοποιούν οι κυβερνήσεις και οι αστικές πτέρυγες.
Η ροή των πόρων
Ο Πίνακας 3 αποδεικνύει το πόσο μεγάλο ψέμα είναι το κεντρικό επιχείρημα της αστικής και ευρωπαϊστικής προπαγάνδας: «Η Ε.Ε. μας δίνει λεφτά», «ζούμε χάρη στα λεφτά της Ε.Ε.». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το σύνολο των χρημάτων που δόθηκαν στην Ελλάδα από την Ε.Ε., ως επιχορηγήσεις, ήταν συνολικά 40 δισ. στα χρόνια από το 1999 έως το 2008 (στήλη 7). Ναι, αλλά στο ίδιο διάστημα είχαμε εισαγωγές από την Ε.Ε. 239 δισ. ευρώ (στήλη 3). Τι έκανε λοιπόν το ευρω-διευθυντήριο; Απλά επιδότησε τις εξαγωγές του στην Ελλάδα, δίνοντας ως δώρο ένα 17% της αξίας των εξαγωγών (στήλη 8) -μια συνηθισμένη επιχειρηματική πρακτική.
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι η πραγματική ροή των πόρων δεν είναι από την Ε.Ε. στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα από την Ελλάδα στην Ε.Ε. Όχι μόνο δεν ισχύει το ότι «ζούμε από τα λεφτά της Ε.Ε.», όχι μόνο είναι τεράστιο ψέμα, αλλά αν υπήρχε μια πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών με ντόπια παραγωγή, αν υπήρχε μια πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, αυτή θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα – φυσικά στις τωρινές συνθήκες και μετά από ένα πρώτο δύσκολο διάστημα. Μια τέτοια πολιτική είναι αδύνατο να έρθει από τις αστικές πτέρυγες, που είναι απολύτως δέσμιες του ευρωπαϊσμού. Μια πολιτική ανασυγκρότησης μπορεί να επιβληθεί μόνο από το «νικητή» λαό, μετά από το γκρέμισμα της σημερινής κατάστασης και μια ριζική ανατροπή του συσχετισμού δύναμης.
Η χρεομηχανή
Η περίοδος του ευρώ ήταν καταλυτική για να στηθεί στην Ελλάδα η χρεομηχανή. Δανειζόμαστε για να πληρώσουμε τους τόκους των παλιών δανείων και τα δάνεια συνεχώς αυξάνουν. Ξεπουλάμε δημόσια περιουσία για να πληρώσουμε δάνεια. Τεράστια και άκοπα κέρδη για τους δανειστές. Για να δουλέψει η χρεομηχανή επιβλήθηκε με την ΟΝΕ μια καθοριστικής σημασίας ρύθμιση: Το Δημόσιο απαγορεύεται να δανείζεται απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αντίθετα, η ΕΚΤ επιτρέπεται να δανείζει τις εμπορικές τράπεζες. Έτσι, οι εμπορικές τράπεζες δανειζόντουσαν με χαμηλά επιτόκια της τάξης του 1-2% και δάνειζαν το Ελληνικό Δημόσιο με ληστρικά επιτόκια της τάξης του 5-6%.
Ο Πίνακας 4 είναι αποκαλυπτικός. Από τη στήλη Τόκοι / Χρέος αντιλαμβανόμαστε σε ποιο ύψος είχαν φτάσει τα πραγματικά επιτόκια που πλήρωνε η χώρα. Παράλληλα, συγκρίνοντας τους τόκους που πλήρωνε η χώρα με το έλλειμμα βλέπουμε ότι αυτό οφείλεται κυρίως στους τόκους. Το σωρευτικό έλλειμμα στην περίοδο 2000 με 2008 -δηλαδή μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης- ήταν 85 δισ. ευρώ, όταν οι τόκοι που πληρώθηκαν στην ίδια περίοδο ήταν 89,5 δισ. ευρώ. Μάλιστα, στις πρώτες χρονιές, αν δεν υπήρχαν αυτά τα ληστρικά επιτόκια, η χώρα θα είχε πλεόνασμα. Ναι, αυτό που ψάχνουν τώρα οι τροϊκανοί, αυτό τότε υπήρχε. Και κατασπαταλήθηκε μέσα από τη χρεομηχανή. Παρά τα όσα είχαν γίνει στο παρελθόν επί δεκαετίες, ακόμη και τότε στις αρχές του 2000 υπήρχε η αντικειμενική, η υλική δυνατότητα να ακολουθήσει η Ελλάδα μια διαφορετική πορεία. Ακολούθησε όμως την πορεία που συνέφερε το χρηματιστικό κεφάλαιο και που οδήγησε στο τωρινό αδιέξοδο.
Αν κάναμε την υπόθεση ότι αντί γι’ αυτά τα επιτόκια πληρωνόταν ένα επιτόκιο σαν αυτό που δανειζόντουσαν οι εμπορικές τράπεζες από την ΕΚΤ, κάτι σαν 1,5% κατά μέσον όρο, τότε -και μόνο από αυτήν την παραδοχή- προκύπτουν θεαματικά αποτελέσματα. Όχι μόνο οι τόκοι θα ήταν πολύ λιγότεροι, δηλαδή τα άμεσα κέρδη των δανειστών πολύ λιγότερα, αλλά και το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2009 θα ήταν στα 218 δισ. ευρώ αντί για τα 298 δισ. ευρώ. Δηλαδή η κατάσταση θα ήταν διαχειρίσιμη. Κι αυτό χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν την επιπλέον θετική δυναμική που θα μπορούσε να προκύψει από τα πλεονάσματα που θα υπήρχαν στα χρόνια 2000 -2003. Βέβαια, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, πρόκειται απλά για ένα σενάριο, που δείχνει όμως πώς κυριολεκτικά η χώρα παραδόθηκε στη χρεομηχανή και τους δανειστές, στο ΔΝΤ και την τρόικα. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι αν εφαρμοζόταν μια άλλη πολιτική, έστω από το 2000, με ριζική αναδιαπραγμάτευση και διαγραφή χρέους, η χώρα και ο λαός θα ήταν σε εντελώς διαφορετική θέση. Ιδιαίτερης σημασίας πολιτικό συμπέρασμα για το τι πρέπει και μπορεί να γίνει σήμερα.