Περί διαπραγμάτευσης και ανεξαρτησίας
Του Απόστολου Αποστολόπουλου
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (Πέμπτη 26, πρωί) είναι άγνωστο αν ο σχοινοβάτης ΣΥΡΙΖΑ θα πέσει, αν θα κοπεί το σχοινί, αν καταφέρει να φθάσει στην άλλη άκρη.
Τρεις παρατηρήσεις μόνο: Πρώτον, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όποια και αν είναι η κατάληξη, παραμένουν εντελώς αναξιόπιστα, δεν αποτελούν διάδοχη λύση. Δεύτερον και αντίστροφα, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει η μόνη βιώσιμη εκδοχή διακυβέρνησης του τόπου, έστω προσωρινά, χωρίς να τεθεί σε άμεσο κίνδυνο η ομαλότητα. Τρίτον, για να συμβεί το προηγούμενο, προϋπόθεση είναι να μιλήσει ο Τσίπρας καθαρά στον κόσμο: και για τις πιέσεις των δανειστών και για τις αυταπάτες και τα λάθη της κυβέρνησης και τα δικά του. Και κυρίως να πει τι πιστεύει ότι πρέπει να γίνει – όποια και αν είναι η κατάληξη, επαναλαμβάνω. Αν υπάρξει ειλικρίνεια και ρεαλισμός τίποτα δεν έχει χαθεί. Η μάχη, είπαμε, θα είναι μακρά αλλά είναι ώρα να δοθεί, επιτέλους, κάποια μάχη. Υπάρχουν υποχωρήσεις που τις επιβάλλει η ανάγκη και είναι προσωρινές αν εξηγηθούν ειλικρινά και η ηγεσία έχει πρόταση για το μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση χωρίς εκλογές είναι μάλλον αδύνατον, είναι επιζήμιο, να συνεχίσουμε. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να συνεχίσουμε χωρίς ρήξεις με τις εγχώριες μνημονιακές δυνάμεις. Δεν έχει νόημα να καταγγέλλεις κάποια αόρατη «πέμπτη φάλαγγα» και να μην την αγγίζεις. Στην καλύτερη περίπτωση θα βρεθείς ξεκρέμαστος. Στη χειρότερη θα βρεθείς κρεμασμένος με το σχοινί που θα τους έχεις δώσει για να σε εκτελέσουν.
Οι περιορισμοί της εξωτερικής πολιτικής
Στην άλλη άκρη, οι ΗΠΑ δηλώνουν (με ειδικό απεσταλμένο) «δυστυχείς» για την επίσκεψη του Τσίπρα στη Ρωσία. Η κυβέρνηση υπεραμύνεται του δικαιώματος της Ελλάδας να συνάπτει, όπως κάθε άλλη χώρα, σχέσεις με όλους χωρίς αυτό να προκαλεί αντιδράσεις ή να προκαλεί ανησυχίες. Θεωρητικά είναι σωστό. Στην πράξη δεν είναι έτσι ακριβώς.
Η ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική στο πλαίσιο του Δυτικού κόσμου βασίζεται σε έναν άρρητο περιορισμό: ότι κάθε χώρα-μέλος δεν αμφισβητεί τη γενική στρατηγική και την ενότητα του χώρου. Θεσμοί της Ε.Ε. και οι ΗΠΑ, ως ηγέτιδα δύναμη, παρεμβαίνουν αποτελεσματικά όταν υπάρχει παρέκκλιση.
Για την Ελλάδα ισχύει ένας επί πλέον παράγοντας. Η ελληνική κρατική οντότητα γεννήθηκε ως προτεκτοράτο, ως προτεκτοράτο εκστράτευσε στη Μ. Ασία και παραμένει προτεκτοράτο μετά τον Β΄ Πόλεμο – μας αρέσει, δεν μας αρέσει.
Όταν στην Ελλάδα μιλάμε για ανεξαρτησία μιλάμε για κάτι που δεν έχουμε και πρέπει να κατακτήσουμε και όχι για κάτι που πρέπει να υπερασπίσουμε επειδή μπορεί να το χάσουμε. Κεντρικό ζητούμενο παραμένει η ανεξαρτησία. Το νόμισμα, ο ΦΠΑ κ.λπ. είναι εργαλεία, δεν είναι σκοπός. Ωστόσο, για την πλειοψηφία που κυβερνά τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση, η ανεξαρτησία δεν είναι μίτος της Αριάδνης ούτε για τη συγκρότηση συνεκτικού εσωτερικού εθνικού/κοινωνικού μετώπου ούτε στην οπτική τους κατά τη διαπραγμάτευση. Αν και είναι σαφές ότι τμήματα της κυρίαρχης ελίτ έχουν δείξει από καιρό διάθεση, άλλοτε πιο τολμηρή άλλοτε διστακτική, να απεγκλωβιστούν από τον ασφυκτικό κλοιό των επικυρίαρχων και των εγχώριων συνεργατών τους.
Το υπόβαθρο
Η ειρωνεία της Ιστορίας θέλησε ώστε ένας πολιτικός σχηματισμός, καταδικασμένος να φυτοζωεί, να βρει ουρανοκατέβατο ένα νεαρό ηγέτη ικανό να τον ανεβάσει στην κυβέρνηση, αξιοποιώντας την ευνοϊκή συγκυρία. Αλλά τότε κυριάρχησαν «τα παιδιά του Κύρκου» και τα «παιδιά του Μπλερ», ο νεκρός ευρωκομμουνισμός και η αγγλοσαξωνική εκδοχή περί σοσιαλδημοκρατίας. Με αυτό το υπόβαθρο ήταν μάλλον αναπόφευκτο η διαπραγμάτευση με τους δανειστές να έχει αυτή την εξέλιξη.
Συμβολικά, η ΕΡΤ και οι καθαρίστριες «έριξαν» τους Σαμαροβενιζέλους αλλά δεν μπορούν, αντίστροφα, να σώσουν την κυβέρνηση. Επειδή π.χ. το άνοιγμα της ΕΡΤ δεν συμβόλισε αλλαγή νοοτροπίας, δεν παρουσίασε κάποια διαφορετική αντίληψη για την ενημέρωση ούτε διάθεση άμεσης σύγκρουσης και αναμέτρησης με τα «συστημικά» κέντρα (παρα)πληροφόρησης βάζοντας π.χ. το κεντρικό δελτίο ειδήσεων στις 8 και όχι στις 9. Τι είναι χειρότερο: Να θεωρηθεί σκοπιμότητα ή ότι η φαντασία δεν είναι στην εξουσία;
Με λόγια απλά, η κατάληξη της διαπραγμάτευσης δεν οφείλεται μόνο στις ανελέητες απαιτήσεις των δανειστών, στην απειρία, στο φόβο της καταστροφής από ένα GRexit κλπ. Η διαπραγμάτευση ξεκίνησε με ένα ιδεολογικό και πολιτικό βάθος, όπως περιγράφεται στην αρχή και ένα ψυχολογικό υπόβαθρο στελεχών που έφθασαν ξέπνοα όταν, ανέλπιστα, ήρθε η ώρα τους να κάνουν τα όνειρα πραγματικότητα. Το ερώτημα περί αριστερής παρένθεσης θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα άλλο: Ο ΣΥΡΙΖΑ έφθασε ίσως στην κορυφή ίσα-ίσα για να αποκαλυφθεί ότι η ιστορική Αριστερά επέζησε στην Ελλάδα ως παράδοξη όσο και αδιέξοδη επιβίωση μιας άλλης, ηρωικής εποχής, οριστικά ξεπερασμένης.
Έως την πτώση του υπαρκτού η εγχώρια ελίτ και η ιστορική Αριστερά είχαν κοινό σημείο την απόλυτη εξάρτησή τους: από τον «ξένο παράγοντα» η πρώτη, από την ΕΣΣΔ η δεύτερη. Συναντώνται και πάλι βαδίζοντας προς την ίδια κατεύθυνση στην ευρωπαϊκή λεωφόρο σουλατσάροντας, όπως πριν, στα απέναντι πεζοδρόμια.
ΥΓ.1: Αν μια εικόνα είναι χίλιες διαπραγματεύσεις, τότε τα χαϊδευτικά «σκαμπιλάκια» του Γιούνκερ στον Τσίπρα τα λένε όλα. Με αίσθηση ότι υπερασπιζόμαστε την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπεια της χώρας, ουδείς από την ελληνική αντιπροσωπεία θα επέτρεπε τέτοια συμπεριφορά του «φίλου της Ελλάδας».
ΥΓ.2: Αν τελικά οι ΑΝΕΛ καταψηφίσουν και η κυβέρνηση αποδεχθεί τις ψήφους του Ποταμιού κ.λπ., τότε από το δράμα περνάμε στην κωμωδία.