Μια ιστορική οπισθοδρόμηση πασπαλισμένη με τη χρυσόσκονη των όρων και της ιδεολογικής σύγχυσης.
Διαβάσαμε την περασμένη Κυριακή στα σχοινοτενή δημοσιεύματα του Αυγούστου (που ως γνωστόν, δεν έχει ειδήσεις): «Ανατροπές παντού», «το νέο μεγάλο αφήγημα του Γιώργου», «αλλάζουν όλα σε κράτος, διοίκηση, οικονομία». Ένας εκ των τροϊκανών, ο Πόλ Τόμσεν, σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις που έδωσε στα διψασμένα για «αποκλειστικότητες» ΜΜΕ, μίλησε για «πραγματική επανάσταση» που συντελείται στην Ελλάδα. Ο Γ. Παπανδρέου, επίσης, έχει κάνει προ πολλού λόγο για «επανάσταση του αυτονόητου» στη χώρα, κλισέ που έχει χρησιμοποιήσει πανομοιότυπο και ο Αντώνης Σαμαράς.
Τι ακριβώς μας συμβαίνει; Ένα μεταρρυθμιστικό τσουνάμι; Μια επανάσταση; Εκ πρώτης όψεως οι βαρύγδουποι όροι προκαλούν θυμηδία όταν συγκρίνονται με τα καταστρεπτικά αποτελέσματα του Μνημονίου στην κοινωνία και την οικονομία. Ωστόσο, η χρήση και κατάχρηση των λέξεων δεν είναι ιδεολογικά ανώδυνη. Το παράδοξο είναι δε, πως ο τρόπος που τοποθετούν κυβέρνηση, τρόικα και ΜΜΕ τις «μεταρρυθμίσεις» δίπλα στην «επανάσταση» καταργεί και το σχετικό ιστορικό δίλημμα της αριστεράς που άνοιξε χάσμα ανάμεσα στις ρεφορμιστικές και τις επαναστατικές συνιστώσες της. Θυμάστε τι απαντούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στον Μπερνστάιν μέσω του κειμένου της «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση»; «Δεν υπάρχει τέτοιο δίλημμα… Για τη σοσιαλδημοκρατία ο καθημερινός πρακτικός αγώνας για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, για τη βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου λαού και μέσα στα πλαίσια ακόμη του υφιστάμενου καθεστώτος, αποτελεί τον μοναδικό δρόμο καθοδήγησης της ταξικής πάλης του προλεταριάτου και επίτευξης του τελικού σκοπού, που είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και η κατάργηση του συστήματος της μισθοδουλείας». Στην αποστροφή αυτή υπάρχει ήδη το αδρό περίγραμμα τόσο της μεταρρύθμισης όσο και της επανάστασης από τη σκοπιά των υποτελών τάξεων. Ωστόσο, και οι δύο όροι που εμπεριέχουν την αποδυνάμωση και ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων έχουν στο πέρασμα του χρόνου υποστεί μια επικίνδυνη στρέβλωση.
Από τη δεκαετία του ’80, οπότε μεσουρανούσαν τα άστρα της Θάτσερ και του Ρήγκαν και οι πολιτικές συντριβής της μισθωτής εργασίας, εδραιώθηκε η φιλολογία οικονομολόγων και πολιτικών (νεοφιλελεύθερης και νεοσυντηρητικής κοπής) περί «συντηρητικής επανάστασης». Βασικό της περιεχόμενο ήταν μια σειρά θεσμικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση αποδέσμευσης του κεφαλαίου από περιορισμούς που είχαν θεσπιστεί τα μεταπολεμικά χρόνια, στο πλαίσιο του λεγόμενου κεϊνσιανού συμβιβασμού, που εξασφάλιζε την αναγκαία για την ανάπτυξη του καπιταλισμού κοινωνική ειρήνη. Οι παρεμβάσεις αυτές ονομάστηκαν «μεταρρυθμίσεις», αν και βασική τους λειτουργία ήταν η απορύθμιση των αγορών κεφαλαίου και εργασίας. Και από την άποψη της τύχης που επεφύλασσαν για τις εργαζόμενες τάξεις ήταν μια σαφής οπισθοδρόμηση στο πεδίο των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Άλλη αγαπημένη φράση των ειδικών γι’ αυτές της «μεταρρυθμίσεις» είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές.
Στον αστερισμό μιας «επανάστασης» διαρθρωτικών (ή εξαρθρωτικών) αλλαγών βρισκόμαστε και σήμερα. Η κυβέρνηση, η επιχειρηματική ελίτ, οι ευρωκράτες, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ και των αγορών μπερδεύουν γλυκά και απονήρευτα υπαρκτά προβλήματα εκσυγχρονισμού του κράτους, της δημόσιας διοίκησης και των υπηρεσιών που παρέχουν με τα κεφαλαιώδη αιτήματα του κεφαλαίου, και δη του χρηματοπιστωτικού για περισσότερη ελευθερία κινήσεων, απεριόριστη πρόσβαση στον κοινωνικό πλούτο, ασφυκτικότερο έλεγχο της πολιτικής εξουσίας και μεγαλύτερα περιθώρια υπερεκμετάλλευσης της εργασίας. Το μόνο αυτονόητο στην «επανάσταση του αυτονόητου» είναι ότι υπηρετείται η καπιταλιστική αδηφαγία στην πιο αντιδραστική, οπισθοδρομική και καταστροφική εκδοχή της. Σχεδόν το σύνολο των «μεταρρυθμίσεων» που προωθούνται, είτε απορρέουν από την ατζέντα της τρόικας είτε υπηρετούν επιθυμίες της εγχώριας ιθύνουσας τάξης, ξεφεύγουν ακόμα κι απ’ αυτή τη γραμμική αντίληψη της προόδου, μια και μεταφράζονται σε παραγωγική παρακμή της χώρας, συρρίκνωση της δημοκρατίας, διάλυση του κοινωνικού ιστού και επιστροφή των όρων εκμετάλλευσης και αναπαραγωγής της εργασίας στα ζοφερά χρόνια της βικτοριανής εποχής.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, ίχνος μεταρρύθμισης και πολύ περισσότερο επανάστασης σ’ αυτήν την τεράστια μετατόπιση ισχύος στην πιο αντιδραστική και καταστρεπτική δύναμη της εποχής. Αντιθέτως, υπάρχει μια ευθεία, θρασύτατη, σχεδόν σκοταδιστική απάντηση στο άλλο δίλημμα που ετέθη ειλικρινά πριν 90 χρόνια (πάλι από τη Ρόζα) και υποκριτικά πριν από ένα χρόνο: «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;» Ποια είναι η απάντηση δεν χρειάζεται να το πούμε.
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
Σχόλια