Της Μαρίας Πετρίτση. Τετάρτη πρωί, γύρω στις έντεκα, αρχές Ιουνίου. Περπατώ στην οδό Αθηνάς, κάπου στο ύψος της Βαρβάκειου Aγοράς, στο κέντρο της Αθήνας. Κυκλοφορώ κάτω από τον καυτό ήλιο με βαμβακερό φουστάνι και σανδάλια, άλλα ρούχα δεν αντέχει το κορμί με τέτοια ζέστη. Άργησε να ‘ρθει το καλοκαίρι φέτος, απ’ ό, τι φαίνεται όμως η ζέστη του μπήκε βιαστικά, θα μας διαλύσει.
Ανηφορίζω με τρεις σακούλες στα χέρια. Μπαχάρια σε γυάλινα βαζάκια, όσπρια με το κιλό κι ένα κεφάλι λαδοτύρι στριμώχνονται στα πλαστικά, όπως-όπως. Τα χερούλια μου κόβουν τα χέρια καθώς προχωρώ αγκομαχώντας από το βάρος και τη ζέστη του μεσημεριού που κοντοζυγώνει, όμως δεν δυσανασχετώ -χαίρομαι που έχω βρει τα υλικά για το αποψινό δείπνο με τους φίλους μου στο σπίτι. Διασχίζω πεζοδρόμια μισοκλεισμένα από μηχανάκια delivery και φορτηγά που αδειάζουν την πραμάτεια τους, κάδους ξέχειλους από καλοκαιρινά σκουπίδια και μύγες, καροτσάκια του σούπερ μάρκετ που ξεχάστηκαν σε κάποια είσοδο και βιαστικούς περαστικούς που επιστρέφουν στο σπίτι τους ή χαζεύουν στις βιτρίνες τα ωραία τρόφιμα της αγοράς. Μ’ αρέσει αυτή η γειτονιά, έχει μια ενέργεια που με θρέφει.
Κάθε βδομάδα περιμένω πώς και πώς αυτή τη μικρή απόδραση στο κέντρο της πόλης. Ωραία βόλτα! Λίγο μετά τον Αραπιάν, ψηλά στην οδό Ευριπίδου, εκείνο το μαγαζάκι-κομψοτέχνημα με την ωραία επιγραφή, με τα λαχταριστά σουτζούκια και τους κόκκινους παστουρμάδες που κρέμονται από τα τσιγκέλια τους, συναντώ μια μεσόκοπη γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά. Κάθε βδομάδα η ίδια γυναίκα, στο ίδιο σημείο, με το παιδί στα χέρια. Με το ίδιο παρακλητικό βλέμμα και τη μισοσβησμένη φωνή, με την ίδια επίμονη υπομονή για λίγο μερτικό ελέους από το κομπόδεμα των περαστικών: «Παρακαλώ, δώσετε κάτι…».
Σήμερα η γυναίκα είναι ντυμένη σαν αστακός, το παιδί της το ίδιο. Φορά μαντήλι στο κεφάλι της, μάλλινη αντρική ζακέτα με πλεξούδες, φούστα που σκουπίζει το πεζοδρόμιο και μαύρο χοντρό καλσόν μέσα από τα παντοφλέ παπούτσια. Το αποκοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά της φοράει ένα ρούχο που μοιάζει με χειμωνιάτικο ζιπουνάκι και κάτι ξεκούμπωτα μποτάκια. Είναι ντυμένο ώς το λαιμό. Παρατηρώ τις χάλκινες αγκράφες των παπουτσιών που κρέμονται σαν μισοβγαλμένα δόντια και τα διαφορετικά χρώματα στις κάλτσες του. Στην εικόνα τους και μόνο αρχίζω να ιδρώνω περισσότερο. Πλησιάζω.
«Καλημέρα Ιχανζί», τη χαιρετώ και χώνω το χέρι στην τσέπη μου. Βγάζω ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα και σκύβω μπροστά της. Απλώνει το χέρι και παίρνει αυτό που της δίνω, χωρίς να το κοιτάξει. Στα τυφλά. Έπειτα ρίχνει μια κλεφτή ματιά στην παλάμη της και χώνει το κέρδος της στη τσέπη. Δείχνει ευχαριστημένη.
«Να ‘σαι καλά», μουρμουρίζει και μου χαμογελά με το γνωστό στιγμιαίο ολόλευκο χαμόγελο, εκτός από εκεί στην άκρη που χρυσίζει ένα μεταλλικό δόντι, κατακίτρινο σαν τον ήλιο, στολιστικά. «Άλλα πέντε έχω στο σπίτι, αλλά τούτο είναι βυζανιάρικο», συνεχίζει την ίδια ιστορία που μου λέει κάθε φορά που συναντιόμαστε, δίπλα στο μαγαζί με τα γκουρμέ εδέσματα και τους λαχταριστούς μεζέδες.
Το βλέμμα της κατάμαυρο, διαπεραστικό. Σχεδόν ντρέπομαι να την κοιτάζω, νιώθω αμήχανα, τόσο θηλυκή και ολόθερμη είναι η μεσόκοπη ομορφιά της. Το μαντήλι αφήνει να φανεί μια λωρίδα από μια κόμη πλούσια, καστανή και καλοχτενισμένη. Οι βλεφαρίδες της μεγάλες σαν πεταλούδες, αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν. Το μωρό στα χέρια της κοιμάται.
«Στην αγκαλιά το μεγάλωνε κι η κόρη μου, μέρα-νύχτα, κομμάτι του κορμιού της», συνεχίζει μονότονα, σαν να μη μιλάει σε κανέναν. «Δεκαεννιά χρονώ ήταν κι αυτή, το ένα παιδί γέννησε το άλλο».
Το βλέμμα της είναι στραμμένο στο παιδί. Το εγγόνι της. Του μαζεύει τρυφερά το πόδι πάνω στην ποδιά της και προσπαθεί να κουμπώσει την αγκράφα του με το ελεύθερο χέρι. Εγκαταλείπει γρήγορα, και σκουπίζει τη μύτη της με το ίδιο χέρι. Εγώ παραμένω σκυμμένη δίπλα της, στη σκιά. Στο πλάι μου οι πλαστικές σακούλες. Ετοιμάζομαι να ακούσω γι’ άλλη μια φορά όσα θέλει να μου πει. Ποτέ δεν διακόπτω την ιστορία.
«Ιχανζί τη λέγανε την κόρη μου, όπως και μένα. Το όνομά μας στα Ρομά σημαίνει “Ο Θεός είναι ελεήμων”. Μόλις είχε κατέβει για δουλειά, όπως κάθε πρωί, κι ετοιμαζόταν να θηλάσει το παιδί της. Έκανε κρύο, καταχείμωνο, Χριστούγεννα κοντά, τι να σου κάνει… Ρώγα ζεστή του έδινε κι αυτό ησύχαζε, τίποτε άλλο δεν ήθελε στον κόσμο. Έτσι κι εκείνη τη μέρα. Με το ένα χέρι θήλαζε το παιδί και με το άλλο ζήταγε το μεροκάματό της. Να δεις πώς την κοίταζε πριν φύγουν το ορφανό, στα μάτια μέσα! Λες και καταλάβαινε πως τα ψωμιά της μάνας του ήταν λίγα… Κοιμότανε το δόλιο εκείνο το πρωί, μου τα είπανε στη γειτονιά όταν τη βρήκαν οι αστυνόμοι. Κι η κόρη μου εδώ στεκότανε, να εδώ που με βλέπεις τώρα, με το μωρό στο βυζί να ρουφάει το γάλα της, αποκοιμισμένο. Να μην καταλαβαίνει τίποτα από όσα γίνονταν γύρω του στον κόσμο. Κοκάλωσε από το κρύο, είπανε, η καψερή. Ψόφος, Δεκέμβρης μήνας. Ποιος ξέρει τι σκεφτότανε καθώς ψυχορραγούσε. Κανείς δεν ξέρει, μην τα ρωτάς…».
Δεν είχα ρωτήσει, ποτέ δεν ρώταγα, ποτέ δεν ενοχλούσα τον ειρμό της.
«Είχε κόσμο, έμαθα, πηγαινοέρχονταν διάφοροι μπροστά της για ώρα πολλή, ψώνια, σακούλες, χρονιάρες μέρες – και ποιος να καταλάβει. Εμάς ο κόσμος δεν μας βλέπει. Τέσσερις ώρες πεθαμένη είπανε, με το παιδί στα χέρια. Νομίζανε πως κοιμότανε, αλλά με άλλον ύπνο. Τι βύζαινε το άμοιρο, ένας Θεός γνωρίζει. Νεκρόγαλα βύζαινε, κρύο σαν χιόνι. Kι όμως, καθόταν τόσες ώρες ακούνητο, εκεί, στην αγκαλιά της μάνας του, άλαλο πουλί το δυστυχισμένο. Είδαν και πάθανε να του ξεκολλήσουν το στόμα από το βυζί της πεθαμένης μου, δεν τ’ άφηνε να φύγει, σαν δαιμονισμένο έσκουζε. Μόνο τότε έκλαψε το ορφανό, τότε σπάραξε στο κλάμα. Όταν το ξεριζώσαν με το ζόρι από την αγκαλιά της μάνας του και έχασε το παγωμένο της βυζί, το νεκρόγαλα της μικρής μου Ιχανζί, που ήταν ωραία. Δεκαεννιά χρονώ κορίτσι, σαν μαύρο κυπαρίσσι έμοιαζε, σαν όμορφο τραγούδι…».
Εκεί σταματά η διήγηση της Ιχανζί. Όπως κάθε φορά. Η ίδια ιστορία. Έπειτα κατεβάζει το κεφάλι της και μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο πάνω από το μελαψό πρόσωπο του μωρού, σαν να το παρηγορεί ή σαν να του ζητά να την παρηγορήσει. Μετά ανασηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει από την άλλη πλευρά του δρόμου, αδιάφορη, χαμένη, ολομόναχη. Σαν να μην είμαι καν εκεί. Και ξαναρχίζει σιγανά: «Παρακαλώ, δώσετε κάτι…».
«Τρελαίνει ο πόνος τους ανθρώπους», σκέφτομαι καθώς την αποχαιρετώ, «και η απονιά το ίδιο…».
Ξωπίσω μου οι παστουρμάδες, τα χοιρομέρια, τα χοντρουλά φασόλια και οι πηχτές, τα φρέσκα κουνελάκια και οι ντόπιες μοσχαροκεφαλές, μικροί θησαυροί στα χέρια των νοικοκυραίων, μπουκιά και συχώριο -συχώριο για ποιον άραγε;- εκτίθενται προς βρώση.
Αφθονία.
Η ώρα περνά γρήγορα, όπως κάθε φορά σε αυτή τη βόλτα. Ο Ιούνιος προχωράει. Η κίνηση στο Μοναστηράκι έχει θεριέψει για τα καλά. Καλοκαίρι. Η Αθήνα ζαλισμένη. Κατευθύνομαι προς το σταθμό του μετρό, λίγο πιο πάνω. Ένας περαστικός με σπρώχνει άγαρμπα – ζητάω εγώ συγγνώμη αντί για κείνον. Από ντροπή. Και συνεχίζω.
Κουβαλάω σκυφτή τις σακούλες μου και μέσα μου λιμνάζει μια παγωμένη λύπη.
Κάθε βδομάδα περιμένω πώς και πώς αυτή τη μικρή απόδραση στο κέντρο της πόλης. Ωραία βόλτα! Λίγο μετά τον Αραπιάν, ψηλά στην οδό Ευριπίδου, εκείνο το μαγαζάκι-κομψοτέχνημα με την ωραία επιγραφή, με τα λαχταριστά σουτζούκια και τους κόκκινους παστουρμάδες που κρέμονται από τα τσιγκέλια τους, συναντώ μια μεσόκοπη γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά. Κάθε βδομάδα η ίδια γυναίκα, στο ίδιο σημείο, με το παιδί στα χέρια. Με το ίδιο παρακλητικό βλέμμα και τη μισοσβησμένη φωνή, με την ίδια επίμονη υπομονή για λίγο μερτικό ελέους από το κομπόδεμα των περαστικών: «Παρακαλώ, δώσετε κάτι…».
Σήμερα η γυναίκα είναι ντυμένη σαν αστακός, το παιδί της το ίδιο. Φορά μαντήλι στο κεφάλι της, μάλλινη αντρική ζακέτα με πλεξούδες, φούστα που σκουπίζει το πεζοδρόμιο και μαύρο χοντρό καλσόν μέσα από τα παντοφλέ παπούτσια. Το αποκοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά της φοράει ένα ρούχο που μοιάζει με χειμωνιάτικο ζιπουνάκι και κάτι ξεκούμπωτα μποτάκια. Είναι ντυμένο ώς το λαιμό. Παρατηρώ τις χάλκινες αγκράφες των παπουτσιών που κρέμονται σαν μισοβγαλμένα δόντια και τα διαφορετικά χρώματα στις κάλτσες του. Στην εικόνα τους και μόνο αρχίζω να ιδρώνω περισσότερο. Πλησιάζω.
«Καλημέρα Ιχανζί», τη χαιρετώ και χώνω το χέρι στην τσέπη μου. Βγάζω ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα και σκύβω μπροστά της. Απλώνει το χέρι και παίρνει αυτό που της δίνω, χωρίς να το κοιτάξει. Στα τυφλά. Έπειτα ρίχνει μια κλεφτή ματιά στην παλάμη της και χώνει το κέρδος της στη τσέπη. Δείχνει ευχαριστημένη.
«Να ‘σαι καλά», μουρμουρίζει και μου χαμογελά με το γνωστό στιγμιαίο ολόλευκο χαμόγελο, εκτός από εκεί στην άκρη που χρυσίζει ένα μεταλλικό δόντι, κατακίτρινο σαν τον ήλιο, στολιστικά. «Άλλα πέντε έχω στο σπίτι, αλλά τούτο είναι βυζανιάρικο», συνεχίζει την ίδια ιστορία που μου λέει κάθε φορά που συναντιόμαστε, δίπλα στο μαγαζί με τα γκουρμέ εδέσματα και τους λαχταριστούς μεζέδες.
Το βλέμμα της κατάμαυρο, διαπεραστικό. Σχεδόν ντρέπομαι να την κοιτάζω, νιώθω αμήχανα, τόσο θηλυκή και ολόθερμη είναι η μεσόκοπη ομορφιά της. Το μαντήλι αφήνει να φανεί μια λωρίδα από μια κόμη πλούσια, καστανή και καλοχτενισμένη. Οι βλεφαρίδες της μεγάλες σαν πεταλούδες, αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν. Το μωρό στα χέρια της κοιμάται.
«Στην αγκαλιά το μεγάλωνε κι η κόρη μου, μέρα-νύχτα, κομμάτι του κορμιού της», συνεχίζει μονότονα, σαν να μη μιλάει σε κανέναν. «Δεκαεννιά χρονώ ήταν κι αυτή, το ένα παιδί γέννησε το άλλο».
Το βλέμμα της είναι στραμμένο στο παιδί. Το εγγόνι της. Του μαζεύει τρυφερά το πόδι πάνω στην ποδιά της και προσπαθεί να κουμπώσει την αγκράφα του με το ελεύθερο χέρι. Εγκαταλείπει γρήγορα, και σκουπίζει τη μύτη της με το ίδιο χέρι. Εγώ παραμένω σκυμμένη δίπλα της, στη σκιά. Στο πλάι μου οι πλαστικές σακούλες. Ετοιμάζομαι να ακούσω γι’ άλλη μια φορά όσα θέλει να μου πει. Ποτέ δεν διακόπτω την ιστορία.
«Ιχανζί τη λέγανε την κόρη μου, όπως και μένα. Το όνομά μας στα Ρομά σημαίνει “Ο Θεός είναι ελεήμων”. Μόλις είχε κατέβει για δουλειά, όπως κάθε πρωί, κι ετοιμαζόταν να θηλάσει το παιδί της. Έκανε κρύο, καταχείμωνο, Χριστούγεννα κοντά, τι να σου κάνει… Ρώγα ζεστή του έδινε κι αυτό ησύχαζε, τίποτε άλλο δεν ήθελε στον κόσμο. Έτσι κι εκείνη τη μέρα. Με το ένα χέρι θήλαζε το παιδί και με το άλλο ζήταγε το μεροκάματό της. Να δεις πώς την κοίταζε πριν φύγουν το ορφανό, στα μάτια μέσα! Λες και καταλάβαινε πως τα ψωμιά της μάνας του ήταν λίγα… Κοιμότανε το δόλιο εκείνο το πρωί, μου τα είπανε στη γειτονιά όταν τη βρήκαν οι αστυνόμοι. Κι η κόρη μου εδώ στεκότανε, να εδώ που με βλέπεις τώρα, με το μωρό στο βυζί να ρουφάει το γάλα της, αποκοιμισμένο. Να μην καταλαβαίνει τίποτα από όσα γίνονταν γύρω του στον κόσμο. Κοκάλωσε από το κρύο, είπανε, η καψερή. Ψόφος, Δεκέμβρης μήνας. Ποιος ξέρει τι σκεφτότανε καθώς ψυχορραγούσε. Κανείς δεν ξέρει, μην τα ρωτάς…».
Δεν είχα ρωτήσει, ποτέ δεν ρώταγα, ποτέ δεν ενοχλούσα τον ειρμό της.
«Είχε κόσμο, έμαθα, πηγαινοέρχονταν διάφοροι μπροστά της για ώρα πολλή, ψώνια, σακούλες, χρονιάρες μέρες – και ποιος να καταλάβει. Εμάς ο κόσμος δεν μας βλέπει. Τέσσερις ώρες πεθαμένη είπανε, με το παιδί στα χέρια. Νομίζανε πως κοιμότανε, αλλά με άλλον ύπνο. Τι βύζαινε το άμοιρο, ένας Θεός γνωρίζει. Νεκρόγαλα βύζαινε, κρύο σαν χιόνι. Kι όμως, καθόταν τόσες ώρες ακούνητο, εκεί, στην αγκαλιά της μάνας του, άλαλο πουλί το δυστυχισμένο. Είδαν και πάθανε να του ξεκολλήσουν το στόμα από το βυζί της πεθαμένης μου, δεν τ’ άφηνε να φύγει, σαν δαιμονισμένο έσκουζε. Μόνο τότε έκλαψε το ορφανό, τότε σπάραξε στο κλάμα. Όταν το ξεριζώσαν με το ζόρι από την αγκαλιά της μάνας του και έχασε το παγωμένο της βυζί, το νεκρόγαλα της μικρής μου Ιχανζί, που ήταν ωραία. Δεκαεννιά χρονώ κορίτσι, σαν μαύρο κυπαρίσσι έμοιαζε, σαν όμορφο τραγούδι…».
Εκεί σταματά η διήγηση της Ιχανζί. Όπως κάθε φορά. Η ίδια ιστορία. Έπειτα κατεβάζει το κεφάλι της και μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο πάνω από το μελαψό πρόσωπο του μωρού, σαν να το παρηγορεί ή σαν να του ζητά να την παρηγορήσει. Μετά ανασηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει από την άλλη πλευρά του δρόμου, αδιάφορη, χαμένη, ολομόναχη. Σαν να μην είμαι καν εκεί. Και ξαναρχίζει σιγανά: «Παρακαλώ, δώσετε κάτι…».
«Τρελαίνει ο πόνος τους ανθρώπους», σκέφτομαι καθώς την αποχαιρετώ, «και η απονιά το ίδιο…».
Ξωπίσω μου οι παστουρμάδες, τα χοιρομέρια, τα χοντρουλά φασόλια και οι πηχτές, τα φρέσκα κουνελάκια και οι ντόπιες μοσχαροκεφαλές, μικροί θησαυροί στα χέρια των νοικοκυραίων, μπουκιά και συχώριο -συχώριο για ποιον άραγε;- εκτίθενται προς βρώση.
Αφθονία.
Η ώρα περνά γρήγορα, όπως κάθε φορά σε αυτή τη βόλτα. Ο Ιούνιος προχωράει. Η κίνηση στο Μοναστηράκι έχει θεριέψει για τα καλά. Καλοκαίρι. Η Αθήνα ζαλισμένη. Κατευθύνομαι προς το σταθμό του μετρό, λίγο πιο πάνω. Ένας περαστικός με σπρώχνει άγαρμπα – ζητάω εγώ συγγνώμη αντί για κείνον. Από ντροπή. Και συνεχίζω.
Κουβαλάω σκυφτή τις σακούλες μου και μέσα μου λιμνάζει μια παγωμένη λύπη.
* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας.
Σχόλια