Αλέξανδρος Αβρανάς, σκηνοθέτης

Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Ο 36χρονος Αλέξανδρος Αβρανάς, απόφοιτος ΑΣΚΤ, με μεταπτυχιακά στο Βερολίνο, πέντε χρόνια μετά την επιτυχία τού Without (2008), στη Θεσσαλονίκη, φτάνει στην κορυφή. Στο Fεστιβάλ Βενετίας, η ταινία του Miss Violence κέρδισε τον Αργυρό Λέοντα και το α’ Βραβείο Αντρικής Ερμηνείας (Θέμης Πάνου).
Μια σκληρή ιστορία ενδοοικογενειακής βίας, με ήρωα έναν στυγνό πατέρα-αφέντη, καταλήγει σ’ ένα αιχμηρό πολιτικό σχόλιο, για τις δομές εξουσίας μέσα στην οικογένεια, με προεκτάσεις στην κοινωνία.
Στη συνάντηση με το δημιουργό, μιλήσαμε για την ταινία και τις επιρροές του.

Γιατί αγγλόφωνος ο τίτλος και πώς προέκυψε το σενάριο; Πρόκειται για αλληγορία;
Missing violence, I miss violence και Miss Violence είναι ένα παιχνίδι λέξεων. Η ταινία μιλάει για τις γυναίκες, παρ’ ότι στηρίζεται στον αντρικό ρόλο. Υπάρχει συμβολισμός, αλλά το θέμα βασίζεται σε πραγματική ιστορία, που συνέβη στη Γερμανία το 2010. Μ’ ενδιαφέρει ο παραλληλισμός με την ευρωπαϊκή κοινωνία. Το φινάλε ορίζει την ανάγκη της κοινωνίας για ηγέτη.

Τι συμβολίζουν οι κλειστές πόρτες; Στη Βενετία έθιξες την παθητικότητα που εκκολάπτεται στην κοινωνία. Θες να το αναπτύξεις;
Κλειστές πόρτες σημαίνει «τα εν οίκω μη εν δήμω». Τα μέλη της κοινωνίας γαλουχούνται στην οικογένεια, που είναι μικρογραφία της. Με βασάνιζε το ερώτημα γιατί τα συγκεκριμένα άτομα δεν ανοίγουν την πόρτα να φύγουν, δεν επαναστατούν. Πρόκειται για το σύνδρομο της Στοκχόλμης, όπου ο θύτης κρατάει κοντά του τα θύματα, μοιράζοντας ψήγματα ελπίδας. Έτσι και σήμερα, δεν επαναστατούμε, φοβούμενοι μη χάσουμε και τα λίγα που έχουμε.

Το δράμα που εκτυλίσσεται αγγίζει αρχαία τραγωδία. Ωστόσο, δεν επέρχεται κάθαρση. Οι εξουσιαστικές σχέσεις διαιωνίζονται. Πώς βγαίνουμε απ’ το φαύλο κύκλο;
Η αρχαία τραγωδία αφορά άλλη εποχή και η ταινία δεν είναι ηθικοπλαστική ούτε διδακτική, μιλάμε, όμως, για μια κατάσταση που έχει αφαιρετικότητα και ταιριάζει σε διάφορες κοινωνίες. Πρέπει καθένας να πάρει προσωπική ευθύνη. Είναι λεπτά τα όρια μεταξύ θύματος και θύτη και είναι εύκολο να δείχνουμε τον κακό, αντί να τον αντιπαλεύουμε. Αρχικά δείχνω την κανονικότητα αυτής της οικογένειας, όπως τη βλέπουμε με τα δικά τους μάτια, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ταμπέλα ότι είναι «προβληματικοί». Λειτούργησε ένα παιχνίδι στερεοτύπων που κουβαλάει ο θεατής. Η αναστροφή αυτής της αντίληψης σοκάρει, όταν αποκαλύπτεται η σκληρή πραγματικότητα, γιατί γύρω μας βρίσκονται τέτοιοι άνθρωποι.

Ως σκηνοθέτη, πόσο σε έχουν επηρεάσει η σχέση σου με το θέατρο και οι σπουδές σου στη γλυπτική;
Το σινεμά εμπεριέχει το θέατρο στη δομή και στις πρόβες, αλλά είναι τελείως διαφορετικό. Η αναζήτηση του ρόλου στο σινεμά δεν απέχει από την αναζήτηση μιας ερμηνείας στο θέατρο, αλλάζει όμως η απόδοση και ο τρόπος μεταφοράς με την κάμερα.
Η Σχολή Καλών Τεχνών προσφέρει αισθητική παιδεία σφαιρικά. Το έργο τέχνης πρέπει να έχει λόγο ύπαρξης, κάτι που μεταφέρω και στον κινηματογράφο. Δεν κάνω ταινίες ψυχαγωγίας, όπως δεν μ’ ενδιέφερε ποτέ να κάνω διακοσμητική τέχνη. Κάνω κάτι, όταν θέλω να πω κάτι. Αυτό είναι χαρακτηριστικό των εικαστικών, ενώ οι σκηνοθέτες συχνά κάνουν ταινία, απλά για να αφηγηθούν μια ιστορία.

Η ψυχρή αισθητική που διακρίνει την ταινία παραπέμπει στον Χάνεκε, ωστόσο στη Βενετία αναφέρθηκες στον Παζολίνι. Σχολίασέ μας τις αναφορές σου.
Η τέχνη σε οποιαδήποτε μορφή -θέατρο, εικαστικά, μουσική- πρέπει να συμβαδίζει με τη δική της εποχή και να αναλύει ακόμα και αρνητικές πλευρές της κοινωνίας, όπως έκανε και ο Παζολίνι με το φασισμό και την εξουσία στο Σαλό, δείχνοντας πώς τα θύματα γίνονται εξουσιαστές. Η έννοια του πολιτικού κινηματογράφου έχει αλλάξει. Ο εχθρός δεν είναι πλέον ορατός.
Η ψυχρότητα της ταινίας δεν σχετίζεται ακριβώς με τον Χάνεκε. Στην αρχή, προσπάθησα να απεικονίσω το θάνατο, οπότε οι ερμηνείες έπρεπε να είναι παγωμένες και όχι αυτιστικές, όπως έχει γραφτεί. Η ταινία αποκτά ζωή σταδιακά, με μεγαλύτερη κίνηση της κάμερας, συμμετέχοντας στη δράση, όταν οι χαρακτήρες ξεπερνούν το πρώτο σοκ του θανάτου.

Παρατηρούμε μια νοσταλγική επιστροφή στην αισθητική του ’80, ακόμα και στις μουσικές επιλογές. Ανακαλείς παιδικές αναμνήσεις ή στιγματίζεις το μικροαστισμό που αναδείχτηκε επί ΠΑΣΟΚ;
Η οικογένεια ζει στο σπίτι του παππού και ο αυστηρός πατέρας δεν επιτρέπει νεωτερισμούς. Ελέγχει τα πάντα, με το «διαίρει και βασίλευε», επιβάλλοντας έναν κομφορμιστικό καθωσπρεπισμό, γνώρισμα του μικροαστισμού. Στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ -πηγή των σημερινών προβλημάτων- υιοθετήσαμε το αμερικανικό όνειρο, όντας έντονα Ευρωπαίοι, καταργήθηκε η συλλογικότητα και επικράτησε ο ατομικισμός. Ως προς τη μουσική, δεν ήθελα να προκληθούν ασυνείδητα συναισθήματα. Επέλεξα τραγούδια με σημασία. Το Dance me to the end of love, του Λέοναρντ Κοέν, παραπέμπει στο σημερινό ολοκαύτωμα της οικογένειας, όσοι χορεύανε το Lasciatemi cantare, το ’84, είναι αυτοί που καταστρέψανε τη χώρα μας, ενώ αυτό που χορεύει η μικρή, αναφέρεται σ’ αυτό που θέλουν να είναι η Ελλάδα σήμερα.

Υιοθετείς ένα συγκεκριμένο φορμαλισμό: μουντά χρώματα, εσωτερικό μικροαστικού διαμερίσματος με κάδρα αλπινικών τοπίων, τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ για άγρια ζώα… Γιατί όχι ελληνικό χρώμα;
Κινηματογραφώ με κάμερα direct, δίχως πρόθεση να φτιάξω ψυχολογία στον θεατή. Επέλεξα γερμανική ιστορία και ξενικό ντεκόρ, για να αφορά όλο τον κόσμο, όχι μόνο την Ελλάδα. Η λειτουργία της εξουσίας στο ζωικό βασίλειο, στα ντοκιμαντέρ που παρακολουθεί η μητέρα, αντικατοπτρίζουν το δικό της ρόλο, ενώ ακούγονται στα γερμανικά, ως σχόλιο στην παντοδυναμία της Γερμανίας.

Αποτελεί ρεύμα η συμβολική αποστασιοποίηση, που συνηθίζεται τελευταία στους νέους Έλληνες σκηνοθέτες, με επίκεντρο την οικογένεια;
Για την οικογένεια έχουν μιλήσει πολλοί, από τους Ταβιάνι μέχρι τον Βίτενμπεργκ. Οι νέοι σκηνοθέτες που είναι αρκετά πολιτικοποιημένοι, δεν εννοώ κομματικοποιημένοι, δημιουργούν μια άλλη μορφή αποστασιοποίησης, σε αντίθεση με το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο. Η αναφορά στην οικογένεια, από απόσταση, προσφέρεται για παρατήρηση. Δεν πρόκειται για ρεύμα. Οι κριτικοί αρέσκονται σε κατηγοριοποιήσεις, μια κοινωνία όμως πάσχει, όταν αφήνει να κατατάσσουν σε κουτάκια ανθρώπους και καταστάσεις. Τη δική μου ταινία, οι ξένες κριτικές την είχαν διαχωρίσει απ’ το greek weird cinema, χαρακτηρίζοντάς την πιο κοντά στην αρχαία τραγωδία.

Στο παρελθόν γίνονταν αναφορές στην ελληνική Iστορία και κουλτούρα, ακόμα και με υπονοούμενα, επί χούντας. Επανέρχεται, μήπως, η ανάγκη του άρρητου;
Παρ’ όλο που δεν έχουμε σχέση με χούντα, έχουμε υποτίθεται δημοκρατία, στην Ελλάδα τα πράγματα δεν συζητιούνται, μένουν και κοχλάζουν από κάτω. Γι’ αυτό η ταινία, στο δεύτερο μέρος, τα λέει όλα έξω απ’ τα δόντια, ως σχόλιο στο ανείπωτο. Η εποχή έχει αλλάξει, οι νέες γενιές βρίσκονται πιο κοντά με άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, αισθανόμαστε μονάδα του κόσμου και όχι αποκλεισμένοι στον τόπο μας. Μιλάμε για μια ευρύτερη κοινωνία, όχι μόνο για την ελληνική και δεν έχουμε ανάγκη καμιάς ελληνικότητας, όπως παλιότερα.

Το θέμα της αυτοκτονίας, ως λύτρωση, προδίδει εσωστρέφεια και απομόνωση. Πού οφείλεται η έλλειψη διάθεσης για συλλογικά οράματα;
Η αυτοκτονία δεν είναι λύτρωση. Τα χρόνια που έζησα στη Γερμανία, συνειδητοποίησα ότι διαμορφώνεται ένα προσωπικό ενοχικό. Το κράτος σου παρέχει ευκαιρίες κι αν δεν τα καταφέρεις, φταις εσύ. Έτσι, οι άνθρωποι αισθάνονται αποτυχημένοι, γιατί ζουν σε μια φαινομενικά τέλεια κοινωνία. Η συλλογικότητα χάνεται ήδη από το πανεπιστήμιο, όπου συντηρείται ένα κατεστημένο, δημιουργώντας ηττοπάθεια και μοναξιά, δίχως όραμα για αλλαγή. Ελπίδα μας πλέον είναι ο συνάνθρωπος, όχι οι μεγάλες ιδέες.

Μπορούν ταινίες σαν τη δική σου να ξεσηκώσουν την κοινωνία;
Δυστυχώς ο κινηματογράφος δεν έχει τη δύναμη να ξεσηκώνει, γιατί η πραγματικότητα μας ξεπερνά. Οι επαναστάσεις έγιναν γιατί οι άνθρωποι είχαν φτάσει στα όρια. Αυτοί που κινούν τα νήματα, παίζουν το παιχνίδι πιο έξυπνα. Αν δεν αισθανθούμε ότι έχουμε χάσει τα πάντα, επανάσταση δεν γίνεται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!