Αρχική διεθνή Η άνοδος της στρατιωτικής λιτότητας στην Ευρώπη

Η άνοδος της στρατιωτικής λιτότητας στην Ευρώπη

Το νέο σχέδιο της Ε.Ε. θα κάνει το 2008 να μοιάζει με παιδικό παιχνίδι

του Τόμας Φάτσι*

Πρώτα ήρθε η πανδημική ύφεση, η οποία προκλήθηκε από την απόφαση να μπει λουκέτο σε ολόκληρες κοινωνίες. Στη συνέχεια ήρθε το μεγαλύτερο ενεργειακό και εμπορευματικό σοκ των τελευταίων 50 ετών, το οποίο προκλήθηκε από την απόφαση να επιβληθούν κυρώσεις στον μεγαλύτερο προμηθευτή φυσικού αερίου της Ευρώπης. Τα τελευταία χρόνια, οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. κατέφυγαν σε τεράστια ελλείμματα για να καλύψουν τις καταστροφικές συνέπειες αυτών των κρίσεων που σχεδίασαν οι ελίτ – όπως είχαν κάνει και μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Με τον τρόπο αυτό, «κατάφεραν» να συσσωρεύσουν μερικά από τα υψηλότερα επίπεδα δημόσιου χρέους στη μεταπολεμική ιστορία. Και τώρα, όπως ακριβώς πριν από μια δεκαετία, ζητούν από τους εργαζόμενους και τους απλούς πολίτες να πληρώσουν το λογαριασμό.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόλις παρουσίασε το σχέδιο της για τη μείωση του δημόσιου χρέους σε όλο το μπλοκ – λίγο ειρωνικό, αφού η ίδια η Επιτροπή ενθάρρυνε αυτό το χρέος στο πρόσφατο παρελθόν. Στις αρχές του 2020, για παράδειγμα, η Ε.Ε. ανέστειλε τους διαβόητα αυστηρούς δημοσιονομικούς της κανόνες προκειμένου, όπως δήλωνε τότε η πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, να επιτρέψει στις χώρες να ξοδεύουν «όσα χρειάζονται». Η ΕΚΤ είχε επίσης παρέμβει, ξεκινώντας ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ύψους τρισεκατομμυρίων ευρώ ώστε να βοηθήσει τις κυβερνήσεις να χρηματοδοτήσουν τα διογκούμενα δημοσιονομικά ελλείμματά τους. Το επόμενο έτος, τα κράτη μέλη συμφώνησαν επίσης σε ένα πολυδιαφημισμένο, πανευρωπαϊκό «σχέδιο ανάκαμψης» ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Εκείνη την εποχή, οι παρατηρητές ανήγγελλαν αυτά τα πρωτοφανή μέτρα ως απόδειξη ότι η Ε.Ε. είχε επιτέλους μάθει από τα λάθη του παρελθόντος, και είχε ξεπεράσει την προκατάληψή της υπέρ της λιτότητας. Κάποιοι μάλιστα το χαρακτήρισαν ως τη «χαμιλτονιανή στιγμή» της Ε.Ε., η οποία σηματοδοτούσε το γεγονός ότι το μπλοκ εξελισσόταν τελικά σε μια ολοκληρωμένη ομοσπονδία. Επρόκειτο βέβαια για ευσεβή πόθο. Ήταν μόνο θέμα χρόνου να επανεμφανιστούν οι παλιές συγκρούσεις μεταξύ των δημοσιονομικών γερακιών της Ευρώπης –με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία– από τη μια, και των χωρών της περιφέρειας με υψηλό χρέος από την άλλη.

«Η Ε.Ε. χρησιμοποίησε τις εξουσίες της για να υπονομεύσει τη δημοκρατία και να επιβάλει συντριπτική λιτότητα σε ολόκληρη την ήπειρο, ακόμη και ενάντια στις επιθυμίες των εκλεγμένων κυβερνήσεων (απλά ρωτήστε την Ελλάδα ή την Ιταλία…)»

Ένα θεμελιωδώς αντιδημοκρατικό σχέδιο

Επιπλέον, παρ’ όλη τη συζήτηση για την προσέγγιση της Ε.Ε. προς την ολοκλήρωση μέσω της κρίσης, θα πρέπει να είναι πλέον προφανές ότι καμία κρίση δεν θα είναι αρκετά μεγάλη ώστε να συγκεντρώσει υποστήριξη –είτε μεταξύ των εθνικών ελίτ της Ευρώπης είτε, ακόμη περισσότερο, μεταξύ των απλών πολιτών– για μια κίνηση προς έναν πλήρως ομοσπονδιακό χαρακτήρα. Η ιστορία έχει τους κανόνες της, και οι οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες για κάτι τέτοιο απλώς δεν υπάρχουν – ούτε θα υπάρχουν για πολύ καιρό.

Το πιο σημαντικό είναι ότι τέτοιες αναλύσεις προδίδουν μια βασική παρανόηση της πραγματικής φύσης της Ε.Ε.: η ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση είναι ένα θεμελιωδώς αντιδημοκρατικό σχέδιο – ένα σχέδιο που αποσκοπεί στο να θέσει την οικονομική πολιτική εκτός του ελέγχου των ψηφοφόρων. Η στέρηση των εθνών από τις εξουσίες τους για την έκδοση νομίσματος ήταν ένας θεμελιώδης πυλώνας αυτού του σχεδίου. Διότι έτσι οι κυβερνήσεις δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ακολουθήσουν τις πολιτικές που υπαγορεύονταν από τον νέο εκδότη νομίσματος –την Ε.Ε.– ανεξάρτητα από τη δημοκρατική τους εντολή.

Οι εθνικές ελίτ, πρόθυμες να ξεφύγουν από τις πιέσεις των εκλογέων τους, αγκάλιασαν αυτή τη διαδικασία – μόνο και μόνο για να γίνουν εμφανείς οι δραματικές συνέπειές της μετά την κρίση του ευρώ. Σε αυτό το σημείο, η Ε.Ε. χρησιμοποίησε τις εξουσίες της για να υπονομεύσει τη δημοκρατία και να επιβάλει συντριπτική λιτότητα σε ολόκληρη την ήπειρο, ακόμη και ενάντια στις επιθυμίες των εκλεγμένων κυβερνήσεων (απλά ρωτήστε την Ελλάδα ή την Ιταλία…).

Υπό αυτή την έννοια, η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε. και η μετατροπή της ΕΚΤ σε δανειστή πρώτης καταφυγής ήταν εξαιρετικές, ακριβώς επειδή έκαναν τις χώρες του ευρώ και πάλι κάπως «κυρίαρχες», με αποτέλεσμα οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις να μπορούν να επιλέγουν τις δημοσιονομικές τους πολιτικές χωρίς τη συνεχή απειλή αντιποίνων από την ΕΚΤ ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αλλά αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ήταν θέμα χρόνου να περιοριστούν αυτά τα μέτρα…

Το 2020 η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωνε ότι η αναστολή της «γερμανικής» λιτότητας στην Ε.Ε. θα δώσει ανάσα στα κράτη μέλη. Τώρα ετοιμάζει την επιστροφή της αποτυχημένης συνταγής του Βερολίνου, αλλά με αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατ’ απαίτηση της Ουάσιγκτον…

Η επιστροφή της λιτότητας

Το πρώτο βήμα για την αποκατάσταση του status quo έγινε το περασμένο καλοκαίρι, όταν η ΕΚΤ τερμάτισε το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια. Το δεύτερο είναι το τρέχον σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μείωση του χρέους – το οποίο δεν αποτελεί παρά μια ανακύκλωση του παλιού Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που σχεδιάστηκε για πρώτη φορά το 1997. Σύμφωνα με την πρόταση, οι χώρες με λόγο ελλείμματος προς το ΑΕΠ άνω του 3%, ή λόγο χρέους προς το ΑΕΠ άνω του 60% –δηλαδή τα όρια που αποφασίστηκαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992– θα πρέπει να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Όσο υψηλότερο είναι το έλλειμμα/χρέος, τόσο ταχύτερα θα πρέπει οι χώρες να μειώσουν τους εν λόγω δείκτες.

Σήμερα, περίπου δύο δωδεκάδες χώρες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των νέων σχεδίων μείωσης του ελλείμματος και του χρέους – αυτές που θα πρέπει να λάβουν τα πιο αυστηρά μέτρα θα είναι η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία και το Βέλγιο. Οι χώρες αυτές θα πρέπει να δεσμευτούν για μια ελάχιστη μείωση του ελλείμματος κατά 0,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να αυξηθεί στο 1,5%, κυρίως μέσω περικοπών στον προϋπολογισμό ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο. Με άλλα λόγια, λιτότητα.

Για τη Γερμανία, ωστόσο, αυτό το σχέδιο είναι ακόμη πολύ ήπιο! Ο υπουργός Οικονομικών της, ο Κρίστιαν Λίντνερ, θέλει μια δεσμευτική και άκαμπτη ελάχιστη πορεία μείωσης του χρέους κατά 1% του ΑΕΠ ετησίως για τους χειρότερους «παραβάτες». Όμως, παρά τις διαφωνίες τους, η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μοιράζονται τελικά τις ίδιες βασικές παραδοχές: ότι τα επίπεδα του ελλείμματος και του χρέους ορισμένων χωρών (ανάλογα με το πόσο υπερβαίνουν ένα σύνολο αυθαίρετων ορίων που αποφασίστηκαν πριν από 30 και πλέον χρόνια) είναι «μη βιώσιμα» και ότι η ανάπτυξη εξαρτάται από τα «υγιή δημόσια οικονομικά».

Αντικοινωνικές και αποτυχημένες πολιτικές

Πρόκειται για μια ακριβή επανάληψη της συζήτησης που κυριάρχησε στην κρίση του ευρώ τη δεκαετία του 2010. Ακόμα και τότε, αφού χαλάρωσαν τους δημοσιονομικούς κανόνες για να επιτρέψουν τη μαζική διάσωση του τραπεζικού συστήματος, η Γερμανία και η Ε.Ε. επέμεναν ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση από την επιβολή σκληρής δημοσιονομικής λιτότητας στη μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών – και ιδίως εκείνων της περιφέρειας.

Οι πολιτικές αυτές δεν αύξησαν απλώς την ανεργία. Υπονόμευσαν την κοινωνική πρόνοια, έσπρωξαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στα όρια της φτώχειας και, στην περίπτωση της Ελλάδας και μερικών ακόμη χωρών, δημιούργησαν μια πραγματική ανθρωπιστική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Απέτυχαν επίσης πλήρως να υλοποιήσουν τους διακηρυγμένους στόχους τους, δηλαδή την επανεκκίνηση της ανάπτυξης και τη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ. Αντιθέτως, οδήγησαν τις οικονομίες σε ύφεση και αύξησαν τα ποσοστά χρέους προς ΑΕΠ.

Εν τω μεταξύ, οι δημοκρατικοί κανόνες ανατράπηκαν δραματικά, καθώς ολόκληρες χώρες τέθηκαν ουσιαστικά υπό «ελεγχόμενη διοίκηση». Το αποτέλεσμα ήταν μια χαμένη δεκαετία στασιμότητας και μόνιμης κρίσης, η οποία οδήγησε σε ένα βαθύ χάσμα μεταξύ του Βορρά και του Νότου της ευρωζώνης, και έφερε τη νομισματική ένωση στο χείλος της αυτοκαταστροφής.

«Οι ευρωπαϊκές χώρες θα κληθούν σύντομα να περικόψουν την κοινωνική πρόνοια και κρίσιμες επενδύσεις σε τομείς που δεν σχετίζονται με την άμυνα, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τη νέα αμυντική οικονομία μιας Ε.Ε. ολοένα και πιο υποτελούς στις ΗΠΑ»

Το παράδοξο μιας καταστροφικής συνταγής

Το όλο πείραμα της λιτότητας ήταν μια τόσο καταστροφική αποτυχία –όπως παραδέχτηκε αργότερα ακόμη και το ΔΝΤ– που δεν μπορεί κανείς παρά να απελπιστεί για την τωρινή επιχείρηση αναβίωσής του. Τελικά, όμως, αυτό είναι απλώς άλλη μια υπενθύμιση ότι κανένα από τα βασικά προβλήματα του ευρώ δεν έχει επιλυθεί: οι προοπτικές και τα οικονομικά συμφέροντα των κρατών μελών εξακολουθούν να είναι ασυμβίβαστα, και η μοίρα των εθνών και των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων εξακολουθεί να βρίσκεται στα χέρια μη εκλεγμένων τεχνοκρατών στη Φρανκφούρτη και τις Βρυξέλλες…

Με αυτά τα δεδομένα, είναι δύσκολο να δούμε πώς η Ευρώπη θα μπορούσε να επιβιώσει από έναν δεύτερο γύρο λιτότητας, ο οποίος θα επιβληθεί σε μια εποχή που η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας είναι πολύ πιο ζοφερή από ό,τι πριν από μια δεκαετία: αντιμετωπίζουμε υψηλό πληθωρισμό, διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού, παγκόσμιο κατακερματισμό και έναν πόλεμο χωρίς ορατό τέλος στα σύνορα της Ευρώπης με τη Ρωσία.

Εδώ, όμως, βρίσκεται το μεγαλύτερο παράδοξο της σημερινής κατάστασης: ενώ η Ε.Ε. καταστρώνει ένα σχέδιο για να «πείσει» τα κράτη μέλη της να μειώσουν τους συνολικούς προϋπολογισμούς τους, καλεί επίσης τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους σε τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ τους, ώστε να συμμορφωθούν με τον στόχο του ΝΑΤΟ για τις πολεμικές δαπάνες! Και μεταξύ των χωρών που αναμένεται να αυξήσουν δραστικά τις αμυντικές τους δαπάνες είναι και ορισμένες από τις πιο υπερχρεωμένες χώρες του μπλοκ (οι οποίες, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζουν και τις αυστηρότερες απαιτήσεις μείωσης του χρέους): η Πορτογαλία (οι στρατιωτικές δαπάνες της οποίας ανέρχονται στο 0,8% του ΑΕΠ της), η Ισπανία (1%), το Βέλγιο (0,9%) και η Ιταλία (1,4%).

Η Γερμανία ως πληρεξούσιος των ΗΠΑ

Μόλις την περασμένη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ένα σχέδιο δισεκατομμυρίων ευρώ για την αύξηση της ικανότητας της Ευρώπης να παράγει πυρομαχικά προκειμένου να τα στείλει στην Ουκρανία – ένα ακόμη βήμα στη «μετάβαση της Ευρώπης σε κατάσταση πολεμικής οικονομίας», όπως το έθεσε ο επίτροπος Τιερί Μπρετόν. Με άλλα λόγια, οι ευρωπαϊκές χώρες θα κληθούν σύντομα να περικόψουν την κοινωνική πρόνοια και κρίσιμες επενδύσεις σε τομείς που δεν σχετίζονται με την άμυνα, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τη νέα αμυντική οικονομία της Ε.Ε. –θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε αυτό στρατιωτική λιτότητα– στο πλαίσιο της ολοένα και πιο υποτελούς υποταγής του ευρωπαϊκού μπλοκ στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Όλα αυτά δείχνουν το αναπόφευκτο της επιστροφής της Γερμανίας ως «οικονομικού χωροφύλακα» της Ε.Ε. Εδώ και ένα χρόνο, η χώρα αυτή προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της υπό το πρίσμα των τεράστιων τεκτονικών μετατοπίσεων που επέφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία – και κυρίως της γεωπολιτικής στροφής της Ευρώπης από τη Δύση στην Ανατολή. Ίσως τελικά να έχει βρει έναν ρόλο: αυτόν του κύριου δυτικοευρωπαϊκού πληρεξουσίου των ΗΠΑ, με τη μορφή μιας ανανεωμένης «ειδικής σχέσης» Γερμανίας-ΗΠΑ, ιδίως όσον αφορά την εξωτερική πολιτική. Όπως έχει υποστηρίξει ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ**, αυτό θα συνεπαγόταν την αποκατάσταση της Γερμανίας στη θέση του οικονομικού ηγέτη της Ε.Ε. – υπό την προϋπόθεση, όμως, της διαχείρισής της για λογαριασμό της Ουάσινγκτον, και της «ανάληψης της ευθύνης για την οργάνωση και, κυρίως, τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής συμβολής στον πόλεμο».

Αυτός ο συνδυασμός λιτότητας, ανανεωμένης γερμανικής ηγεμονίας και επιθετικού μιλιταρισμού κάνει την Ευρώπη της περασμένης δεκαετίας να μοιάζει… καλοκάγαθη. Όμως αυτό απλώς επιβεβαιώνει το παλιό ρητό: όταν πρόκειται για την Ε.Ε., υπάρχει πάντα ένας τρόπος για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα.

* Ο Τόμας Φάτσι είναι δημοσιογράφος, ερευνητής και συγγραφέας. Το παρόν άρθρο του, που εδώ αποδίδεται σε συντετμημένη μορφή, δημοσιεύθηκε στις 9/5/2023 στην ιστοσελίδα UnHerd (unherd.com). Οι μεσότιτλοι είναι της Σύνταξης.

** Γερμανός πανεπιστημιακός, καθηγητής οικονομικής κοινωνιολογίας και πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ.

Σχόλια

Exit mobile version