Του Λουκά Αξελού*
Όταν μου ζητήθηκε από την Σ.Ε. του Δρόμου να γράψω με αφορμή τα 100 χρόνια από την Αρμενική Γενοκτονία ένα οδοιπορικό του Στοχαστή και των Τετραδίων στο Αρμενικό Ζήτημα, αισθάνθηκα λίγο αμήχανα. Η πεποίθηση όμως ότι πρόκειται για μια φιλαλήθη εξιστόρηση, έκαμψε την αντίστασή μου.
Έχοντας από το ξεκίνημά μας το 1969 δώσει ένα ιδιαίτερο βάρος στην ανάδειξη της ιστορίας, του πολιτισμού και των αγώνων του βαλκανικού, κυπριακού και μικρασιατικού Ελληνισμού, η συνάντησή μας με το Αρμενικό Ζήτημα υπήρξε αναπόφευκτη.
Ανήκει, λοιπόν, στις σταθερές επιλογές μας η έκδοση βιβλίων που αναφέρονται στην πορεία του ιστορικού αυτού έθνους, πολλώ μάλλον που τα κοινά ανεπούλωτα τραύματα (αφού ως γνωστόν και εμείς την ίδια, περίπου, περίοδο υποστήκαμε δύο Γενοκτονίες την Μικρασιατική και την Ποντιακή με δράστη πάντα την Τουρκία), δημιούργησαν ένα βαθύ αίσθημα αλληλεγγύης και κοινής μοίρας.
Η επιλογή μας, καθ’ όλα συνειδητή, ήταν αφετηριακά ενισχυμένη από δύο ξεχωριστά μέλη της Αρμενικής Κοινότητας, τους Σέρκο Αγαμπατιάν και Ιωσήφ Κασσεσιάν, δεν ήταν όμως καθόλου εύκολη, γιατί το Αρμενικό Ζήτημα δεν προσέκρουε μόνο στην λυσσαλέα αντίδραση της Τουρκίας, αλλά και στην αδιαφορία και τα φοβικά σύνδρομα του μεγαλύτερου μέρους του πολιτικού κόσμου και δη της Αριστεράς, που εξακολουθούσε να το τοποθετεί στα «αζήτητα», όπως –άλλωστε- και το Κουρδικό, αφού για την ανιστόρητη πλειοψηφία της, οι Κούρδοι δεν αποτελούσαν ξεχωριστό έθνος αλλά «ένα είδος ορεινών Τούρκων».
Η παρέμβασή μας όμως δεν ανεκόπη και καρπός της υπήρξε μια «μικρή» Αρμενική Βιβλιοθήκη, η μοναδική – τολμώ να πω – ελληνικού εκδοτικού οίκου, που περιλαμβάνει μια πλειάδα τίτλων ανάμεσα στους οποίους περίοπτη θέση κατέχουν ενδεικτικά: Η Αρμενία του Σέρκο Αγαμπατιάν, Η Δημοκρατία της Αρμενίας της Αναΐντ Μινασιάν, Η επιχείρηση Νέμεσις του Ζακ Ντεροζί, Η ζωή στον παλιό Ρωμαϊκό Δρόμο του Βαχάκν Τοτοβέντς, το Για σένα η καρδιά μου χτυπά του Κεμάλ Γιαλτσίν, με κορυφαίο όλων την Ιστορία της Αρμενικής Γενοκτονίας του Βαχάκν Νταντριάν και στον οποίο φρονώ ότι αξίζει να σταθώ.
Γιατί το ζήτημα της Αρμενικής Γενοκτονίας δεν αποτελεί απλό περιστασιακό γεγονός, αλλά γεγονός, που καθόρισε την πορεία του 20ού αιώνα, με κορυφαίο συμβάν το απόλυτο γερμανικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος (Ποιος μιλάει ακόμη σήμερα για την εξολόθρευση των Αρμενίων; δήλωνε ο Αδόλφος Χίτλερ πριν ξεκινήσει το Ολοκαύτωμα), αλλά και την δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους του τουρκικού, που χτίστηκε πάνω στα ερείπια των ιστορικών λαών της Μ. Ασίας.
Αποτελούσε, λοιπόν για μας πρώτιστη ανάγκη η έκδοση ενός βιβλίου που δεν θα αναφερόταν καταγγελτικά στα φρικαλέα γεγονότα της εξολόθρευσης και του ξεριζώματος από τα πατρογονικά εδάφη ενός ιστορικού έθνους, αλλά ενός βιβλίου που θα ήταν από κάθε άποψη ανεπίληπτο στην έρευνα, σπουδή, καταγραφή και τεκμηρίωση των όσων ιστορικών γεγονότων διαδραματίστηκαν τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Ένα όμως τέτοιο έργο, δεν θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα εργασίας του οποιουδήποτε ικανού επιστήμονα, που συγκυριακά ασχολήθηκε και με το θέμα αυτό, αλλά μόνο ενός επιστήμονα που θα έκανε στόχο ζωής την εκπλήρωσή του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν, κατά την γνώμη μας, ο Βαχάκν Νταντριάν, κορυφαίος επιστήμονας με λαμπρές σπουδές στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, της Βιέννης και της Ζυρίχης και με εξαίρετη ακαδημαϊκή καριέρα στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ, Μασαχουσέτης και Duke.
Ο άθλος του Νταντριάν συνίσταται στο γεγονός ότι αποδεικνύει τα διαδραματισθέντα στηριζόμενος σε στοιχεία που προέρχονται από τα κρατικά αρχεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Γερμανίας, και της Αυστροουγγαρίας. Από τα αρχεία δηλαδή, των δυνάμεων εκείνων που ως θύτες ή συνεργοί των θυτών είχαν κάθε λόγο να συγκαλύψουν την αλήθεια.
Τα στοιχεία που παρατίθενται είναι συντριπτικά και διαλύουν όλες τις επιφυλάξεις τόσο για τις προθέσεις των Νεοτούρκων, όσο και για την έκταση της Γενοκτονίας.
Με το βιβλίο του Νταντριάν γίνεται, λοιπόν, μια βαθιά τομή. Η Γενοκτονία καταγράφεται με βάση τα στοιχεία και ντοκουμέντα που οι ίδιοι οι δήμιοι του αρμενικού λαού παραθέτουν. Και αυτό αποτελεί συντριπτικό πλήγμα που κονιορτοποιεί την όποια τουρκική επιχειρηματολογία, αποδεικνύοντας ότι ένα ολόκληρο κράτος το τουρκικό χτίστηκε πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βασιζόμενο σε γενοκτονίες που αποδεκάτισαν τους ιστορικούς λαούς της Μ. Ασίας. Οι αρχιτέκτονες αυτού του κράτους μετά τον αφανισμό, αποδύθηκαν σε ένα σκληρό αγώνα συγκάλυψης και διαστροφής της πραγματικότητας, δημιουργώντας μια συλλογική ενοχή, που φέρνει σε δύσκολη θέση τους επιγόνους, που δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με το παρελθόν τους. Έτσι ο αγώνας αποκάλυψης-συγκάλυψης έχει περάσει από ποικίλες καμπές, χωρίς παρ’ όλες τις σημαντικές επιτυχίες (τελευταία η αναγνώριση της Γενοκτονίας από την Γερμανία και την Αυστρία) ο πόλεμος να έχει κερδηθεί.
Όπως σωστά σημειώνει ο Γιάννης Χασιώτης: «Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετές κυβερνήσεις αρνούνται να αναγνωρίσουν τη Γενοκτονία, έστω και ως απλό ιστορικό γεγονός. Δεν είναι, επίσης, ενθαρρυντικό το φαινόμενο εκπρόσωποι λαών που έχουν υποστεί κι αυτοί ανάλογη φρικαλέα μεταχείριση από αυταρχικά καθεστώτα, να συντάσσονται δημόσια -για οφθαλμοφανείς, αλλά μάλλον κοντόφθαλμές στρατηγικές σκοπιμότητες- με την επίσημη τουρκική πολιτική της αμφισβήτησης της Αρμενικής Γενοκτονίας».
Σε αυτό το σύνδρομο του ιστορικού αναθεωρητισμού που δεν αφορά μόνο τις Μικρασιατικές Γενοκτονίες, αλλά και το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα ή ακόμα τα πρόσφατα εγκλήματα που συντελούνται σε διάφορα μέρη του πλανήτη, η στάση κάθε δημοκρατικού ενεργού πολίτη οφείλει να είναι αταλάντευτη.
Η ηθική διάσταση της μνήμης, ατομικής και συλλογικής, είχε για εμάς, πάντα ένα ουσιαστικό περιεχόμενο που έπαιρνε ιδιαίτερα δραματικό χαρακτήρα στο βαθμό που και εμείς οι ίδιοι ως Έλληνες, Μικρασιάτες, Πόντιοι, Κύπριοι και Βορειοηπειρώτες, έχουμε υποστεί θανάσιμα πλήγματα που ταυτίζονται με την εξολόθρευση ολόκληρων πληθυσμών και την απώλεια ιστορικών εδαφών.
Ο αγώνας διατήρησης της ιστορικής μνήμης, νοούμενος όχι μόνο ως αγώνας ενάντια στη λήθη, αλλά και ως αγώνας για την αναζήτηση της αλήθειας στα όσα διαπράττονται και στις μέρες μας, αποκτά ξεχωριστή σημασία ιδιαίτερα στην παρούσα φάση που οι σταυροφόροι της αριστοκρατίας του χρήματος και της Νέας Τάξης έχουν εξαπολύσει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο απέναντι στα έθνη και τους λαούς που επιμένουν στον ρόλο τους ως υποκειμένων της ιστορίας. Στο επίκεντρο αυτού του ολοκληρωτικού πολέμου βρίσκεται σήμερα και ο ελληνικός λαός και γι’ αυτό έχει κάθε λόγο να μην ξεχνά.
* Ο Λουκάς Αξελός είναι συγγραφέας, διευθυντής των Εκδόσεων Στοχαστής και του περιοδικού Τετράδια.
Αρμένιοι πρόσφυγες στην περιοχή του Φιξ (Νέος Κόσμος),1922-1923, αρχειο AGBU