Ολοκληρώθηκαν, στα μέσα της τρέχουσας εβδομάδας, τα stress test (τεστ αντοχής) των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA), στην ουσία την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Ακολούθησε η ενημέρωση των διοικήσεων των τραπεζών και τις επόμενες μέρες θα γίνει διαβούλευση επί των αποτελεσμάτων, με την υποβολή παρατηρήσεων εκ μέρους των τραπεζών για τα αποτελέσματα. Τα τελικά, επίσημα, αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στις 4 ή 5 Μαΐου 2018. Μέχρι τότε κάθε τράπεζα πρέπει να ετοιμαστεί επικοινωνιακά για την παρουσίαση της δικής της κατάστασης και τον μετέπειτα τρόπο χειρισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων εκ μέρους της ΕΒΑ-ΕΚΤ.
Τα αντίστοιχα stress test των λοιπών ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών θα γίνουν τον Οκτώβρη. Η πρόωρη χρονικά αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών γίνεται λόγω της τελικής διαδικασίας αξιολόγησης του 3ου μνημονίου για τη χώρα μας, η οποία πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί, το αργότερο, μέχρι το μέσο του καλοκαιριού.
Επιτυχής δοκιμασία με αστερίσκους
Οι διάφορες αναλύσεις και τα στοιχεία που διαρρέουν από τα stress test δείχνουν ότι, κατ’ αρχάς, οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες περνούν από τη δοκιμασία σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν τεθεί από την EBA-ΕΚΤ. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι όλα είναι καλά στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και δεν χρειάζονται νέες αυξήσεις κεφαλαίου, όπως θα δούμε παρακάτω.
Είναι γνωστό το ελληνικό πρόβλημα που αφορά την ακρίβεια (επιεικής έκφραση) των στοιχείων, πρόβλημα από το οποίο δεν ξεφεύγουν ούτε οι τράπεζες παρά τη μηχανογραφική τους οργάνωση. Στην παρούσα αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών η EBA-ΕΚΤ έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στα στοιχεία τα οποία ζήτησε και συγκέντρωσε, ανεξάρτητα αν τα επεξεργάστηκε όλα και με το βαθμό πολυπλοκότητας που τα ζήτησε. Εγκατέστησε εκπροσώπους-τοποτηρητές στις τέσσερις τράπεζες και απαίτησε τη μεγαλύτερη δυνατή ανάλυση και συνθέσεις των στοιχείων ώστε να έχει απόλυτη, πλήρη εικόνα για την πραγματική κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Σε πολλές περιπτώσεις οι απαιτήσεις για στοιχεία θεωρήθηκαν υπερβολικές και δημιουργούσαν την εντύπωση για πολύ βαθιά ανάλυση που εγκυμονούσε κινδύνους σε σχέση με τα τελικά αποτελέσματα. Όμως, αφού ο σκοπός της συγκέντρωσης των στοιχείων επετεύχθη, τα τελικά σενάρια ήταν σχετικά «ήπια», σε σημείο να θεωρείται από αναλυτές, όχι άδικα, ότι έχουν υπεισέλθει και «πολιτικά κίνητρα». Η χώρα βρίσκεται στη διαδικασία ολοκλήρωσης του 3ου μνημονίου και συνεπώς για να είναι αυτή επιτυχής, έστω και με κάποιες υποσημειώσεις-αστερίσκους, μία από τις προϋποθέσεις είναι να περάσουν οι τράπεζες τα stress test χωρίς να απαιτηθεί νέα υποχρεωτική κεφαλαιακή ενίσχυση με τη μορφή της ανακεφαλαιοποίησης, κάτι που ενδεχόμενα θα δημιουργούσε νέα αιτήματα για κεφάλαια, από τους δανειστές, με τη μία ή την άλλη μορφή.
Με βάση όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας προκύπτει ότι στο βασικό σενάριο ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας για τις τέσσερις τράπεζες φτάνει λίγο κάτω από το 15% και στο δυσμενές σενάριο γύρω στο 7,3% (ακραίες τιμές 5,9% – 8,7%). Σημειώνεται ότι στην προηγούμενη δοκιμασία (2015) είχε τεθεί ως ελάχιστος δείκτης το 5,5%. Στην παρούσα δεν έχει τεθεί κατώτατο όριο και συνεπώς δεν υπάρχει επιτυχής ή ανεπιτυχής ολοκλήρωση του τεστ. Επειδή δεν υπάρχει κριτήριο – δείκτης επιτυχίας στα τεστ, οι όποιες ανάγκες κεφαλαιακής ενίσχυσης θα καθοριστούν στη συνέχεια από το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, ανάλογα με τις ιδιομορφίες κάθε τράπεζας, τα προβλήματα που έχει και την οικονομία στην οποία δραστηριοποιείται. Έτσι, όσες τράπεζες υποδειχθούν ότι έχουν υστέρηση σε κεφάλαια θα πρέπει να καταρτίσουν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σχέδιο κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης και θα κληθούν να καλύψουν, τους επόμενους μήνες, τις νέες ανάγκες με ιδιωτικά κεφάλαια.
Όσες τράπεζες υποδειχθούν ότι έχουν υστέρηση σε κεφάλαια θα πρέπει να καταρτίσουν σύντομα σχέδιο κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης και θα κληθούν να καλύψουν τις νέες ανάγκες με ιδιωτικά κεφάλαια. Την ίδια στιγμή όμως οι τράπεζες συνεχίζουν να αναζητούν, χωρίς επιτυχία, λύσεις στο θέμα των κόκκινων δανείων
Αυξήσεις κεφαλαίων εν μέσω κόκκινων δανείων
Με τα παραπάνω δεδομένα και ανεξάρτητα από εκφράσεις περί «επιτυχίας», οι ελληνικές τράπεζες θα κληθούν να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίου με μέγιστο ορίζοντα την άνοιξη του 2019. Τα μεγέθη είναι διαφορετικά για κάθε τράπεζα όπως και το σενάριο της υποχρεωτικής ή μη αύξησης. Από τα δημοσιεύματα προκύπτει ότι η Πειραιώς θα πρέπει να προχωρήσει σε αύξηση της τάξης 1-1,8 δισ. ευρώ και οι άλλες τρεις τράπεζες από 0,5-1 δισ. ευρώ. Στο βαθμό που η μία από τις τρεις προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου θεωρείται βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν και οι άλλες. Από την πληροφόρηση που υπάρχει, μέχρι σήμερα, προκύπτει ότι στις τράπεζες που υπάρχει ισχυρός μέτοχος ιδιώτης (Eurobank, Alpha, Πειραιώς) οι αρχικές προθέσεις του δεν είναι υπέρ της αύξησης κεφαλαίου. Όμως όλα αυτά θα λυθούν στην πορεία, με την οριστική ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και την επικοινωνιακή τακτική που θα επιλέξουν οι τράπεζες, στην οποία θα έχουν τουλάχιστον εκφράσει τη σύμφωνη γνώμη τους οι ιδιώτες μέτοχοι.
Ένα από τα ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της αύξησης κεφαλαίου φαίνεται να είναι ότι η ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια θα συμβάλλει στη μελλοντική μεγέθυνση της τράπεζας. Όμως αυτά τα σενάρια απέχουν πολύ από την πραγματικότητα καθώς οι τράπεζες συνεχίζουν να αναζητούν, χωρίς επιτυχία, λύσεις στο θέμα των κόκκινων δανείων. Η μεγέθυνση της οικονομίας, αν και είναι θετική, δεν επαρκεί για να απορροφήσει τις συνέπειες από τα προβληματικά δάνεια. Το πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες παραμένει οξύτατο. Τα 95 δισ. ευρώ προβληματικά δάνεια σήμερα (έχουν ήδη πουληθεί ή μειωθεί με διάφορους τρόπους κατά 10 δισ. περίπου) δεν καλύπτονται πραγματικά από το απόθεμα κεφαλαίων. Παράλληλα, τα επόμενα 2-3 χρόνια θα εμφανιστούν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, άλλα 20 δισ. ευρώ προβληματικά από τα σημερινά υγιή, ή τα μετά από ρύθμιση υγιή, δάνεια.
Συνεπώς, παρά την εμφανιζόμενη επιτυχία και τις «σαμπάνιες που ανοίγουν» τις τελευταίες μέρες στο χρηματιστήριο, ο δρόμος για την εξυγίανση των τραπεζών είναι ακόμα πολύ μακρύς και σε κάποια σημεία απρόβλεπτος. Η τωρινή επιτυχία, ανεξάρτητα πως παρουσιάζεται επικοινωνιακά, δεν μπορεί να κρύψει την ανεπάρκεια των κεφαλαίων σε σχέση με τα προβληματικά δάνεια και την τελική, 4η σε 8 χρόνια, αύξηση μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών που θα είναι από 3-6 δισ. ευρώ συνολικά.
Υ.Γ.: Λόγω χώρου σε επόμενο άρθρο θα αναφερθούμε στα ειδικότερα προβλήματα των τραπεζών στην παρούσα φάση.