Το κείμενο του Ιταλού διανοητή Α. Τζοκ το οποίο παραθέτουμε αναγκαστικά σε συντομευμένη μορφή (αλλά χωρίς να θίγεται η λογική του) θέτει γόνιμα ζητήματα που αφορούν σημαντικά χαρακτηριστικά της μεταβατικής εποχής μας. Τοποθετήσεις που με τον τρόπο τους και παρά την κάποιες φορές μονομέρειά τους πάνε πιο πέρα από τον κομφορμισμό πολλών έτοιμων χιλιοπατημένων «αληθειών».

Αφετηρία που διαπερνά τη λογική του κειμένου, η (σε μεγάλο βαθμό παραγνωριζόμενη και απωθούμενη) αλήθεια ότι το σημερινό παγκόσμιο σύστημα πολυεπίπεδων ανταγωνισμών και συγκρούσεων κινείται συνολικά και ενιαία, ορμώμενο από τις ανάγκες και τη λογική της κοινωνικής σχέσης κεφάλαιο. Εξ αυτού προκύπτει και η ανάγκη που αναδείχνει ο Τζοκ –ανάγκη που είναι άλλωστε σημαίνουσα προϋπόθεση κάθε συμβολής για την οικοδόμηση μιας λογικής κοινωνικής χειραφέτησης– της συστηματικής μελέτης των πιθανών αποκρίσεων των ελίτ απέναντι στα μεγάλα αδιέξοδα μιας πανταχού παρούσας παγκόσμιας συστημικής κρίσης και της εκτίμησης των συνεπειών αυτών των αποκρίσεων για τις μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες. Με εγρήγορση ο Τζοκ επισημαίνει τον ειδικό ρόλο που παίζουν ως προς τις ροπές των ελίτ, οι στρατηγικές εξουσίας που κάνουν χρήση της «πολεμικής οικονομίας» (μοτίβο «πόλεμος»), της «επιτήρησης» (μοτίβο επιδημιών / θεραπειών όπως το αναφέρει ο ίδιος αλλά και περιβαλλοντικής κρίσης θα προσθέσουμε) αλλά και μιας άκρατης λατρείας της τεχνολογίας. Η επισήμανσή του ότι όλα τα παραπάνω τροφοδοτούν απολυταρχικές-τεχνοδεσποτικές «λύσεις» είναι επίσης βαρύνουσα.

Με λίγα λόγια το κείμενο θίγει καίρια ζητήματα που το καθένα τους αξίζει μια εκτεταμένη συζήτηση και σκέψη.

Η εποχή των δυστοπιών

 του Αντρέα Τζοκ*

1) Σε τροχιά πολλαπλών συγκρούσεων

Η τρέχουσα περίοδος παρουσιάζει μια επανέκδοση αυτού του πλέγματος αντινομιών που χαρακτηρίζει το καπιταλιστικό σύστημα από τις απαρχές του. Το δομικό πρόβλημα που συνδέεται με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, προκαλείται από τον μονόφορα εκθετικό αυξητικό του χαρακτήρα, με άλλα λόγια από την ενδογενή του τάση να ωθεί σε διαδικασίες «θετικής ανατροφοδότησης», «ανατοκισμού», και μιας μεγέθυνσης άνευ ορίων […] δημιουργώντας έτσι συστηματικά συνθήκες ανισορροπίας.

Το σύστημα έτσι ωθεί διαρκώς προς τη μεγέθυνση της παραγωγής, τη συσσώρευση του κεφαλαίου, την ένταση της εκμετάλλευσης του εργαζόμενου πληθυσμού και της Φύσης.

Αυτό είναι που η παλιά μαρξιστική γλώσσα αποκαλεί «αντιθέσεις του καπιταλισμού». Κάθε μια απ’ αυτές τις τάσεις συστηματικά αντιμάχεται τις καταστάσεις συστημικής ισορροπίας, σε κοινωνικό, και περιβαλλοντικό επίπεδο: το χάσμα ανάμεσα στην κορυφή και τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας διευρύνεται, αυξάνεται η κατανάλωση αλλά μαζί της και η σπατάλη πόρων, η ρευστοποίηση των συλλογικοτήτων (οικογένεια, κοινότητες, κράτη κ.λπ.) και των ατομικών ταυτοτήτων.

Ενώ ο κόσμος και η ζωή μπορούν να γίνουν αντιληπτά στη βάση ενός μοντέλου «αρνητικής ανατροφοδότησης» που χαρακτηρίζει τα οργανικά συστήματα και επιτρέπει τη διόρθωση των ανισορροπιών, ο καπιταλισμός λειτουργεί σαν μια άνευ ορίων, ανεξέλεγκτη πολλαπλασιαστικότητα, στην κυριολεξία σαν οντολογικός καρκίνος.

Ιστορικά, και με δεδομένο ότι ο πρώτος που κατανόησε τη φύση του προβλήματος υπήρξε ο Μαρξ, αυτή η επίγνωση σχετίστηκε με την αναζήτηση «αντικαπιταλιστικών», σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών ή ανάλογων λύσεων. […]

Αυτή η οπτική παραβλέπει εν τούτοις ένα σημαντικό πραγματικό γεγονός: ότι από μακρού είναι οι κάτοχοι της ισχύος μέσα στο σύστημα, εκείνοι που έχουν πάρει τις μαρξιστικές και μεταμαρξιστικές αναλύσεις εξαιρετικά σοβαρά, βαθύτατα ανήσυχοι για όσα μπορούν να υπονομεύσουν τη θέση τους: σήμερα είναι οι καπιταλιστές, αυτοί που «βρίσκονται στο τιμόνι» (Σ.τ.Μ.: στο πρωτότυπο «αυτοί που κρατάνε τον έλεγχο του ατμού» δηλαδή κανονίζουν τους ρυθμούς της παραγωγής μέσα στο εργοστάσιο της εποχής του ατμού) που κυρίως ασχολούνται με τα προβλήματα του καπιταλισμού.

Ο καπιταλισμός λειτουργεί σαν μια άνευ ορίων, ανεξέλεγκτη πολλαπλασιαστικότητα, στην κυριολεξία σαν οντολογικός καρκίνος

2) Αυτοί που βρίσκονται στο τιμόνι του παγκόσμιου συστήματος

Όταν γίνεται λόγος γενικά για «καπιταλιστές», για «ολιγαρχίες», για «ελίτ» κ.λπ., αναπόφευκτα γεννιέται η υποψία ότι πρόκειται για υπερβολικά αόριστες αναφορές.

Σε ποιούς αναφερόμαστε; Θα ήθελε κανείς να είναι σε θέση να δείξει το υποκείμενο της εξουσίας με όνομα και επίθετο όπως μπορούσε να γίνει στον προνεωτερικό κόσμο, τον κόσμο του βασιλιά, του Πάπα, του φεουδάρχη κ.λπ. […]

Σήμερα όμως το σύστημα έχει σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα να αλλάζει τα μέλη του σε κάθε επίπεδο ακόμα και στις κορυφές. Ένα συναφές με τα προηγούμενα, λάθος που πρέπει να αποφύγουμε και που πυροδοτείται από την ίδια την ιδεολογία της εξουσίας, είναι το να υποθέτουμε ότι η ύπαρξη μιας πληθυντικότητας «αυτών που βρίσκονται στο τιμόνι» έναντι της πάλαι ποτέ ύπαρξης ενός μοναδικού «αυτοκράτορα» εγγυάται τη διαφοροποίηση των συμφερόντων και των επιδιώξεων και ότι μ’ αυτό τον τρόπο εισάγεται κάποια «δημοκρατία» στο σύστημα. […]

Πρέπει επιπλέον να σημειωθεί σχετικά ότι οι χρηματοοικονομικές ολιγαρχίες δεν είναι «καπιταλιστικές» για χάρη κάποιου ιδανικού που αντιπροσωπεύει ο καπιταλισμός: δεν πρόκειται για μια εναλλακτική θρησκεία αλλά απλώς για τη μορφή υπό την οποία εξασφαλίζεται η κατοχή και άσκηση της εξουσίας. Και βέβαια, εάν η απόρριψη κάποιας ιδεολογικής άποψης συμβάλλει στη διατήρηση και στην κατοχύρωση αυτής της εξουσίας, τίποτα δεν είναι ικανό να την εμποδίσει.

Αλλά εν τέλει ποιοί είναι «αυτοί που βρίσκονται στο τιμόνι»; Η σύγχρονη συγκέντρωση της ισχύος είναι άνευ προηγουμένου στην παγκόσμια Ιστορία: λίγες εκατοντάδες ατόμων κρατούν τα ηνία των μεγαλύτερων (αγγλοαμερικανικών κατά βάση) χρηματοοικονομικών ομίλων και εκείνου που ο Αϊζενχάουερ αποκάλεσε «στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα». […]

Όποιος ελπίζει να βρει τη λίστα των δυναστών και των κληρονόμων τους προκειμένου να οργανώσει μια μορφή εφόδου στα «Χειμερινά Ανάκτορα» και εν τη απουσία μιας τέτοιας λίστας προτιμά να παρακάμπτει το πρόβλημα θεωρώντας ότι οι απόκρυφες, πυκνές και πολυδαίδαλες δικτυώσεις των κύκλων της εξουσίας είναι εικοτολογίες και θεωρίες συνωμοσιολογίας, δυστυχώς καταλήγει παρά τις προθέσεις του να γίνεται συνεργός αυτής της εξουσίας.

Τα μέλη των ανώτατων ελίτ που αποζητούν δημόσια προβολή είναι σχετικά σπάνια και όσοι το κάνουν κατά κανόνα τελούν υπό την επήρεια των ιδεολογικών τους κλίσεων πεπεισμένοι ότι φέρουν σε πέρας κάποια παραλλαγή «πατερναλιστικά λυτρωτικής» αποστολής (οι συνήθεις περιφερόμενοι Σβαμπ, Σόρος, Γκέιτς κ.λπ.). Οι ευφυέστεροι εξ αυτών γνωρίζουν καλά ότι η ισχύς τους δεν περνάει μέσα από την ευρύτερη δημόσια συναίνεση και έτσι η αποκάλυψή τους σε δημόσια θέα δεν τους δίνει δύναμη αλλά τους εκθέτει και τους αποδυναμώνει. […]

3) Οι προσανατολισμοί των κορυφαίων ελίτ

Είναι εύλογο να ξεκινήσουμε από την υπόθεση ότι οι ρωγμές που δημιουργούν οι αντινομίες εντός του συστήματος του κεφαλαίου είναι απολύτως γνωστές σε «αυτούς που βρίσκονται στο τιμόνι». Είναι οι φιλελεύθεροι «υπάλληλοι» που βρίσκονται στην υπηρεσία τους, εκείνοι που έχουν αναλάβει την προώθηση των γνωστών και πολυφορεμένων νεφελωδών εννοιών του τύπου της «τέλειας αγοράς», των «καταστάσεων μακροπρόθεσμης γενικής ισορροπίας» κ.λπ. […] Αυτοί αποτελούν την πρώτη γραμμή της άμυνας που κατατρίβεται να κρατά απασχολημένους τους αντιπάλους μακριά από το κύριο μέτωπο. […]

Έτσι τα πρωταρχικά μέτωπα που συγκεντρώνουν την προσοχή των ελίτ είναι ακόλουθα: 1) Οι κοινωνικές ρηγματώσεις (και οι συνακόλουθοι κίνδυνοι αναταραχών) 2) Οι οικολογικές ρηγματώσεις (και οι κίνδυνοι αποσταθεροποίησης των περιβαλλοντικών ισορροπιών) 3) Οι χρηματοοικονομικές ρωγμές (μια ενδεχόμενη τελειωτική κατάρρευση των προσδοκιών ανάπτυξης και έτσι των προϋποθέσεων αναπαραγωγής του συστήματος). […]

Το λάθος των επιγόνων της πρώτης γραμμής της κριτικής κοινωνικής ανάλυσης, (της μαρξιστικής ανάλυσης) είναι ότι νομίζουν ότι αυτή καθ’ εαυτήν η αναγνώριση αυτών των τάσεων συνεπάγεται και την προσήλωση σε μια προοπτική «υπέρβασης του καπιταλισμού» […]

Το θέμα είναι ως προς αυτό, να κατανοήσουμε καλά ποιές είναι οι προοπτικές που διανοίγονται από την οπτική γωνία αυτής της εξουσίας, καθόσον αυτό μπορεί να μας δείξει το φάσμα των υποκρυπτόμενων κινδύνων της εποχής μας (εκείνων που συχνά καταλήγουν συγχέοντας τα πράγματα, να περιγράφονται και να αξιολογούνται ως «συνωμοσιολογικές θεωρίες».

Το πρόβλημα που παρουσιάζεται από το οικονομικά «άχρηστο και επιβλαβές» πλεόνασμα του πληθυσμού δημιουργεί έναν άλλο πειρασμό που δεν θα έπρεπε να υποτιμηθεί μόνο και μόνο επειδή ηχεί σκανδαλώδης. Εκείνον της πιθανής χρήσης μέσων για την επιβολή δημογραφικού ελέγχου 

3.1) Κερδίζοντας χρόνο με το άνοιγμα νέων αγορών με βάση την τεχνολογική καινοτομία

Αυτή η πρώτη προοπτική είναι η λιγότερο ριζοσπαστική και η πιο αδύναμη αλλά είναι και εκείνη που μπορεί να δηλωθεί ανοιχτά χωρίς ενδοιασμούς. Πρόκειται για τη μετάδοση της ιδέας ότι για κάθε πρόβλημα υπάρχει μια δυνητική απάντηση που μπορούν να την παρέχουν τεχνολογικές λύσεις που θα μπουν στην αγορά. […] Με αυτήν την επιλεκτική αντιμετώπιση, επιδιώκεται η καλλιέργεια της εντύπωσης ότι το όλο ζήτημα περιορίζεται κάθε φορά στην επίλυση ενός επιμέρους σημαντικού προβλήματος αναζητώντας προς τούτο τις δέουσες «ουδέτερες» τεχνικές λύσεις. Ένας τέτοιος περιπτωσιολογικός κατακερματισμός δίνει την ευχέρεια να κερδίζεται κάποιος χρόνος σε μια περιοχή, να αποσπάται η προσοχή του κοινού από τη γενική εικόνα, να δημιουργούνται ελπίδες και να ανακατευθύνονται οι δημόσιες πολιτικές με επικερδείς τρόπους. […]

3.2) Ο πόλεμος ως «παγκόσμια εξυγίανση»

Μια δεύτερη προοπτική είναι η προσφυγή στην σαφώς ριζοσπαστικότερη γραμμή της «κλασικής» λύσης που επιτρέπει την εντατικοποίηση του ελέγχου των κοινωνικών εντάσεων σε διάφορα επίπεδα: Εκεί όπου είναι δυνατή η πρόκληση πολέμου, αυτός αντιπροσωπεύει τουλάχιστον όσον αφορά τις εμπλεκόμενες χώρες μια διέξοδο που δίνει αβάντες καθόσον συγχρόνως εντατικοποιεί τον έλεγχο επί των πληθυσμών, εμποδίζει την κοινωνική διαμαρτυρία, δημιουργεί ένα πεδίο ιλιγγιώδους αύξησης της κατανάλωσης (και συνεπώς τεράστιας αύξησης των κεφαλαιακών προσόδων) παρακάμπτοντας την ανάγκη απόδοσης αγοραστικής δύναμης στον πληθυσμό, επιβραδύνει τις κοινωνικές λειτουργίες μειώνοντας το «οικολογικό αποτύπωμα» και εφόσον υπάρχει η ευχέρεια μειώνει τον πληθυσμό. […]

3.3) Έλεγχος και πειθάρχηση της κοινωνίας

Μια τρίτη προοπτική που έχει γίνει φανερή εδώ και κάποιον καιρό εστιάζει κυρίως στον μετασχηματισμό του φιλελεύθερου ιδεολογικού μοντέλου σε μια αυταρχική κατεύθυνση. Άλλωστε οι σύγχρονες δυτικές (και όχι μόνο) κοινωνίες είναι πιόο ρυθμιζόμενες, πυκνότερα νομοθετημένες και πιο επιτηρούμενες παρά ποτέ πριν στην Ιστορία.[…]

Με αφετηρία το ενδογενές κίνητρο που έχει κάθε εξουσία να αυξάνει τις δυνατότητες ελέγχου, αξίζει να σημειωθεί ότι στον φιλελεύθερο κόσμο αυτό συμβαίνει κατά παράδοξο τρόπο στη βάση του ισχυρισμού ότι γίνεται για την «προαγωγή της ελευθερίας».

Προκειμένου να μετατραπεί η ιδεολογία της ελευθερίας σε μια ιδεολογία του ελέγχου ο νεοφιλελευθερισμός συστηματικά μοχλεύει την ιδέα της «θυματοποίησης» και της «ευαλωτότητας» διαφορετικών κατά περίπτωση ομάδων […] έτσι ώστε να ανοίγει ο δρόμος για καταπιεστικά μέτρα και ενέργειες στο όνομα των «θυμάτων» […] Τέτοιες παρεμβάσεις γίνονται τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας […]

Πέραν των προηγουμένων είναι αναγκαίο να συνειδητοποιηθεί ότι οι διατιθέμενες σήμερα τεχνολογίες παρακολούθησης είναι εξαιρετικά εξελιγμένες και ότι σε περίπτωση που θα κατέπεφταν κάποιοι φραγμοί νομικής προστασίας, οι δυνατότητες της αστυνόμευσης (και των κυρώσεων) είναι σχεδόν απεριόριστες.

3.4) Μείωση του πληθυσμού

[…] Το πρόβλημα που παρουσιάζεται από το οικονομικά (Σ.τ.Μ.: δηλαδή με καπιταλιστικούς όρους) «άχρηστο και επιβλαβές» πλεόνασμα του πληθυσμού δημιουργεί έναν άλλο πειρασμό που δεν θα έπρεπε να υποτιμηθεί μόνο και μόνο επειδή ηχεί σκανδαλώδης. Εκείνον της πιθανής χρήσης μέσων για την επιβολή δημογραφικού ελέγχου. […]

Σε σχέση με αυτό το ζήτημα δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε πέραν του επιπέδου κάποιων εικασιών και των σχετικών λογικών συνεπαγωγών αλλά πάντως θα ήταν λάθος να υποτιμηθεί ο πειρασμός μιας μυστικής αναζήτησης και χρήσης τεχνολογικών μέσων με σκοπό τον περιορισμό της γονιμότητας ή την αύξηση της θνητότητας (κατά προτίμηση αυτών που έχουν εξαντλήσει τον εργασιακό τους βίο).

3.5) Νεοφεουδαρχία ή μήπως ένας Ναζισμός 2.0;

Όλες οι προηγούμενες «λύσεις» παραμένουν μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο με τους εσωτερικούς του μηχανισμούς και τις αντιφάσεις του. […]

Στο πλαίσιο του σημερινού χρηματιστικού καπιταλισμού, οι όποιες αποκρυσταλλωτικές τάσεις της εξουσίας τελούν υπό διαρκή αίρεση γιατί μια ορισμένη κεφαλαιοποίηση εξαρτάται πάνω απ’ όλα από τις καταναλωτικές προσδοκίες. Εκείνος που κατέχει μεγάλα περιουσιακά στοιχεία υψηλής ρευστοποίησης διαθέτει μια δυνητική αγοραστική δύναμη που εξαρτάται εν τούτοις απόλυτα από τις προσδοκίες για διαθεσιμότητα αγαθών (προς αγορά) και από την κοινωνική εμπιστοσύνη στα μέσα πληρωμής και πίστωσης. […]

Στον καπιταλιστικό κόσμο η δύναμη του «ρευστού» είναι πιο ισχυρή (χάριν στην συγκριτικά πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα και μετατρεψιμότητά του) από την κατοχή οποιασδήποτε μορφής «σταθερού» πλούτου (της «πραγματικής», υλικής περιουσίας). Όμως τα «πραγματικά» περιουσιακά στοιχεία προσδίδουν μακροπρόθεσμη σταθερότητα που το «ρευστό» χρηματικοποιημένο κεφάλαιο δεν επιτρέπει. Έτσι η επιλογή, από πλευράς των κορυφών των ελίτ, μιας εξόδου από το καπιταλιστικό μοντέλο και από τις αντιφάσεις του (ίσως μόνο μετά από κάποιαν «Αποκάλυψη»), θα μπορούσε να είναι νοητή, μόνο υπό τους όρους μιας μετάβασης σε ένα είδος «νεοφεουδαρχίας». Στην οποία από την δύναμη του «ρευστού» θα γινόταν μια μετάπτωση στις υλικές περιουσιακές αξίες (γη, κτίρια, στρατιωτικούς εξοπλισμούς, τεχνολογίες κ.λπ.).

Ένα πρόβλημα ανακύπτει εδώ που τροποποιεί την εικόνα. Ο ιστορικός φεουδαρχισμός λειτουργούσε στη βάση ενός συστήματος νομιμοποίησης που βασιζόταν στην παράδοση και στη θρησκεία. Ο σημερινός κόσμος έχει σαρώσει αυτούς τους νομιμοποιητικούς παράγοντες. […]

Εάν λοιπόν το ίδιο το πλέγμα της νομιμοποίησης λείπει πως μπορεί να ασκηθεί η εξουσία και να προβληθεί σε μια μοριακή βάση από πάνω προς τα κάτω; […]

Τεχνικά η απάντηση είναι απλή: θα έπρεπε να αντικατασταθεί η δύναμη του «μέσου» που αποτελεί το χρήμα από κάποιο άλλο εξωτερικό μέσο κατάλληλο γι’ αυτό τον σκοπό. Η πιο εύλογη προοπτική θα ήταν μέσω της διαχείρισης μέσων ικανών να ενσταλάξουν τον φόβο. Έναν φόβο που οι λίγοι θα ενσταλάζουν αδιαμεσολάβητα στους πολλούς. […]

Η ουσία αυτού του είδους μηχανισμού εξουσίας είναι απλή: Αφορά τους δρόμους μέσα από τους οποίους μια ομάδα δομικά καθίσταται εξαρτώμενη για την ίδια της την ύπαρξη, από την πρόσβαση σε μια τεχνολογία που δεν μπορεί να αναπαράγεται αυτόνομα αλλά η διαχείρισή της γίνεται κεντρικά. […] Θα επρόκειτο για έναν κόσμο όπου η ανώτερη κάστα θα ασκούσε την εξουσία της μέσω του φόβου, αφού θα είχε αντικαταστήσει την απώτατη πηγή εξουσίας, αυτό που για την φεουδαρχία ήταν ο Θεός, με την Τεχνολογία.

Στην πραγματικότητα αυτή η εικόνα δεν μας θυμίζει τον φεουδαρχισμό αλλά μια πιο κοντινή μας εμπειρία, αυτήν που αποκλήθηκε Ναζισμός. […]

* Ο Αντρέα Τζοκ είναι Ιταλός φιλόσοφος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!