Το 1984, ο Ρόναλντ Ρίγκαν, σε προεκλογική συγκέντρωση στο Χάμοντον του Νιου Τζέρσεϊ θα δηλώσει «Το μέλλον της Αμερικής ζει στα όνειρα της καρδιάς μας. Ζει στο μήνυμα ελπίδας που υπάρχει στα τραγούδια ενός άντρα που τόσοι πολλοί νέοι Αμερικάνοι θαυμάζουν, του Μπρους Σπρίνγκστιν από το Νιου Τζέρσι», ενώ οι υπεύθυνοι της καμπάνιας του είχαν επιλέξει το «Born in the USA», ως μουσική υπόκρουση για τις συγκεντρώσεις και τις πολιτικές του διαφημίσεις.
Η ειρωνεία είναι πως το συγκεκριμένο τραγούδι δεν είναι παρά μια μουσική διαμαρτυρία, ένα μπλουζ, για τη χτυπημένη εργατική τάξη των ΗΠΑ και κυρίως για την άνεργη νεολαία που της βάλανε ένα τουφέκι στο χέρι και την έστειλαν σε έναν παράλογο πόλεμο απέναντι στον κίτρινο άντρα.
Δεν είναι μοναδική περίπτωση παρερμηνείας ή ακόμη και λαθροχειρίας διάσημων τραγουδιών διαμαρτυρίας, αλλά σίγουρα ήταν η πιο κραυγαλέα περίπτωση μιας και το «αφεντικό» ήταν ο απόλυτος ροκ σταρ της περιόδου και το «Born in the USA» μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες.
Σε ηλικία 30 χρονών διαβάζει το «Γεννημένος την 4η Ιουλίου» και λίγες μέρες μετά γνωρίζει κατά τύχη τον Ρον Κόβιτς και αφού συζητούν για το Βιετνάμ και του ζητάει να τον πάει στο Βένις για να συναντήσει κάποιους βετεράνους. Παρακάτω παραθέτουμε μια ιδιαίτερη εξιστόρηση για το πως οδηγήθηκε ο Σπρίνγκστιν να γράψει αυτό το αντιπολεμικό τραγούδι, η οποία αποτελεί μέρος της παράστασης «Ο Σπρίνγκστιν στο Μπρόντγουέι»:
“Είναι 1980. Είμαι 30 χρονών, είμαι σ’ ένα άλλο ταξίδι όπου διασχίζω τη χώρα μ’ ένα φίλο και σταματάμε έξω από το Φοίνιξ για βενζίνη. Μπαίνω σε ένα μικρό τοπικό φαρμακείο. Ψαχουλεύω ένα ράφι με βιβλία και βρίσκω ένα που λέγεται “Γεννημένος την 4η Ιουλίου”. Ενός βετεράνου του Βιετνάμ που λέγεται Ρον Κόβιτς. Το βιβλίο του είναι μαρτυρία για την εμπειρία που έζησε σαν στρατιώτης του πεζικού στην Νοτιοανατολική Ασία.
Μια-δυο βδομάδες μετά, έμεινα στο περίφημο Σάνσετ Μαρκί μοτέλ στο Λος Άτζελες. Για όσους δεν ξέρουν είναι ένα πολυτελές μέρος για ρεμάλια ροκ σταρ. Ο κόσμος είναι μικρός και αποδεικνύεται ακόμη μια φορά. Έβλεπα ένα νεαρό με μαλλιά στο ύψος του ώμου που ήταν σε καροτσάκι δίπλα στην πισίνα για πολλές μέρες. Μια μέρα ήρθε κοντά και μου είπε “Γεια. Είμαι ο Ρον Κόβιτς. Έγραψα ένα βιβλίο που λέγεται “Γεννημένος την 4η Ιουλίου”. Λέω “Πω πω! Μόλις το διάβασα. Με κατέστρεψε!” Πέρασε το απόγευμα λέγοντάς μου ότι πολλοί στρατιώτες γύρισαν και αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα κι ήθελε να μάθει αν θα τον πήγαινα στο κέντρο των βετεράνων στο Βένις να συναντήσει κάποιους βετεράνους από τη Νότια Καλιφόρνια. Είπα “Βεβαίως”.
Την επόμενη μέρα πήγαμε εκεί και συνήθως είμαι πολύ άνετος με τους ανθρώπους, αλλά μόλις φτάσαμε στο κέντρο, δεν ήξερα πως να αντιδράσω με αυτό που έβλεπα. Το να μιλήσω για τη ζωή μου σ’ αυτούς τους άντρες μου φαινόταν ανούσιο. Ήταν άστεγοι, είχαν προβλήματα με ναρκωτικά, μετατραυματικά σοκ, νέοι άνθρωποι στην ηλικία μου που αντιμετώπιζαν τραύματα που τους άλλαξαν τη ζωή. Σκέφτηκα τους φίλους μου πίσω στην πόλη μου.
Γουόλτερ Σισόν. Ήταν ο μεγαλύτερος ροκ εν ρολ φρόντμαν των μπαρ στο Τζέρσεϊ Σορ τη δεκαετία του ‘60. Ήταν ένα γκρουπ που λεγόταν The Motifs και ήταν ο πρώτος αληθινός ροκ σταρ που είδα ποτέ μου. Το είχε μέσα του. Κύλαγε στις φλέβες του, ήταν ο τρόπος που κινούταν. Στη σκηνή, ήταν επικίνδυνος. Ήταν σκληρός, σεξουαλικός κι επικίνδυνος και στην πόλη μάς έμαθε με τον τρόπο που ζούσε ότι μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου όπως θέλεις. Να είσαι όπως θέλεις να είσαι, να παίζεις τη μουσική που θέλεις, να είσαι αυτός που θέλεις να είσαι και να λες σε όποιον δεν του αρέσει να πάει να γαμηθεί. Ο Γουόλτερ είχε έναν αδερφό που έπαιζε κιθάρα, τον Ρέιμοντ. Ο Ρέιμοντ ήταν ψηλός, γλυκά αδέξιος τύπος, από τους ψηλούς που δε νιώθουν καλά με το ύψος τους. Πάντα χτύπαγε πάνω σε κάτι, όπου κι αν ήταν, δεν υπήρχε ποτέ αρκετός χώρος για τον Ρέιμοντ, για κάποιο λόγο. Αλλά το περίεργο ήταν ότι ήταν πάντα ντυμένος στην τρίχα, με παστέλ πουκάμισο, μυτερό κολάρο, καλό ύφασμα, νάιλον κάλτσες, καλογυαλισμένα μυτερά παπούτσια, γυαλιστερά μαύρα μαλλιά, ελαφρώς κυματιστά, τα οποία έπεφταν όταν έπαιζε κιθάρα. Ο Ρέιμοντ ήταν ο κιθαρίστας-ήρωάς μου. Ήταν πωλητής παπουτσιών το πρωί. Κι ο Γουόλτερ νομίζω δούλευε στην οικοδομή. Ήταν λίγο πιο μεγάλοι από εμάς, ποτέ δεν έκαναν επιτυχία, ποτέ δεν έκαναν μεγάλες περιοδείες, αλλά ήταν θεοί για μένα. Και οι ώρες που πέρασα μπροστά στην μπάντα τους να μελετάω ξανά και ξανά· σαν σε σχολείο. Κάθε βράδυ έβλεπα τα δάχτυλα του Ρέι να πετούν πάνω στην ταστιέρα κι ο Γουόλτερ τρόμαζε… τους μισούς στο πλήθος.
Ήταν πολύ σημαντικοί στην εξέλιξη μου ως νεαρός μουσικός. Έμαθα τόσα πολλά από τον Γουόλτερ και τον Ρέι. Και το όνειρό μου ήταν να παίζω σαν τον Ρέι και να περπατάω σαν τον Γουόλτερ. Και μετά ήταν ο Μπαρτ Χέινς. Ήταν ο ντράμερ της πρώτης μου μπάντας, The Castiles. Ήταν ο πρώτος αληθινός ντράμερ που έπαιξα μαζί. Ήταν εξωφρενικά αστείος, κλασικός κλόουν της τάξης, ήταν καλός ντράμερ, με μια παραξενιά. Δεν μπορούσε να παίξει το Wipe Out από The Surfaris. Μπορεί να μη φαίνεται σημαντικό σε εσάς, καταλαβαίνω. Αλλά τότε, οι ικανότητές σου, η ψυχή σου, η αξία σου σαν ντράμερ και σαν άνθρωπος τεστάροταν από τους ομοίους σου κάθε βράδυ από το πως έπαιζες το Wipe Out. O Μπαρτ μπορούσε να παίξει τα πάντα, αλλά το Wipe Out ήταν πέρα από τις δυνατότητες του. Ήταν τραγικό. Μια μέρα σηκώθηκε από το τα ντραμς του, μπήκε στους πεζοναύτες και… Ο Γουόλτερ και ο Μπαρτ… Κι οι δύο σκοτώθηκαν στον πόλεμο, το 1967 και το 1968. Ο Μπαρτ ήταν ο πρώτος νέος άνθρωπος από τη γενέτειρά μας που έχασε τη ζωή του στο Βιετνάμ. Οπότε δεν ήξερα τι να πω σε αυτούς που συνάντησα στο Βένις. Έκατσα σχεδόν όλο το απόγευμα και άκουγα.
Το 1982 έγραψα και ηχογράφησα τη στρατιωτική μου ιστορία. Ήταν ένα τραγούδι διαμαρτυρίας, ένα μπλουζ για φαντάρους. Οι στίχοι είναι μια σειρά γεγονότων. Το ρεφρέν ήταν η διακήρυξη της γενέτειράς σου και το δικαίωμα σ’ όλο το αίμα και τη σύγχυση, την περηφάνια και την ντροπή και τη χάρη που πάνε με τη γενέτειρά σου.
Το 1969, ο Ματ Ντογκ, ο Λιτλ Βίνι κι εγώ στρατολογηθήκαμε την ίδια ακριβώς μέρα. Και οι τρεις μας. Πήγαμε μαζί, νωρίς το πρωί μιας Δευτέρας στο γραφείο της στρατολογίας, στο ίσως πιο δυστυχισμένο λεωφορείο που έφευγε ποτέ απ’ το Άσμπερι Παρκ, γιατί ήμασταν σίγουροι ότι ετοιμαζόμασταν για την κηδεία μας. Το είχαμε ήδη ζήσει από κοντά. Φτάνοντας στο στρατολογικό γραφείο του Νιούαρκ, κάναμε τα πάντα για να μην πάμε. Και τα καταφέραμε, κι οι τρεις μας. Όταν πάω στην Ουάσινγκτον κι επισκέπτομαι τον Γουόλτερ και τον Μπαρτ, είμαι ευγνώμων που ο Μαντ Ντογκ, ο Λιτλ Βίνι κι εγώ δεν είμαστε γραμμένοι στον τοίχο. Αλλά το 1969 χιλιάδες νέοι άντρες στρατολογούνταν, απλά θυσιάζονταν, για να σώσουν την τιμή των ανωτέρων στην εξουσία που τότε ήδη ήξεραν. Ήξεραν ότι ήταν χαμένη υπόθεση. Παρόλα αυτά, χιλιάδες και χιλιάδες κι άλλα νέα παιδιά. Έτσι, αναρωτιέμαι μερικές φορές ποιος πήγε στη θέση μου. Γιατί κάποιος πήγε”.