των Τόμπι Γκριν και Τόμας Φάτσι*
Κατά τη διάρκεια των διαφόρων φάσεων της παγκόσμιας πανδημίας, οι προτιμήσεις των ανθρώπων σχετικά με τις επιδημιολογικές στρατηγικές έτειναν να σχετίζονται στενά με τους πολιτικούς τους προσανατολισμούς. Από τη στιγμή που ο Τραμπ και ο Μπολσονάρου εξέφρασαν αμφιβολίες όσον αφορά τη σύνεση της στρατηγικής των λοκντάουν τον Μάρτιο του 2020, οι φιλελεύθεροι, μαζί και εκείνοι στα αριστερά του δυτικού πολιτικού φάσματος,
συμπεριλαμβανομένων των περισσοτέρων σοσιαλιστών, έσπευσαν να ταχθούν δημόσια και ένθερμα υπέρ της στρατηγικής του λοκντάουν ως μέσου για την περιστολή της πανδημίας – και, τελευταία, υπέρ των πιστοποιητικών εμβολιασμού. Τώρα, καθώς οι χώρες απ’ άκρη σε άκρη της Ευρώπης βρίσκονται αντιμέτωπες με σκληρότερους περιορισμούς των ανεμβολίαστων, οι πολιτικοί σχολιαστές της Αριστεράς –οι ίδιοι που κατά τα άλλα υψώνουν τη φωνή τους υπερασπιζόμενοι τις μειονότητες που υπόκεινται σε διακρίσεις– σωπαίνουν εντυπωσιακά.
Σαν συγγραφείς που πάντοτε θεωρούσαμε τους εαυτούς μας τοποθετημένους στην Αριστερά, ενοχλούμαστε από αυτήν την τροπή των εξελίξεων. Δεν είναι άραγε αναγκαία μια κριτική από προοδευτική σκοπιά απέναντι στο ότι μπαίνουν σε καραντίνα υγιή άτομα, όταν μάλιστα οι πιο πρόσφατες έρευνες υποδεικνύουν ότι η διαφορά μετάδοσης μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων βαίνει μειούμενη μέχρις εξαφανίσεως; Η απόκριση της Αριστεράς απέναντι στον Covid δείχνει να είναι μέρος μιας ευρύτερης κρίσης της αριστερής πολιτικής και σκέψης – που σοβεί εδώ και τρεις δεκαετίες τουλάχιστον. Είναι λοιπόν σημαντικό να εξετάσουμε τη διαδικασία με την οποία εξελίχθηκαν τα πράγματα ώσπου να καταλήξουν στη σημερινή μορφή τους. […]
Πολύ γρήγορα, οι αριστεροί στη Δύση υιοθέτησαν το λοκντάουν, παρουσιάζοντάς το σαν μια επιλογή «υπέρ της ζωής» και «υπέρ της συλλογικότητας» – μια πολιτική που θεωρητικά προασπιζόταν τη δημόσια υγεία ή το συλλογικό δικαίωμα στην υγεία. Στο μεταξύ, η οποιαδήποτε κριτική απέναντι στα λοκντάουν επικρινόταν έντονα σαν «δεξιά», «ατομικιστική», σαν τέτοια που «προτάσσει την οικονομία», και κατηγορούνταν ότι βάζει «τα κέρδη» και τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας πάνω από τις ζωές των ανθρώπων. […]
Τώρα, καθώς οι χώρες απ’ άκρη σε άκρη της Ευρώπης βρίσκονται αντιμέτωπες με σκληρότερους περιορισμούς των ανεμβολίαστων, οι πολιτικοί σχολιαστές της Αριστεράς σωπαίνουν εντυπωσιακά… Η απόκριση της Αριστεράς απέναντι στον Covid δείχνει να είναι μέρος μιας ευρύτερης κρίσης της αριστερής πολιτικής και σκέψης, η οποία σοβεί εδώ και τρεις δεκαετίες τουλάχιστον
Κοινωνικά ρήγματα και ερωτήματα που αναζητούν απάντηση
Οι τοποθετήσεις της Αριστεράς την απομάκρυναν από κάθε είδος εργατικής βάσης της, αφού ήταν οι χαμηλών εισοδημάτων εργάτες εκείνοι που επηρεάστηκαν σκληρότερα από τις κοινωνικοοικονομικές συνέπειες των πολιτικών παρατεταμένου λοκντάουν, και επιπλέον οι ίδιοι ήταν πιο πιθανό να εργάζονται εκτεθειμένοι έξω από το σπίτι τους, ενώ τα κοινωνικά στρώματα «του λάπτοπ» επωφελούνταν από τα προγράμματα υποστήριξης της εξ αποστάσεως εργασίας τύπου Zoom. Τα ίδια βαθιά κοινωνικά ρήγματα προέκυψαν και όταν μπήκαμε στη φάση διάθεσης των εμβολίων, και τώρα ξανά κατά τη φάση των υγειονομικών πιστοποιητικών. Η αντίσταση συσχετίζεται με τη Δεξιά, ενώ αυτοί που ανήκουν στην επίσημη Αριστερά υποστηρίζουν σε γενικές γραμμές και τα δύο μέτρα. Κάθε αντίθεση δαιμονοποιείται σαν ένα μπερδεμένο μείγμα ανορθολογισμού αντίθετου στην επιστήμη, και ατομικιστικής ελευθεριακότητας.
Αλλά γιατί η επίσημη Αριστερά κατέληξε να υποστηρίζει πρακτικά όλα τα μέτρα για τον Covid; Πώς προέκυψε μια τέτοια απλουστευτική οπτική για τη σχέση μεταξύ υγείας και οικονομίας; Μια οπτική που περιπαίζει δεκαετίες ερευνών (αριστερού προσανατολισμού) στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, οι οποίες έχουν καταδείξει πόσο στενά συνδέεται ο πλούτος και οι προοπτικές της υγείας; Γιατί η Αριστερά αγνόησε την τεράστια αύξηση των ανισοτήτων, την επίθεση ενάντια στους φτωχούς, ενάντια στις φτωχές χώρες, ενάντια στις γυναίκες και στα παιδιά, την απάνθρωπη μεταχείριση των ηλικιωμένων, και την τεράστια αύξηση του πλούτου των πιο πλούσιων και των επιχειρήσεων, που ήταν αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών; Πώς έγινε και, σε σχέση με την ανάπτυξη και τη διάθεση των εμβολίων, η Αριστερά κατέληξε να χλευάζει αυτή καθαυτή την αντίληψη ότι θα μπορούσαν οι κατασκευαστές εμβολίων να έχουν κίνητρα διαφορετικά από το «δημόσιο καλό»; Δεδομένων μάλιστα των χρηματικών μεγεθών που διακυβεύονται, όταν συγκεκριμένα η BioNTech, η Moderna και η Pfizer προσπορίζονται αυτή τη στιγμή πάνω από 1.000 δολάρια ανά δευτερόλεπτο από τα εμβόλια κατά του Covid. Και πώς είναι δυνατόν η Αριστερά, που συχνά είναι ο στόχος της κρατικής καταπίεσης, σήμερα να εμφανίζεται τόσο ανυποψίαστη απέναντι στις ηθικά και πολιτικά ανησυχητικές συνέπειες των υγειονομικών πάσων για τον Covid; […]
Τι (δεν) κατάλαβε η αριστερά από τον νεοφιλελευθερισμό
Η προβληματική κατανόηση, από πλευράς της Αριστεράς, της φύσης του νεοφιλελευθερισμού, μπορεί επίσης να έχει επηρεάσει τις απαντήσεις της απέναντι στην κρίση. Οι περισσότεροι άνθρωποι στην Αριστερά πιστεύουν ότι ο νεοφιλευθερισμός περιλάμβανε μια «απόσυρση», ένα «άδειασμα» του κράτους προς όφελος της αγοράς. Έτσι ερμήνευσαν την παρεμβατικότητα των κυβερνήσεων στη διάρκεια της πανδημίας σαν μια καλοδεχούμενη «επιστροφή του κράτους», μια εξέλιξη που δυνητικά θα μπορούσε, σύμφωνα με την άποψή τους, να καταλήξει στην αντιστροφή του υποτιθέμενου αντικρατικού νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος. Το πρόβλημα με αυτή την τοποθέτηση, ακόμα και αν δεχθούμε την αμφίβολη λογική της, είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν επέφερε κανέναν μαρασμό του κράτους. Αντίθετα, το μέγεθος του κράτους σαν ποσοστό του ΑΕΠ συνέχισε να αυξάνει κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου.
Αυτό δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει. Ο νεοφιλελευθερισμός βασίζεται σε εκτεταμένη κρατική παρέμβαση όσο και ο «κεϋνσιανισμός» – με τη διαφορά ότι το κράτος τώρα παρεμβαίνει για τη διευρυμένη ικανοποίηση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, για την αστυνόμευση των εργαζόμενων τάξεων, για να διασώζει τις μεγάλες τράπεζες και άλλες εταιρείες που αλλιώς θα χρεοκοπούσαν κ.λπ. Στην πραγματικότητα, και με πολλούς τρόπους, το κεφάλαιο σήμερα εξαρτάται περισσότερο από ποτέ πριν από το κράτος. Όπως σημειώνουν οι Shimshon Bichler και Jonathan Nitzan: «Στο διάβα της ανάπτυξης του καπιταλισμού, οι κυβερνήσεις κι οι μεγάλες εταιρείες συνυφαίνονται όλο και στενότερα… Ο καπιταλιστικός τρόπος εξουσίας και οι κυρίαρχες συμμαχίες εντός του κόσμου του κεφαλαίου που ασκούν την κυβέρνηση δεν βολεύονται με τις “μικρές κυβερνήσεις”. Στην πραγματικότητα, από πολλές απόψεις, έχουν την ανάγκη κυβερνήσεων πολύ μεγαλύτερου μεγέθους». Ο νεοφιλελευθερισμός βρίσκεται σήμερα πιο κοντά σε μια μορφή κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού –ή μιας ολιγαρχίας των μεγάλων εταιρικών συμφερόντων– παρά στο είδος του καπιταλισμού του «μικρού» κράτους και της ελεύθερης αγοράς που διατείνεται συχνά ότι είναι. Αυτό βοηθάει να εξηγηθεί γιατί έχει παράξει αυξανόμενα ισχυρούς και παρεμβατικούς, έως και απολυταρχικούς, κρατικούς μηχανισμούς.
Αυτό από μόνο του κάνει την επιδοκιμασία της Αριστεράς για μια ανύπαρκτη «επιστροφή του κράτους» ντροπιαστικά αφελή. Το χειρότερο είναι ότι έχει κάνει αυτό το λάθος και παλιότερα. Ακόμη και την επομένη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, πολλοί στην Αριστερά χαιρέτισαν τα μεγάλα κρατικά ελλείμματα ως «επιστροφή στον Κέυνς» – τη στιγμή που στην πραγματικότητα εκείνα τα μέτρα πολύ λίγο είχαν να κάνουν με τον Κέυνς, ο οποίος συνιστούσε τη χρήση από τις κυβερνήσεις των δημόσιων δαπανών για την επίτευξη πλήρους απασχόλησης. Αντίθετα, τώρα στόχευαν στη στήριξη των μεγάλων τραπεζών, δηλαδή των υπαίτιων αυτής της κρίσης. Τα ακολούθησε, δε, μια χωρίς προηγούμενο επίθεση ενάντια στα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας και στα εργατικά δικαιώματα σε όλη την Ευρώπη.
Η κρίση και ο φόβος ως μέθοδος διακυβέρνησης
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει σήμερα με τα κρατικά συμβόλαια που αφορούν τα τεστ για τον Covid, τα είδη προσωπικής προστασίας, τα εμβόλια, και τώρα τις τεχνολογίες υποστήριξης του υγειονομικού πάσου. Όλα αυτά μοιράζονται σε διάφορες πολυεθνικές εταιρείες, συχνά μέσα από σκοτεινές συναλλαγές που βρωμάνε ευνοιοκρατία. Εν τω μεταξύ οι πολίτες βλέπουν αυτή τη «νέα κανονικότητα» να φέρνει τα πάνω-κάτω στις ζωές τους και στα μέσα βιοπορισμού τους. Παραμένει μυστήριο το ότι η Αριστερά φαίνεται να μην το αντιλαμβάνεται όλο αυτό. Στο κάτω-κάτω, η ιδέα ότι οι κυβερνήσεις τείνουν να εκμεταλλεύονται τις κρίσεις για να εδραιώσουν περαιτέρω τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα έχει υπάρξει βασική θεματική μεγάλου μέρους της πρόσφατης αριστερής πολιτικής φιλολογίας.
Οι Pierre Dardot και Christian Laval, για παράδειγμα, έχουν υποστηρίξει ότι κάτω από το νεοφιλελεύθερο καθεστώς, η κρίση έχει εξελιχθεί σε «μέθοδο διακυβέρνησης». Ευρύτερα γνωστό παράδειγμα είναι το βιβλίο της Ναόμι Κλάιν «Το δόγμα του σοκ», όπου αναπτύσσεται η άποψη για τον «καπιταλισμό της καταστροφής». Η κεντρική της θέση είναι ότι σε στιγμές όπου κυριαρχεί ο φόβος και ο αποπροσανατολισμός στο δημόσιο βίο, γίνεται ευκολότερη η αναδιάρθρωση των κοινωνιών: δραματικές αλλαγές στην υπάρχουσα οικονομική τάξη πραγμάτων, που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν πολιτικά ανέφικτες, επιβάλλονται με συνοπτικές καταιγιστικές διαδικασίες, προτού προλάβει η κοινή γνώμη να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει.
Μια τέτοια δυναμική των πραγμάτων αναπτύσσεται και σήμερα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα μέτρα επιτήρησης με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, τις ψηφιακές ταυτότητες, τη δραστική καταστολή των δημόσιων συγκεντρώσεων και την επιβολή από τις κυβερνήσεις –με συνοπτικές διαδικασίες– νόμων για την αντιμετώπιση της έξαρσης του κορωνοϊού. Εάν κρίνουμε από την πρόσφατη ιστορία, οι κυβερνήσεις θα βρουν οπωσδήποτε τρόπους να μονιμοποιήσουν πολλά από τα μέτρα έκτακτης ανάγκης – όπως το έκαναν με μεγάλο μέρος της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας μετά το κτύπημα στους Δίδυμους Πύργους τον Σεπτέμβριο του 2011. Όπως το έθεσε ο Έντουαρτ Σνόουντεν: «Όταν βλέπουμε να περνούν μέτρα έκτακτης ανάγκης, ειδικά σήμερα, αυτά έρχονται για να μείνουν. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης επεκτείνεται». Τα προηγούμενα επιβεβαιώνουν επίσης τις θέσεις για την «κατάσταση εξαίρεσης» που έχει διατυπώσει ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν, ο οποίος εντούτοις διασύρθηκε από την επίσημη Αριστερά για τις θέσεις του ενάντια στο λοκντάουν. […]
Αιχμάλωτη επιστήμη και περιφρόνηση θεμιτών λαϊκών ανησυχιών
Άλλος ένας παράγοντας που εξηγεί το αγκάλιασμα των «μέτρων για τον Covid» από την Αριστερά είναι η τυφλή πίστη της στην «επιστήμη», η οποία έχει τις ρίζες της στην παραδοσιακή πίστη της Αριστεράς στον ορθολογισμό. Όμως ένα πράγμα είναι να πιστεύει κανείς στις αδιάψευστες αξίες της επιστημονικής μεθόδου, κι άλλο να ξεχνά ολότελα τον τρόπο με τον οποίο αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία εκμεταλλεύονται την «επιστήμη» για να προωθήσουν την ατζέντα τους. Η ικανότητα επίκλησης «αδιαμφισβήτητων επιστημονικών δεδομένων» για τη δικαιολόγηση πολιτικών επιλογών είναι ένα απίστευτα ισχυρό εργαλείο στα χέρια των κυβερνήσεων. Είναι, στην πραγματικότητα, η ουσία της τεχνοκρατίας. Αυτό σημαίνει ότι επιλέγεται προσεκτικά η «επιστήμη» που υποστηρίζει μια συγκεκριμένη ατζέντα, ενώ ταυτόχρονα περιθωριοποιούνται με επιθετικό τρόπο οποιεσδήποτε εναλλακτικές οπτικές – ανεξαρτήτως της επιστημονικής αξίας τους. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει εδώ και χρόνια στο βασίλειο των οικονομικών. Είναι λοιπόν αλήθεια τόσο δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι σήμερα συμβαίνει μια αντίστοιχη αιχμαλωσία της ιατρικής επιστήμης από επιχειρηματικά συμφέροντα; […]
Σε στιγμές όπου κυριαρχεί ο φόβος και ο αποπροσανατολισμός στο δημόσιο βίο, γίνεται ευκολότερη η αναδιάρθρωση των κοινωνιών: δραματικές αλλαγές στην υπάρχουσα οικονομική τάξη πραγμάτων, που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν πολιτικά ανέφικτες, επιβάλλονται με συνοπτικές καταιγιστικές διαδικασίες, προτού προλάβει η κοινή γνώμη να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει
Τέλος, είναι ντροπιαστική η κατάφωρη περιφρόνηση και η κοροϊδία της Αριστεράς για τις θεμιτές ανησυχίες των ανθρώπων όσον αφορά τα λοκντάουν, τα εμβόλια ή τα υγειονομικά πιστοποιητικά. Αυτές οι ανησυχίες δεν εδράζονται μόνο στις σημερινές στερήσεις και κακουχίες των πολιτών. Πηγάζουν επίσης από μια κατανοητή δυσπιστία προς τις κυβερνήσεις και τους θεσμούς εκείνους που, πέραν πάσης αμφιβολίας, έχουν καταστεί όμηροι επιχειρηματικών συμφερόντων. Οποιοσδήποτε επιθυμεί ένα αυθεντικά προοδευτικό-παρεμβατικό κράτος, όπως εμείς, πρέπει να καταπιαστεί με αυτές τις ανησυχίες – κι όχι να τις αποπαίρνει. […]
Πρόκειται για μια ιστορική αποτυχία της Αριστεράς, που θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις. Κάθε μορφή λαϊκής διαφωνίας πιθανά θα ηγεμονευθεί ξανά από την (άκρα) Δεξιά, υπονομεύοντας κάθε ευκαιρία της Αριστεράς να κερδίσει τους ψηφοφόρους που είναι αναγκαίοι ώστε να ανατραπεί η δεξιά ηγεμονία. Και στο μεταξύ η Αριστερά στηρίζεται σε μια τεχνοκρατία ειδικών η οποία είναι σοβαρά υπονομευμένη από αυτό που αποδεικνύεται, με όρους κοινωνικής προοδευτικότητας, ως καταστροφική διαχείριση της πανδημίας. Καθώς κάθε είδος βιώσιμης Αριστεράς ξεθωριάζει στο παρελθόν, είναι πιθανό να ξεθωριάσει μαζί της η συζήτηση και η διαφωνία, που βρίσκονται στην καρδιά κάθε αυθεντικά δημοκρατικής διαδικασίας.
* Ο Τόμπι Γκριν είναι καθηγητής Ιστορίας στο King’s College του Λονδίνου. Το τελευταίο του βιβλίο κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Hurst με τον τίτλο «The Covid Consensus – The New Politics of Global Inequality». Ο Τόμας Φάτσι είναι δημοσιογράφος, ερευνητής και συγγραφέας (βλ. μεταξύ άλλων το βιβλίο του «Reclaiming the State – A Progressive Vision of Sovereignty for a Post-Neoliberal World», Pluto Press, 2017). Το άρθρο αυτό, που εδώ παρουσιάζεται σε συντετμημένη μορφή, πρωτοδημοσιεύθηκε στις 23/11/2021 στον ιστότοπο unherd.com. Θα αναρτηθεί ολόκληρο στην ιστοσελίδα του Δρόμου (www.edromos.gr), μαζί με τις υποσημειώσεις των συγγραφέων, που εδώ παραλείπονται για λόγους χώρου. Οι μεσότιτλοι και η λεζάντα της φωτογραφίας είναι της Σύνταξης.
** ΣτΜ: Από το όνομα του Αμερικανού κοινωνιολόγου Ρόμπερτ Μέρτον που, στο έργο του «Η Κοινωνιολογία της Επιστήμης», έθεσε αυτά τα τέσσερα πρότυπα ως απαραίτητα για να υπάρχει ήθος στη σύγχρονη επιστήμη.
Φαντασιώσεις και πραγματικότητα
Κάθε μορφή κυβερνητικής παρέμβασης πρέπει να αξιολογείται σύμφωνα με το τι προωθεί. Υποστηρίζουμε τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στο βαθμό που προάγουν τη διεύρυνση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των μειονοτήτων, τη δημιουργία πλήρους απασχόλησης, την παροχή κρίσιμων δημόσιων υπηρεσιών. Τις υποστηρίζουμε όταν βοηθούν τη χαλιναγώγηση της εταιρικής ισχύος, όταν διορθώνουν τις δυσλειτουργίες των αγορών, όταν διευκολύνουν την άσκηση ελέγχου πάνω σε κρίσιμες για το δημόσιο συμφέρον βιομηχανίες. Αλλά τους τελευταίους 18 μήνες έχουμε γίνει μάρτυρες ακριβώς του αντιθέτου: μιας άνευ προηγουμένου ισχυροποίησης των υπερεθνικών εταιρικών κολοσσών και των ολιγαρχών τους σε βάρος των εργαζομένων και των εθνικής / τοπικής κλίμακας επιχειρήσεων. Μια έκθεση του προηγούμενου μήνα, βασισμένη σε στοιχεία του Forbes, έδειξε ότι οι δισεκατομμυριούχοι –ακόμα και αν περιοριστούμε μόνο σε αυτούς της Αμερικής– είδαν τον πλούτο τους να αυξάνεται κατά 2 τρισεκατομμύρια δολάρια στη διάρκεια της πανδημίας.
Μια άλλη αριστερή φαντασίωση, που την κονιορτοποίησε η πραγματικότητα, είναι ότι η πανδημία θα οδηγούσε σε μια νέα αίσθηση συλλογικού πνεύματος, ικανή να υπερβεί δεκαετίες νεοφιλελεύθερου ατομικισμού. Αντιθέτως, η πανδημία ρηγμάτωσε τις κοινωνίες ακόμα περισσότερο – με νέους διαχωρισμούς που πρόσθεσε μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, μεταξύ εκείνων που μπορούν να δρέψουν τα πλεονεκτήματα της εξελιγμένης (τηλε)εργασίας και των υπόλοιπων, που δεν έχουν τέτοια δυνατότητα. Επιπλέον, ένα πολιτικό κοινωνικό σώμα, ένας «δήμος» που αποτελείται από άτομα ψυχικά τραυματισμένα, τα οποία έχουν βίαια αποκοπεί από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, που τα έχουν κάνει να φοβούνται το ένα το άλλο σαν δυνητικό φορέα του ιού, που αισθάνονται τρόμο απέναντι στην φυσική επαφή… πολύ δύσκολα γίνεται εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη συλλογικής αλληλεγγύης.