Η πλατεία Αμερικής ήταν μία από τις πολύ γνωστές πλατείες της Αθήνας. Ήταν στην καρδιά της πιο πυκνοκατοικημένης περιοχής της πόλης, μεσουρανούσε στον κεντρικό άξονα της Πατησίων, ήταν περιστοιχισμένη από κλαμπάκια και κινηματογράφους, θερινούς και χειμερινούς, με ναυαρχίδα το σπουδαίο επί της πλατείας μεγαλοπρεπές κτήριο του σινέ Άττικα που κατεδαφίστηκε από τους βαρβάρους. Το γεγονός ότι το ψιλικατζίδικο που βρισκόταν στο πάνω μέρος είχε ξένο Τύπο, κάτι πολύ σπάνιο στην Αθήνα της δεκαετίας του 1960, δείχνει και την ποιότητα κάποιων ανθρώπων που κατοικούσαν στα πέριξ. Σ’ αυτή τη ζωντανή πλατεία που η κίνηση δεν σταματούσε ποτέ, προμηθεύονταν και όσοι ενδιαφέρονταν τα τσιγάρα που κυκλοφορούσαν παράνομα και αφορολόγητα, με πιο περιζήτητα τα Gitanes, Pall Mall και Lucky Strike. Τα παλικαράκια που σύχναζαν στα μπιλιάρδα και τα φλιπεράκια, έκαναν φιγούρα με τις μάρκες αυτές που τις έβλεπες στα πακέτα που αρμένιζαν τάχα μου ανέμελα στα τραπεζάκια των καφενείων και των νάιτ-κλαμπ, στο Hobby, το Village ή λίγο πιο πάνω, στη Φωκίωνος Νέγρη, το Φλίσκο ή Φλοίσκο και την Κουίντα.
Έπρεπε να μεγαλώσουμε για να τοποθετήσουμε στις ευρύτερές τους διαστάσεις και να αποκωδικοποιήσουμε όλες αυτές τις λεπτομέρειες που είχαν ιδιαίτερη σημασία στα εφηβικά μας χρόνια. Από τα περιοδικά ποικίλης ύλης και κυρίως από τις αγγλοσαξονικές και γαλλικές κινηματογραφικές ταινίες περνούσαν τα μηνύματα που υιοθετούνταν εύκολα για να ικανοποιηθεί η δίψα τού να είναι κανείς μοντέρνος και διαφορετικός σε μια εποχή που η πόλη ήταν ένα μεγάλο εργοτάξιο από το οποίο ξεπηδούσαν κάθε μέρα πολυώροφα κτήρια που στέγαζαν τα πλήθη που συνέρρεαν μαζικά από την επαρχία με τα δικά τους ήθη και έθιμα.
Εάν τα πιο προφανή μέσα διάδοσης της νέας κυρίαρχης κουλτούρας είναι τα περιοδικά, η μουσική και ο κινηματογράφος, ο ρόλος των επιμέρους στοιχείων που περνάει μέσα απ’ αυτά δεν είναι καθόλου αμελητέος. Για παράδειγμα, εκείνα τα χρόνια, το κάπνισμα ήταν κοινωνικά απαγορευμένο στους νέους γιατί συνδεόταν με την ανηθικότητα, την αυθάδεια, την εκτροπή, την παραβατικότητα και τον κακό δρόμο. Για τους νέους, όμως, τους αρσενικούς αρχικά, ήταν στοιχείο που χαρακτήριζε την πρόωρη ενηλικίωση, επιβεβαίωνε τον ανδρισμό και ενίσχυε τη σεξουαλική γοητεία τους. Το δε ξένο τσιγάρο είχε κάτι επιπλέον. Ήταν στοιχείο μοντερνισμού και, δευτερευόντως, οικονομικής διάκρισης, αφού πολλοί νέοι που άρχιζαν το κάπνισμα, λόγω της σχεδόν καθολικής οικονομικής στενότητας δεν μπορούσαν καν να αγοράσουν ένα ολόκληρο πακέτο με ελληνικά τσιγάρα, «Άσσος» ή «Σαντέ», και αγόραζαν από το περίπτερο ένα ή δύο τσιγάρα χύμα!
Ψεύτικος κόσμος
Από κανενός το μυαλό δεν περνούσε εκείνη την εποχή ότι αυτή η ανάγκη για κάπνισμα ήταν υποβολιμαία, ότι ήταν κατευθυνόμενη και οδηγούσε σε μία θανατηφόρα εξάρτηση, αποτέλεσμα ενός επιστημονικά και επικοινωνιακά επεξεργασμένου σχεδίου παγκόσμιας εμβέλειας από τις πολυεθνικές εταιρίας της καπνοβιομηχανίας.
Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι μια συνήθεια περιστασιακή μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, όπως το κάπνισμα, θα πλασαριζόταν έντεχνα ως αναπόσπαστο μέρος του εκσυγχρονισμού και του νέου τρόπου ζωής και θα μετατρεπόταν σε μια καθολική συνήθεια και, μάλιστα, άκρως εθιστική.
Μάλιστα, μια εποχή, στην Αμερική, διαδιδόταν στόμα με στόμα ότι κάποια πακέτα Lucky Strike περιείχαν ως μπόνους στους καπνιστές κι ένα τσιγάρο που είχε αναμιγμένο καπνό με μαριχουάνα! Φήμη που δεν ήταν, μάλλον, αληθής, αλλά δεν διαψεύστηκε ποτέ.
Ήμασταν πολύ αθώοι για να υποπτευθούμε ότι οι ηθοποιοί που βλέπαμε στο σινεμά και κόβαμε τις φωτογραφίες τους από τα περιοδικά, που αποτελούσαν τα διεθνή πρότυπα συμπεριφοράς, τα πρότυπα στυλ, τα πρότυπα του νέου μοντέρνου ανθρώπου, αμείβονταν αδρά από τις εταιρίες για να ποζάρουν καπνίζοντας τσιγάρα ως αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητας που εκπροσωπούσαν κι εμείς θαυμάζαμε. Μας ήταν αδιανόητο ότι ο Κλάρκ Γκέιμπλ, ο Γκάρυ Κούπερ, ο Σπένσερ Τρέισι, η Τζόαν Κρόφορντ, η Μπέτι Ντέιβις, ο Χένρι Φόντα, ο Μπομπ Χόουπ, ο Ρόμπερτ Τέιλορ, η Μπάρμπαρα Στάνγουικ, η Λορίν Μπακόλ και άλλοι αξιοσέβαστοι, γοητευτικοί και πολύ δημοφιλείς ηθοποιοί ήταν βαποράκια της καπνοβιομηχανίας και όχι αυθεντικές εκφράσεις ενός εξελιγμένου τρόπου ζωής.
Το μάρκετινγκ δεν περιορίστηκε στον ανδρικό πληθυσμό. Πέρα από το ίματζ της απελευθερωμένης γυναίκας που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι καπνίζει με αυτοπεποίθηση, πολύ γρήγορα εμφανίστηκαν οι διαφημίσεις που έλεγαν στις γυναίκες ότι όταν νιώθουν πείνα καλύτερα να καπνίσουν ένα τσιγάρο που δεν προσθέτει περιττό βάρος. Ένα από τα διαφημιστικά σλόγκαν έλεγε «Πιάστε ένα Lucky αντί για ένα γλυκό»!
Σύμφωνα με τις μελέτες που έχουν πραγματοποιήσει οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φραντσίσκο σχεδόν όλες οι μεγάλες φίρμες του σινεμά στις δεκαετίες 1930, 1940 και 1950 πληρώνονταν από τις καπνοβιομηχανίες για να διαφημίζουν τα τσιγάρα τους. Ακόμα και μουσικοί της τζαζ όπως ο Al Jolson ταύτιζαν το τσιγάρο, επ’ αμοιβή, με τη μουσική που έπαιζαν για να το κάνουν πιο ελκυστικό στους αδαείς. Χορηγός της ορχήστρας του Μπένι Γκούντμαν ήταν το Camel, τα Chesterfield είχαν τον Γκλεν Μίλερ, τα Kool Cigarettes τον Τόμι Ντόρσεϊ, τα Old Gold τον Άρτι Σο…
Η American Tobacco που έβγαζε τα Lucky Strike έδινε εκατομμύρια δολάρια στη Warner Brothers και στα άλλα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ για να διαφημίζονται τα τσιγάρα της στις κλασικές ταινίες όπως η «Καζαμπλάνκα». Επίσης, ήταν σπόνσορας σε δημοφιλείς ραδιοφωνικές εκπομπές που ακούγονταν σε όλη την Αμερική, όπως το Jack Benny Show.
Η αποκάλυψη
Στο βιβλίο Golden Holocaust, ο Robert N. Proctor παρουσιάζει μέσα από απόρρητα έγγραφα των εταιριών όχι μόνο πώς στήθηκε αυτό το παγκόσμιο πλάνο προώθησης -με φανερά και κρυφά μέσα- του τσιγάρου, αλλά και πώς εξαγοράζονταν οι πολιτικοί που έκαναν τα στραβά μάτια, πώς υπαγορεύονταν στους επιστήμονες οι ευνοϊκές προς το τσιγάρο μελέτες και πώς αποτράπηκε επί δεκαετίες η δημοσιοποίηση του μεγάλου μυστικού που γνώριζε η καπνοβιομηχανία από τη δεκαετία του 1930: ότι το τσιγάρο προκαλεί καρκίνο του πνεύμονα!
«Κατά ειρωνικό τρόπο, όσο πιο λεπτομερή και πειστικά γίνονται τα ευρήματα από τους ερευνητές, τόσο περισσότερα κερδίζουν οι παρασκευαστές των τσιγάρων δείχνοντας ότι τροποποιούν τα προϊόντα τους με φίλτρα και μειωμένες δόσεις πίσσας και νικοτίνης», γράφει ο Richard Kluger στο βιβλίο του Αshes to Ashes: America‘s Hundred–Year Cigarette War, the Public Health, and the Unabashed Triumph of Philip Morris. «Μαζί με τους εξωφρενικούς ψευτοεπιστημονικούς ισχυρισμούς για τα τσιγάρα στις δεκαετίες του 1930 και 1940, η βιομηχανία του καπνού και το Εθνικό Αντικαρκινικό Ινστιτούτο ξόδεψαν εκατομμύρια δολάρια για να κατασκευάσουν ένα «ασφαλέστερο» τσιγάρο το οποίο ποτέ δεν έφτασε στην αγορά».
Όπως αποκαλύπτει ο Peter Pringle στο βιβλίο Cornered: Big Tobacco At The Bar Of Justice, μόλις το 1994, χάρη στην αποκάλυψη χιλιάδων ντοκουμέντων που δημοσιοποιήθηκαν από απηυδισμένους υπαλλήλους της καπνοβιομηχανίας, ένας μεγάλος συνασπισμός 60 δικηγόρων που εκπροσωπούσαν θύματα του καπνίσματος και πολιτείες των ΗΠΑ που ήθελαν να επιβάλλουν περιορισμούς στο κάπνισμα, κατάφεραν με επιτυχία να αντιμετωπίσουν σε εθνικό επίπεδο το στρατό των δικηγόρων του τραστ των εταιριών γνωστού ως Big Tobacco.
Παρ’ ολ’ αυτά, οι καπνοβιομηχανίες δεν σταμάτησαν να δηλητηριάζουν την ανθρωπότητα με τα προϊόντα τους, την βλαπτικότητα των οποίων κανένας πλέον δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Όπως επισημαίνει ο Fred C. Pampel στο βιβλίο του Tobacco Industry and Smoking, οι απαγορεύσεις δεν αποτρέπουν το είκοσι τοις εκατό των ενήλικων Αμερικάνων από το να συνεχίζει σήμερα το κάπνισμα, ούτε έβαλαν φρένο στην παγκόσμια κυριαρχία των αμερικάνικων και βρετανικών brands, τα οποία οι τοπικές ελίτ ούτε θέλουν ούτε τολμούν να απαγορεύσουν την κυκλοφορία τους. Εν ολίγοις, οι καπνοβιομηχανίες κάλυψαν μεγάλο μέρος των απωλειών τους από τους περιορισμούς στο κάπνισμα στις δυτικές μητροπόλεις εντείνοντας τις πωλήσεις τους στον υπόλοιπο κόσμο, εξάγοντας δηλαδή το θάνατο στις χώρες που προβάλλουν τις μικρότερες αντιστάσεις.
Μέχρι τώρα, το τσιγάρο είναι το προϊόν για το οποίο υπάρχει η μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι προκαλεί διάφορες μορφές καρκίνου και ευθύνεται για αμέτρητα εκατομμύρια βασανιστικούς θανάτους σε όλο τον κόσμο.
Lucky Strike σημαίνει τυχερό χτύπημα
«Λάκι Στράικ, μάρκα τσιγάρων που σημαίνει «Τυχερό Χτύπημα». Πήραν το όνομά τους από την εποχή που είχε ξεσπάσει στις ΗΠΑ κανονική φρενίτιδα με την αναζήτηση χρυσού. Το όνομα του ομώνυμου μασώμενου καπνού κι έπειτα των τσιγάρων ήθελε να δημιουργήσει το συνειρμό ότι κάποιος κατά τύχη μπορεί να χτυπήσει μια φλέβα χρυσού.» Κιμ Στάνλεϊ Ρόμπινσον Lucky Strike, μετ. Γιάννης Καψόπουλος, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2020.
Ο Κιμ Στάνλεϊ Ρόμπινσον κάνει μια δική του πρωτότυπη κριτική για το τρομακτικό έγκλημα της ρίψης των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι το 1945. Στο αφήγημά του, όλα εξελίσσονται απρόβλεπτα με αφετηρία το νησί του Ειρηνικού που σταθμεύουν τα βαριά βομβαρδιστικά με τα οποία οι Αμερικάνοι κατεδαφίζουν την Ιαπωνία. Το προσωπικό της βάσης, ιπτάμενοι κυρίως, πιλότοι, φροντιστές, πολυβολητές, βομβιστές, ασυρματιστές και μηχανικοί διεκδικούν μερίδια της δόξας χωρίς ίχνος τύψεων και αναστολών, σαν να πηγαίνουν στην καθημερινή δουλειά τους, αδειάζουν τις πελώριες βόμβες πάνω στους άμαχους παραβιάζοντας απροβλημάτιστα κάθε έννοια δικαίου. Ούτε οι ατομικές βόμβες που η χρήση τους αντίκειται στους στοιχειώδεις κανόνες πολέμου και τις διεθνείς συμβάσεις, όχι μόνο γιατί χρησιμοποιούνται εναντίον αμάχων και μη στρατιωτικών στόχων, αλλά και γιατί σκοτώνουν με ραδιενέργεια η οποία εμπίπτει στην κατηγορία του χημικού πολέμου που είναι απαγορευμένος και συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, δεν προκαλούν ενοχές ή έστω δισταγμούς στους στρατιωτικούς που σκέφτονται και ενεργούν εκτελώντας τις εντολές του Τρούμαν σαν ανεγκέφαλες μηχανές θανάτου. Το βομβαρδιστικό που θα κάνει τη βρώμικη δουλειά δεν είναι το Enola Gay, αλλά το Lucky Strike που έχει πάρει το όνομά του από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει το πλήρωμά του, όλοι πλην ενός.
«Ο Φιτς και οι υπόλοιποι του πληρώματός του έβγαλαν και ανάψανε Λάκι Στράικ. Από την ώρα που βάφτισαν έτσι το αεροπλάνο, μόνο ο Ίανς είχε μείνει κολλημένος με τα Κάμελ.»
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η εταιρία που έβγαζε αυτή τη μάρκα, με ένα έξυπνο στο πνεύμα της εποχής εύρημα, άλλαξε το χρώμα του πακέτου του Lucky Strike, από πράσινο σε λευκό, προβάλλοντας το σκεπτικό ότι έτσι δεν κατανάλωνε χρώμα που μπορεί να είναι χρήσιμο στον αμερικάνικο στρατό! Το σλόγκαν με το οποίο διαφήμισε την πατριωτική πράξη και αύξησε αισθητά τις πωλήσεις του προϊόντος της ανάμεσα στους στρατευμένους, αλλά και τους πολίτες που ζούσαν στον πυρετό του πολέμου, ήταν «Το πράσινο του Lucky Strike πήγε στον πόλεμο»!
Αυτό το πολύ καλό μικρό βιβλίο, με πλοκή, πρωτοτυπία και απρόσμενη εξέλιξη, ανοίγει μια αναπάντεχη καταπακτή ελπίδας, ευσυνειδησίας, θάρρους και θυσίας κόντρα σε ένα σύστημα που διαπράττει συνειδητά κατά συρροήν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.