του Κώστα Μελά*
Στο επίκεντρο των οικονομικών εξελίξεων έχει πρόσφατα επανέλθει το ζήτημα του πληθωρισμού και οι επιπτώσεις του.
1. Αρχικά ας περιγράψουμε πώς διαμορφώνεται η κατάσταση και ποιες είναι οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη του φαινομένου.
Τα μέχρι σήμερα στοιχεία δείχνουν άνοδο του ρυθμού πληθωρισμού. Χαρακτηριστικά: στις ΗΠΑ ο ρυθμός πληθωρισμού ανήλθε τον Ιούλιο στο 6,3%, έναντι 1,2% στις αρχές του έτους και 0,4% τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι. Αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός τον Αύγουστο διαμορφώθηκε στο 3% (2,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τον Ιανουάριο του 2021), έναντι αποπληθωρισμού 0,2% τον Αύγουστο του 2020. Στο Ηνωμένο Βασίλειο επίσης τον Αύγουστο ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 3%, παρουσιάζοντας ‒όπως και στην Ευρωζώνη‒ άνοδο 2,1 ποσοστιαίων μονάδων έναντι των αρχών του έτους. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (31 Αυγούστου 2021), παρουσιάζει ετήσιο πληθωρισμό 1,2% τον Αύγουστο 2021 (Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή), ενώ στην Ευρωζώνη αντίστοιχα ήταν 3,0%.
Υπάρχει κάποια εξήγηση για το γεγονός αυτό; Βεβαίως υπάρχει. Συγκεκριμένα: αν θεωρήσουμε ότι ο πληθωρισμός άρχισε την άνοδό του τον Μάρτιο 2021, τότε η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που παρουσίασε αρνητικό πληθωρισμό (-2,0%) τον μήνα αυτόν – κάτι που συνεχίστηκε μέχρι και τον Μάιο 2021, όταν όλες οι υπόλοιπες χώρες συνέχισαν να παρουσιάζουν θετικό ρυθμό πληθωρισμού. Αυτό φυσικά οφείλεται στο μακροχρόνιο lockdown που ίσχυε στη χώρα, σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι η Ελλάδα ουσιαστικά, τον Αύγουστο 2021, μπορεί να παρουσιάζει ετήσιο πληθωρισμό 1,2%, αλλά έχει ξεκινήσει από το -2,0% (Μάρτιος 2021). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή της Eurostat, δεν πρέπει να συνδέεται με τον εθνικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ. Γι’ αυτό υπάρχει διαφορά μεταξύ του πληθωρισμού που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ για τον Αύγουστο (1,9%) και του αντίστοιχου που έχει ανακοινώσει η Eurostat (1,2%). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο εναρμονισμένος ΔΤΚ δεν είναι δείκτης κόστους ζωής, δεν χρησιμοποιείται στο εσωτερικό ενός κράτους ως δείκτης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής ή διαπραγμάτευσης μισθών, και δεν αντικαθιστά τον εθνικό ΔΤΚ.
Ας δούμε τώρα τις προβλέψεις για την εξέλιξη του φαινομένου σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Ο παγκόσμιος πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει το 2022 σε 2,1% (από 2,4% το 2021) για τις αναπτυγμένες και σε 4,7% (από 5,4% το 2021) για τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι προσωρινές ανισορροπίες που προκάλεσαν την αύξησή του το 2021 σταδιακά θα εξαλειφθούν, και εντός του 2022 ο πληθωρισμός θα επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα στις περισσότερες χώρες. Στις προηγμένες οικονομίες, η άνοδος του πληθωρισμού αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την ανάκαμψη των τιμών της ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων. Ωστόσο, και σε ορισμένες αναπτυσσόμενες οικονομίες ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει αυξημένος το 2022, κυρίως λόγω συνεχιζόμενων πιέσεων των τιμών στα τρόφιμα. Στην Ευρωζώνη, ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,2% το 2021, για να υποχωρήσει σε 1,7% το 2022 και 1,5% το 2023. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2022, για το 2021 αναμένεται ο εναρμονισμένος ρυθμός πληθωρισμού 0,0% και για το 2022 αντίστοιχα 0,8%.
Δύο παρατηρήσεις στο σημείο αυτό:
Α) Οι εκτιμήσεις βέβαια αφορούν στον εναρμονισμένο ΔΤΚ και όχι στον εθνικό ΔΤΚ, ο οποίος κατά κανόνα είναι υψηλότερος επειδή η κύρια πηγή προέλευσης των στοιχείων δαπανών για τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης των ειδών του εθνικού ΔΤΚ είναι η πιο πρόσφατη Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών. Ενώ, αντίθετα, η συνήθης πηγή προέλευσης των στοιχείων δαπανών για τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης των ειδών του εναρμονισμένου ΔΤΚ είναι οι Εθνικοί Λογαριασμοί.
Β) Οι εκτιμήσεις αναφέρονται στον μέσο ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού, γεγονός που διαστρεβλώνει την πραγματική κατάσταση. Εξηγούμαι: ο εναρμονισμένος μηνιαίος ρυθμός πληθωρισμού μέχρι και τον μήνα Μάιο 2021 ήταν αρνητικός. Από εκεί και πέρα αρχίζει να γίνεται θετικός (Ιούνιος 0,6%, Ιούλιος 0,7%, Αύγουστος 1,2%) και αναμένουμε τους υπόλοιπους μήνες, για τους οποίους ο ρυθμός πληθωρισμού θα πρέπει να είναι αύξων έτσι ώστε να έχουμε ισοστάθμιση με τις αρνητικές τιμές του πρώτου εξαμήνου. Βασική προϋπόθεση βέβαια είναι ότι η εκτίμηση για 0,0% ρυθμό πληθωρισμού θα επιβεβαιωθεί. Κάτι που μάλλον θα αποδειχτεί λάθος, αν λάβουμε υπόψη τις συνεχιζόμενες αυξήσεις του εισαγόμενου πληθωρισμού αλλά και τις υπέρμετρες αυξήσεις του markup στις τιμές της εγχώριας αγοράς.
Για το 2022 η αύξηση του εναρμονισμένου ρυθμού πληθωρισμού μόνο κατά 0,8% φαντάζει ελάχιστα πιθανή, δεδομένου ότι στις χώρες της ευρωζώνης εκτιμάται ότι θα είναι 1,7%. Η εκτίμηση αυτή συναρτάται από το οικονομικό επιτελείο, με την εκτιμώμενη ονομαστική αύξηση του μέσου μισθού κατά 1,0%, επιτρέποντας όφελος σε όρους πραγματικού μέσου μισθού κατά 0,2% σε ετήσια βάση. Είναι φανερή η προσπάθεια να καλυφθεί η μηδαμινή αύξηση του ονομαστικού μέσου μισθού μέσα από τη συγκρατημένη εκτίμηση της αύξησης του ρυθμού πληθωρισμού.
Είναι φανερή η προσπάθεια να καλυφθεί η μηδαμινή αύξηση του ονομαστικού μέσου μισθού μέσα από τη συγκρατημένη εκτίμηση της αύξησης του ρυθμού πληθωρισμού. Η φειδώ με την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετωπίζει το ζήτημα της αύξησης του μισθού των εργαζομένων οφείλεται καθαρά σε ιδεολογική και θεωρητική προκατάληψη
2. Ας δούμε τώρα ποιοι είναι οι παράγοντες της αύξησης του ρυθμού πληθωρισμού.
Οι πρόσφατες ανοδικές πιέσεις των τιμών αντανακλούν τις ασυνήθιστες εξελίξεις που σχετίζονται με την πανδημία και τις πρόσκαιρες ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς-ζήτησης, σε μια περίοδο μάλιστα θετικών προσδοκιών για το επίπεδο της ζήτησης στο άμεσο μέλλον λόγω της αύξησης των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών των μέσων και ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων και της προσαρμοστικής-διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής των Κεντρικών Τραπεζών και της αντίστοιχης δημοσιονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων.
Εκτός όμως από τις δυσλειτουργίες στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι πρόσφατες πληθωριστικές πιέσεις οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και στην αύξηση της τιμής των εμπορευμάτων, και ειδικότερα της ενέργειας. Η τιμή του αργού πετρελαίου βρίσκεται στα 82 δολάρια το βαρέλι, που είναι υψηλά τριετίας. Οι τιμές του αμερικανικού αργού (WestTexasIntermediate/WTI) έφτασαν τα 78 δολάρια το βαρέλι, που είναι τα υψηλότερα επίπεδα από το 2014. Η τιμή του φυσικού αερίου (Dutch TTF GasFutures) έφτασε –αρχές Οκτωβρίου 2021– τα επίπεδα ρεκόρ των 111,4 ευρώ ανά μεγαβατώρα, από 17 ευρώ περίπου που ήταν ένα χρόνο πριν. Οι αυξήσεις στην ενέργεια προκαλούν αυξήσεις μεταξύ άλλων και στο κόστος μεταφοράς, συσκευασίας αλλά και στην τιμή διάθεσης των τελικών προϊόντων.
Ανάλογες αυξήσεις τιμών παρατηρούνται και στα βιομηχανικά μέταλλα από τις αρχές του χρόνου, ενώ η κλιματική κρίση επηρεάζει τις σοδειές αυξάνοντας τις τιμές αρκετών αγροτροφίμων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO, ο δείκτης τιμών τροφίμων σε ετήσια βάση κυμαίνεται πλέον στις 121,8 μονάδες (αύξηση 24,3% σε σχέση με το 2020), που αποτελεί την υψηλότερη τιμή από το 2012. Σημαντικές ανατιμήσεις παρατηρούνται τέλος και σε μια σειρά από πρώτες ύλες (π.χ. νικέλιο, κοβάλτιο, λίθιο, χαλκός) που σχετίζονται με την παραγωγή «πράσινων» τελικών και ενδιάμεσων αγαθών.
Αν και οι παραπάνω παράγοντες έχουν συμβάλει στην αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων, σημαντικό ρόλο σε αυτήν έχουν και οι κερδοσκοπικές επιλογές εταιριών διαχείρισης κεφαλαίων, ειδικά σε μια περίοδο χαμηλών πραγματικών επιτοκίων που πιέζει τις αποδόσεις και την κερδοφορία τους. Στις μεγάλες ανατιμήσεις στις τιμές των τροφίμων, των ενεργειακών προϊόντων και των πρώτων υλών ο ρόλος της κερδοσκοπίας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο είναι σημαντικότατος. Όταν οι τιμές αυτές μεταβάλλονται βάσει της προεξόφλησης χρηματιστηριακών συμβολαίων, η κερδοσκοπία είναι παρούσα, όπως και η χειραγώγηση των τιμών στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
3. Ας εξετάσουμε τώρα τις δυνητικές επιπτώσεις της αύξησης του πληθωρισμού.
A. Πηγή δυνητικής επιβράδυνσης της ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία από το τρίτο τρίμηνο του 2021 αποτελούν οι τρέχουσες διεθνείς εξελίξεις στις τιμές. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τις αυξημένες διεθνείς τιμές των τιμών της ενέργειας, αναμένεται να συμπιέσει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και τη δυναμική του όγκου εξαγωγών αγαθών προς το τέλος του έτους. Μη λησμονούμε, σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στον πληθωρισμό, ότι σε όρους πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το Α΄ τρίμηνο του 2021 (για το οποίο καυχάται η κυβέρνηση) η θετική επίδραση προήλθε και από τον αρνητικό ρυθμό πληθωρισμού κατά 2,1% εντός του τριμήνου, σε συνέχεια των αρνητικών μεταβολών του εναρμονισμένου ΔΤΚ από τον Απρίλιο του 2020.
B. Η αποκατάσταση των ανισορροπιών προσφοράς-ζήτησης στις αλυσίδες προμηθειών και η εκτιμώμενη επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ των διαφόρων χωρών πιθανά να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό σε διεθνές επίπεδο. Όμως είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να καταστούν επιβαρυντικές οι τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις για χώρες όπως η Ελλάδα. Αυτό διότι, με δεδομένη την αβεβαιότητα για τον τερματισμό της πανδημίας, μια τέτοια εξέλιξη θα πλήξει οριζόντια και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη εργαζομένων και νοικοκυριών, μιας και οι εκτιμώμενες αυξήσεις του μέσου μισθού, για το 2022, δεν υπερβαίνουν το 1,0%. Η φειδώ με την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετωπίζει το ζήτημα της αύξησης του μισθού των εργαζομένων οφείλεται καθαρά σε ιδεολογική και θεωρητική προκατάληψη.
Το πλήγμα αυτό αναμένεται να είναι μεγαλύτερο στον βαθμό που η άνοδος του πληθωρισμού σταθεί αφορμή για τη σύσφιξη της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, που αποτελούν σημαντικές πηγές ροών ρευστότητας οι οποίες στηρίζουν σήμερα χρηματοπιστωτικά τον ιδιωτικό τομέα και το επίπεδο της εγχώριας δαπάνης. Παρά την εμπειρική διάψευση, οι περισσότεροι των οικονομολόγων εξακολουθούν να υποστηρίζουν την άποψη του Milton Friedman, ότι ο πληθωρισμός είναι νομισματικό φαινόμενο. Αυτό μεταφράζεται στο ότι το δημόσιο έλλειμμα και η αγορά κρατικού χρέους από τις κεντρικές τράπεζες θεωρείται ότι προκαλούν πληθωριστικές πιέσεις και αστάθεια τιμών. Αν επικρατήσουν και πάλι στο άμεσο προσεχές μέλλον, που προσδιορίζεται από το τέλος της πανδημίας, σίγουρα οι εξελίξεις θα είναι αρνητικές για τους εργαζόμενους.
* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός.