του Δημήτρη Μπελαντή
Τους τελευταίους μήνες, η ελληνοτουρκική σύγκρουση έχει φτάσει σε ένα ζενίθ. Το τουρκικό κράτος, μέσα από τη φωνή του προέδρου Ερντογάν και όλων των υπουργών και επίσημων κρατικών εκπροσώπων του, είναι εξαιρετικά εύγλωττο και δεν κρύβει καθόλου τις προθέσεις του. Παρά το ότι η αφετηρία της τωρινής κρίσης, όπως και παλιότερων κρίσεων, φαινόταν να είναι το ζήτημα των ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας και η οικονομική εκμετάλλευση των θαλάσσιων φυσικών πόρων, έχει καταστεί πια σαφές ότι η Άγκυρα έχει ανοίξει όλη την γκάμα γεωπολιτικών διαφορών με την Ελλάδα και η συνεκμετάλλευση των πετρελαίων και του φυσικού αερίου δεν είναι παρά το πρώτο βήμα. Όπως είχαμε πρόσφατα γράψει στον Δρόμο της Αριστεράς (1), η στροφή της Τουρκίας από τον κεμαλισμό στον νεοοθωμανισμό, αλλά και η συγκέντρωση στη χώρα αυτή οικονομικής, δημογραφικής και στρατιωτικής ισχύος τις τελευταίες δεκαετίες, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια πολιτική ριζικά αναθεωρητική της Συνθήκης της Λωζάννης και για την απόπειρα μετατροπής της Τουρκίας σε κεντρική περιφερειακή δύναμη στη Ν.Α. Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και πιθανόν και στη Βόρεια και Ανατολική Αφρική. Από αυτήν την άποψη, δεν πρόκειται για μια ατομική «παραφροσύνη» του Ερντογάν, ανεξάρτητα αν κάποιες δηλώσεις του όντως εμπεριέχουν μια λογική «προσωπικής παντοδυναμίας», αλλά για μια συστηματική δομική απειλή απέναντι στην Ελλάδα αλλά και σε άλλα κράτη της περιοχής (Συρία, Λίβανο, Κύπρο, Ιράκ, Λιβύη, Αίγυπτο, βαλκανικές χώρες κ.λπ.). Ιδίως η Ελλάδα, θα πιεστεί μεσοπρόθεσμα, πέρα από τα πετρέλαια, είτε να δορυφοριοποιηθεί μέσα από μια ασύμμετρη τυπική ή άτυπη συνομοσπονδιοποίηση με την Τουρκία ή να συρρικνωθεί λιγότερο ή περισσότερο όσον αφορά την εδαφική της ακεραιότητα (π.χ. νησιά Ανατολικού Αιγαίου, Καστελλόριζο, Δυτική Θράκη κ.λπ.). Επίσης, η ιδεολογική στροφή στον νεοοθωμανισμό καθιστά πιο εφικτό ένα όραμα δορυφοριοποίησης κρατών από την Τουρκία, καθώς υποτίθεται ότι ένα οθωμανικό κρατικό μοντέλο είναι πιο συμπεριληπτικό, «ανοιχτό» και «πολυπολιτισμικό» από τον στενό εθνικισμό του κεμαλισμού. Θεωρητικά μιλώντας, πάντοτε.
Δεν θα μπούμε εδώ στη συζήτηση αν όντως η Ελλάδα απειλείται εδαφικά ή αν είναι αποκλειστικά μια «διαμάχη για τα πετρέλαια», όπως υποστηρίζουν ορισμένες εξωκοινοβουλευτικές αριστερές οργανώσεις ή και τμήμα του κοινού του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί έχουμε προσπαθήσει να το απαντήσουμε σε προηγούμενα κείμενά μας (2). Θα δούμε κάποιες όψεις του ζητήματος των κρατικών συμμαχιών.
Το ζήτημα των συμμαχιών της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας
Κάθε χώρα που απειλείται εδαφικά και γεωπολιτικά είναι απολύτως λογικό και θεμιτό να αναζητά πολιτικές ή και αμυντικές ακόμη συμμαχίες. Δυστυχώς, το ελληνικό κράτος δεν έχει αυτή τη στιγμή πολλά περιθώρια επιλογών. Η Ελλάδα είναι ιστορικά ενταγμένη στο ΝΑΤΟ, πράγμα που όχι μόνο δεν της παρέχει καμία ασφάλεια (βλ. Κυπριακό, εισβολή του 1974 κ.λπ.) αλλά, αντίθετα, ενισχύει έναν μηχανισμό υπαγωγής σε εφ’ όλης της ύλης διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, που προοιωνίζει σοβαρές ελληνικές υποχωρήσεις (βλ. πρόσφατη παρέμβαση Στόλτενμπεργκ). Επίσης, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ έχουν μπροστά τους το ζήτημα να μην αφήσουν την Τουρκία να μετατοπισθεί σταθερά προς μια δομική συνεργασία με τη Ρωσία, που ήδη έχει προχωρήσει αρκετά στα οπλικά συστήματα (S-400). Όσο και αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να μας πείσει ότι το ΝΑΤΟ και η πρόσδεση στις ΗΠΑ είναι εγγύηση έναντι της Τουρκίας, αυτό δεν προκύπτει από τα πράγματα. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψιν και την κεντρικότητα της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, η οποία υιοθετεί μια σαφώς φιλοτουρκική πολιτική για λόγους πώλησης όπλων αλλά και για λόγους εσωτερικής της συνοχής. Παρατηρούμε μάλιστα ότι η κεντρική συνισταμένη του ΝΑΤΟ (μάλλον λόγω Γερμανίας) είναι πιο κοντά στην τουρκική πολιτική από τις ίδιες τις ΗΠΑ, όπου η σύγκλιση Τουρκίας-Ρωσίας φαίνεται να προκαλεί προσωρινά μια τάση ανάσχεσης της Τουρκίας από τις ΗΠΑ. Ασταθή, και λόγω των επικείμενων προεδρικών εκλογών τον Νοέμβριο στις ΗΠΑ.
Κάθε χώρα που απειλείται είναι απολύτως λογικό και θεμιτό να αναζητά πολιτικές ή και αμυντικές ακόμη συμμαχίες. Δυστυχώς, το ελληνικό κράτος δεν έχει αυτή τη στιγμή πολλά περιθώρια επιλογών. Η Ελλάδα είναι ιστορικά ενταγμένη στο ΝΑΤΟ, πράγμα που όχι μόνο δεν της παρέχει καμία ασφάλεια αλλά, αντίθετα, ενισχύει έναν μηχανισμό υπαγωγής σε εφ’ όλης της ύλης διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, που προοιωνίζει σοβαρές ελληνικές υποχωρήσεις
Οι επιλογές που απομένουν δεν είναι πάρα πολλές. Η επιλογή της Ρωσίας ή του άξονα Ρωσία-Ιράν-Συρία δεν υπάρχει στο τραπέζι. Καθώς τόσο ο πολιτικός συσχετισμός στην Ελλάδα είναι εχθρικός σε αυτήν την εξέλιξη, αλλά και οι ίδιοι οι Ρώσοι ενδιαφέρονται πολύ παραπάνω να τραβήξουν προς την πλευρά τους την ισχυρή Τουρκία παρά την πολλαπλά αδυνατισμένη Ελλάδα. Οι επιλογές της Γαλλίας και της Αιγύπτου μοιάζουν να είναι πρακτικά και τακτικά χρήσιμες (π.χ. γαλλικά οπλικά συστήματα, συνεχείς τοποθετήσεις Μακρόν κατά της Τουρκίας κ.λπ.), αλλά σίγουρα έχουν μεσοπρόθεσμα όρια. Επίσης, όσον αφορά τη Γαλλία, η χώρα αυτή έχει ευρύτερες ιμπεριαλιστικές βλέψεις στη Μεσόγειο, που δεν είναι απαραίτητο ή θετικό να δεσμεύουν μόνιμα την Ελλάδα.
Τέλος, το Ισραήλ. Πολλοί στην Ελλάδα είναι ενθουσιασμένοι με την προοπτική να συνεργαστούμε μόνιμα με το Ισραήλ, να υπαχθούμε στα συμφέροντα του Ισραήλ ή ακόμη και να γίνουμε ως μαχητικό ηθικό του λαού ένα «δεύτερο Ισραήλ». Αυτές οι τοποθετήσεις, ακόμη και αν γίνονται με ανιδιοτελή κίνητρα, μας φαίνονται παράλογες και επικίνδυνες. Μια τέτοια συμμαχική επιλογή θα σήμαινε πλήρη αποξένωση από τον αραβικό και ισλαμικό κόσμο, μια απώλεια πλήρη του ηθικού πλεονεκτήματος λόγω του παλαιστινιακού ζητήματος και των αντιαραβικών πολιτικών του Ισραήλ, καθώς και μια συμμαχία χωρίς υλικό αντίκρισμα, καθώς το Ισραήλ είναι πολύ επικεντρωμένο στις δικές του περιπλοκές ώστε να βοηθήσει μια Ελλάδα που θα κινδύνευε.
Προμαχώνας της Δύσης;
Συναφές ζήτημα με τη στρατηγική συμμαχία με ΗΠΑ και Ισραήλ είναι και το ιδεολογικό ζήτημα αν πρέπει η Ελλάδα αν αποτελέσει ένα είδος προμαχώνα της Δύσης κατά του Ισλάμ, της Ασίας, των ανατολικών πολιτισμών κ.λπ. Είναι μια επαναφορά της «Σύγκρουσης των Πολιτισμών» του Σάμιουελ Χάντινγκτον. Φαίνεται μάλιστα να ενισχύεται από το πραγματικό ζήτημα της χειραγώγησης ενός σημαντικού τμήματος του μαχητικού σουνιτισμού και του τζιχαντισμού από την Τουρκία (βλ. Συρία, Λιβύη κ.α.).
Εδώ υπάρχει ένα ζήτημα ιδεολογικό και ένα ζήτημα πρακτικό πολιτικό έναντι της αποδοχής της λογικής του να γίνουμε «προμαχώνας της Δύσης». Το πρακτικό πολιτικό είναι ότι αυξάνεις το φάσμα των εχθρών σου, χωρίς να κερδίζεις πολλά πράγματα σε υποστήριξη των «φίλων» σου. Γίνεσαι κέντρο αντιπαράθεσης με τον συνολικό τζιχαντισμό και εν μέρει και με το συνολικό Ισλάμ, αν διακηρύξεις μια τέτοια πολιτική. Ενώ τα δυτικά κράτη κατά κανόνα θα σε υποστηρίξουν μόνο για λόγους κοινών γεωπολιτικών συμφερόντων και όχι λόγω κοινής ιδεολογίας.
Το ιδεολογικό αφορά το ότι ιστορικά η Ελλάδα μάλλον υπήρξε πιόνι (ή και κλωτσοσκούφι) της ιμπεριαλιστικής Δύσης, παρά ισότιμος εταίρος της – και στον Ψυχρό Πόλεμο αλλά και μετά. Και στην περίπτωση της Ε.Ε. και στην περίπτωση του ΝΑΤΟ, αυτό έχει αποδειχθεί διαχρονικά. Αλλά και πέρα από αυτό, η Ελλάδα ως ιδιαίτερος εθνικός πολιτισμός και ως διαδρομή συγκεντρώνει και δυτικά στοιχεία (ορθολογικά, διαφωτιστικά, ατομοκεντρικά) αλλά και ανατολικά (π.χ. μορφές κοινοτισμού). Είναι σημείο συνάντησης και όχι μόνο σύγκρουσης των πολιτισμών. Ιδίως σήμερα όπου οι κοινωνίες δεν κινδυνεύουν μόνο από τον ισλαμικό φανατισμό και την οπισθοδρομικότητα τμήματος του Ισλάμ αλλά και από την τεχνοκρατία και τον εργαλειακό ωφελιμισμό της Δύσης. Αυτό θέλει περισσότερη ανάπτυξη, και θα επανέλθουμε. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ο ίδιος ο Χάντινγκτον, μας έχει εξαιρέσει, όπως και τους «ορθόδοξους» Σλάβους των Βαλκανίων και της Ρωσίας, από τη Δύση: ένας πυρήνας του δυτικού κόσμου δεν μας θεωρεί ούτε μας θεωρούσε ποτέ σάρκα από τη δική του πνευματική σάρκα.
Παραπομπές
1) «Τι ακριβώς διακυβεύεται στην κρίση με την Τουρκία;», Δρόμος, φ. 508, 25/7/2020.
2) Και στο κείμενο παραπάνω.